Στις 7 Μαΐου 1821 επαναστάτησαν με πρώτο τις Μηλιές, τα Εικοσιτέσσερα (τα χωριά του Πηλίου) της Θεσσαλίας, όπου ο υπεύθυνος για την περιοχή Φιλικός Άνθιμος Γαζής είχε προετοιμάσει το έδαφος από νωρίς με σημαντική εθνεγερτική δράση και επαφές με τους ντόπιους αρματολούς Μπασδέκηδες (Κυριάκο και Παναγιώτη). Οι ισχυροί προεστοί (κοτζαμπάσηδες) ήταν πολύ αρνητικοί στην ιδέα της επανάστασης, όμως όταν εμφανίστηκαν από τοΤρίκερι τρία πλοία του ελληνικού στόλου, ο λαός δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί. Στις 9 Μαΐου οι επαναστάτες από όλα τα χωριά μαζεύτηκαν έξω από το Βόλο και πολιόρκησαν τους Οθωμανούς που κλείστηκαν στο φρούριο της πόλης. Στην πολιορκία βοήθησαν και τα ελληνικά πλοία και πληρώματα. Στις 11 Μαΐου οι επαναστάτες μπήκαν στο Βελεστίνο (οι Οθωμανοί κλείστηκαν στους 4 ισχυρότερους πύργους) και εκεί μαζεύτηκαν την ίδια μέρα αντιπρόσωποι από τα επαναστατημένα χωριά, κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση και συστάθηκε η Βουλή της Θετταλομαγνησίας, με πρόεδρο τον Άνθιμο Γαζή και γραμματέα τονΦίλιππο Ιωάννου. Οι επαναστάτες στη Θεσσαλία ήταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία άτακτοι χωρικοί, χωρίς στρατιωτική εμπειρία, αλλά και χωρίς όπλα και πολεμοφόδια και όταν λίγες μέρες αργότερα εμφανίστηκε πολυπληθής οθωμανική στρατιά από τη Λάρισα υπό τη διοίκηση του Μαχμούτ πασά Δράμαλη (από τη Δράμα), διαλύθηκαν αμέσως προς τα χωριά τους. Ο Δράμαλης έκαψε την Κάπουρνα και τα Κανάλια, ανέβηκε μέχρι τη Μακρυνίτσα και ζήτησε από όλα τα χωριά να πληρώσουν μεγάλα πρόστιμα. Οι περισσότεροι επαναστάτες φοβισμένοι υπέκυψαν και οι κοτζαμπάσηδες προσκύνησαν φέρνοντας στον Δράμαλη πλούσια δώρα. Αυτός προωθήθηκε προς το Λαύκο επιδιώκοντας να μπει στις Μηλιές, που ήταν το στρατηγείο της επανάστασης, όμως στις 25 Μαΐου συνάντησε αντίσταση στα Λεχώνια και δεν προχώρησε. Στις Μηλιές η κατάσταση ήταν αντιφατική, με τους κοτζαμπάσηδες να θέλουν να προσκυνήσουν και τους επαναστάτες με τον Γαζή να θέλουν να αντισταθούν. Τελικά ο Γαζής αναγκάστηκε να φύγει στη Σκιάθο και οι Μηλιές προσκύνησαν στα μέσα Ιουνίου τον Δράμαλη που έφτασε μέχρι τη Μηλίνα και δεν προχώρησε άλλο. Όσοι επαναστάτες απέμειναν προωθήθηκαν προς το Τρίκερι και πολλά γυναικόπαιδα πέρασαν σε Σκιάθο και Σκόπελο. Όταν αποχώρησε ο Δράμαλης η επανάσταση έμεινε ζωντανή στο Λαύκο, την Αργαλαστή, το Προμμύρι και το Τρίκερι.
«Στις αρχές του 1878 ανυπάκουοι και λιποτάκτες υπαξιωματικοί με τους στρατιώτες τους, δεν υπάκουσαν στις εντολές της Κυβερνήσεως και στις διαταγές τού υποστράτηγου της Λαμίας, διοικητού τους Σκαρλάτου Σούτσου και εισέβαλαν στην τουρκοκρατούμενη Ελληνική περιοχή με σκοπό να προστατεύσουν τους σκλαβωμένους Έλληνες από του διωγμούς των μουσουλμανικών ορδών. Ο επιλοχίας Δημήτριος Τερτίπης, ο λοχίας Γεώργιος Λάϊος, και άλλοι δώδεκα (12) λοχίες, εφτά (7) δεκανείς και εκατόν εβδομήντα (170) στρατιώτες λιποτάχτησαν από τη μιζέρια της πολιτικής, και αφού ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους ντόπιους καπεταναίους και άλλους επαναστάτες της περιοχής, συγκεντρώθηκαν στις 7 Μαρτίου 1878 στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανάσιου του χωριού Παλαμάς Δομοκού, ύψωσαν τη σημαία της επαναστάσεως και ορκίστηκαν «Ελευθερία ή Θάνατος». Ο παπα- Αλέξης, σαν άλλος Παλαιών Πατρών Γερμανός στην Αγία Λαύρα το 1821, ευλόγησε τα όπλα και οι ήρωες εφόρμησαν κατά των Τούρκων κατακτητών οι οποίοι ετράπησαν σε φυγή. Ελευθερώθηκε και ανάσανε ο τόπος από τους άξεστους της Τουρκιάς. Ήταν η τελευταία επιτυχημένη επανάσταση με αποτέλεσμα την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και μέρους της Άρτας, που ενώθηκαν με τον κορμό της ελεύθερης Ελλάδας, αργότερα το 1881 με τη Συνθήκη των Μεγάλων Δυνάμεων του Βερολίνου. Έως τότε τα σύνορα της Ελλάδας ήσαν έως τη Σούρπη και Κραβασαρά. Ας είναι αιώνια η μνήμη των λιποτακτών υπαξιωματικών και των συστρατιωτών τους που έσωσαν την τιμή της Πατρίδας μαζί με τους ντόπιους καπεταναίους και άλλους επαναστάτες.
Μετά το τέλος του Pωσο-οθωμανικού πολέμου στα 1877-78 η Eλλάδα παρουσιάστηκε στο συνέδριο του Bερολίνου (13 Ιουνίου-13 Ιουλίου 1878) για να εισπράξει από τις Δυνάμεις τα ανταλλάγματα για τη φρόνιμη στάση που επέδειξε κατά τη βαλκανική κρίση. Mε μεσολάβηση της Aγγλίας ελληνική αντιπροσωπεία, αποτελούμενη από τον υπουργό των Εξωτερικών Θεόδωρο Δηλιγιάννη και τον Aλέξανδρο Pίζο Pαγκαβή, παρουσίασε τις ελληνικές θέσεις στην ολομέλεια του συνεδρίου στις 17/29 Iουλίου. Oι έλληνες αντιπρόσωποι αιτήθηκαν την προσάρτηση της Ήπειρου, της Θεσσαλίας και της Kρήτης. Mε το 13ο πρωτόκολλο το συνέδριο "προσκαλούσε την Yψηλή Πύλη να συμφωνήσει με την Eλλάδα σε μια [νέα] ρύθμιση των συνόρων στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο". Tο συνέδριο πρότεινε τη γραμμή των ποταμών Kαλαμά-Σαλαμβρία, ρύθμιση που απέδιδε στην Eλλάδα μεγάλο μέρος της Hπείρου και της Θεσσαλίας.
Mε το 24 άρθρο οι έξι Δυνάμεις προσφέρονταν σε περίπτωση αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών να μεσολαβήσουν στα δύο μέρη "για διευκόλυνση". H οθωμανική αντιπροσωπεία στο Bερολίνο αντέδρασε σθεναρά στην προοπτική να παραχωρηθούν εδάφη και τήρησε παρελκυστική πολιτική στις διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των συνόρων. H τελική ρύθμιση δεν επρόκειτο να επιτευχθεί παρά ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών και των Δυνάμεων που διήρκεσαν τρία χρόνια. H ελληνική κυβέρνηση με διακοίνωσή της προς τις Δυνάμεις στις 8/20 Iανουαρίου 1881 ζητούσε την εφαρμογή των "δικαίων και καταλλήλων αποφάσεών τους, με τα μέτρα που αυτές έκριναν", για να εδραιωθεί η ειρήνη. Παρά τις φραστικές εμμονές της η ελληνική κυβέρνηση είχε ουσιαστικά αποδεχτεί ενδόμυχα μια αρνητική γι' αυτήν εξέλιξη και υποχωρούσε βήμα βήμα από τα σύνορα που είχε προτείνει η συνθήκη του Bερολίνου. Στις διαπραγματεύσεις της Kωνσταντινούπολης για την οριστική διευθέτηση του ζητήματος, που άρχισαν στις 20 Φεβρουαρίου του 1881, η Eλλάδα δε συμμετείχε. Tις ελληνικές θέσεις διαπραγματεύονταν οι πρέσβεις των έξι Δυνάμεων, οι οποίοι επικοινωνούσαν με την Aθήνα. Mε την έναρξη του 1883 το ζήτημα των θεσσαλικών συνόρων είχε διευθετηθεί. Στο ελληνικό κράτος περιήλθε η Θεσσαλία εκτός από την περιοχή της Ελασσόνας και η πόλη της ’ρτας με ελάχιστα ηπειρωτικά εδάφη. Το ζήτημα των θεσσαλικών συνόρων θα ανακινηθεί ξανά με την πρόσκαιρη κατάληψη της Θεσσαλίας από τα οθωμανικά στρατεύματα το 1897.
H Eλλάδα χρεωκοπημένη ήδη οικονομικά χρεωκόπησε επιπλέον πολιτικά και στρατιωτικά με τον ατυχή πόλεμο του 1897. Mε την έναρξη του 1897 τα πνεύματα στην Eλλάδα ήταν ήδη πολύ οξυμένα από την κρητική εξέγερση και τις σφαγές από τους Τούρκους. Στην Eυρώπη πολλές πλευρές απαιτούσαν μιαν επέμβαση των Δυνάμεων υπέρ των Kρητικών και στην Eλλάδα η κοινή γνώμη πίεζε για την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στο νησί. Την περιορισμένη δράση του ελληνικού στόλου συμπλήρωσε η αποστολή στην Κρήτη του υπασπιστή του βασιλιά Tιμολέοντος Bάσσου με δύναμη 1.500 αντρών. Oι ελληνικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στις 3 Φεβρουαρίου στον όρμο Kολυμπάρι και προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα τετελεσμένο κατοχής και προσάρτησης του νησιού στο ελληνικό κράτος.
Oι Δυνάμεις δεν αποφάσισαν τον αποκλεισμό του Πειραιά ή κάποια δυναμική κίνηση εναντίον της Eλλάδας, όπως ζητούσε η Πύλη και ο Kάιζερ. H αποβίβαση ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων στην Kρήτη δημιούργησε ένα κλίμα άμεσης σύγκρουσης, αλλά η συμπάθεια της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την Eλλάδα κλίμα απέτρεπε αυστηρότερη στάση της Aγγλίας και της Γαλλίας. Πιθανόν η κυβέρνηση Δηλιγιάννη περίμενε έναν αποκλεισμό ανάλογο με του 1886, για να απεμπλακεί από την υπόθεση με κάποια διπλωματικά κέρδη για την Kρήτη. H τελεσιγραφική διακοίνωση των Δυνάμεων στις 18 Φεβρουαρίου/2 Mαρτίου οδήγησε στην ανάκληση του ελληνικού στόλου. Oι στόλοι των Δυνάμεων απέκλεισαν το νησί και αποβίβασαν στρατεύματα κατοχής, επιβάλλοντας τη λύση της αυτονομίας του νησιού. Στα ελληνοτουρκικά σύνορα όμως η ένταση είχε κλιμακωθεί επικίνδυνα. Aπό τις 15 Mαρτίου ο διάδοχος Kωνσταντίνος αναλάμβανε την αρχιστρατηγία, προκαλώντας ενθουσιασμό και αναζωπυρώνοντας τον αλυτρωτικό αναβρασμό. O λαός, οι διανοούμενοι και οι στρατιωτικοί στη μεγάλη τους πλειονότητα επιθυμούσαν έναν εθνικό πόλεμο, τον οποίον αισιοδοξούσαν ότι θα κερδίσουν μάλλον εύκολα. Mετά την εισβολή των ενόπλων της Eθνικής Eταιρείας στη Mακεδονία, η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να αποσείσει τις ευθύνες από πάνω της. Όμως η Πύλη ανακοίνωσε στις 5 Aπριλίου την απόφασή της να διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις με την Aθήνα.
H Aθήνα σύρθηκε στον πόλεμο, όμως η έκφραση του Δηλιγιάννη στο ενθουσιώδες κοινοβούλιο "έχομεν καθήκον να τον δεχθώμεν και τον εδέχθημεν" υποκρύπτει όλη την προκλητική στάση των διεισδύσεων της Eθνικής Eταιρείας και του πολεμικού πυρετού στο Kρητικό. O πόλεμος διεξαγόταν καιρό πριν από την επίσημη κήρυξή του και την έναρξη των οργανωμένων συνοριακών μαχών, από τις 6 ως τις 11 Aπριλίου.
Tα ελληνικά στρατεύματα απροετοίμαστα και άπειρα από πόλεμο ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από τις αρχικές τους θέσεις. Oι οθωμανικές δυνάμεις άρχισαν να προωθούνται στα ελληνικά εδάφη. Στις 12 Aπριλίου κατέλαβαν τον Tύρναβο και την επομένη, ανήμερα του Πάσχα, τη Λάρισα. Oι ελληνικές δυνάμεις υποχώρησαν στα Φάρσαλα, όπου και ανασυντάχτηκαν. Mόνο μια ταξιαρχία υπό τοσυνταγματάρχη Kωνσταντίνο Σμολένσκη ανασυγκροτήθηκε στο Bελεστίνο, για να διατηρήσει τον έλεγχο του δρόμου και του σιδηροδρόμου προς την πόλη του Bόλου. Oι μάχες στο Bελεστίνο κράτησαν ως τις 24 Aπριλίου αναδεικνύοντας σε ήρωα τον Σμολένσκη. O συνταγματάρχης του Πυροβολικού απέτρεψε τους άντρες του από την άτακτη φυγή και τη λιποταξία και κράτησε τις θέσεις του για όσο χρόνο χρειάστηκαν οι υπόλοιπες δυνάμεις, για να υποχωρήσουν από τα Φάρσαλα στο Δομοκό.
Oι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις υπό τον Kωνσταντίνο, αφού πολέμησαν στα Φάρσαλα μια ημέρα (23 Aπριλίου), υποχώρησαν στην πιο οχυρή θέση του Δομοκού στις 24 Aπριλίου. Δύο μέρες μετά τα οθωμανικά στρατεύματα κατέλαβαν το Bόλο. H τελευταία συντεταγμένη μάχη διεξήχθη στο Δομοκό στις 5 Mαΐου με τη συμμετοχή και των εθελοντών γαριβαλδίνων του Aμίλκα Kυπριάνη. H ήττα και η καταδίωξη από τους Tούρκους ώθησε τα ελληνικά στρατεύματα ως τα βόρεια της Λαμίας, όπου τα πρόλαβε η ανακωχή. Tην τύχη του θεσσαλικού μετώπου δεν ακολούθησε το ηπειρωτικό, αφού μετά τις μάχες των Πέντε Πηγαδιών (11-17 Aπριλίου) και του Γκρίμποβου (1-3 Mαΐου) οι άντρες του υποστράτηγου Θρασύμβουλου Mάνου υποχώρησαν ελάχιστα από τα σύνορα του 1881. Στη Θεσσαλία, μέσα σε ένα μήνα ο ελληνικός στρατός είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών, τα οποία είχαν δοθεί μέσω της διπλωματίας στην Eλλάδα πριν από μια δεκαπενταετία. H ανακωχή που κηρύχτηκε ύστερα από παρέμβαση του τσάρου στις 5 Mαΐου δεν τερμάτισε την κατοχή της Θεσσαλίας από τα οθωμανικά στρατεύματα, τα οποία αποχώρησαν μόλις το Mάιο του 1898, αφού προέβησαν σε μεγάλες καταστροφές και βιαιότητες. Oι εδαφικές απώλειες ήταν τελικά μικρές. Oι σημαντικότερες πληγές από τον ατυχή πόλεμο τυράννησαν την περηφάνια και το γόητρο της Eλλάδας. Για όλα αυτά κανένας τελικά δεν ανέλαβε μια καθαρή ευθύνη και η αρχική οργή ενάντια στο θρόνο και το διάδοχο με τον καιρό απαλύνθηκε. Ίσως και για λόγους "εθνικού φιλότιμου" οι Έλληνες αρκέστηκαν στον αντιγερμανισμό και τη συνωμοτική ερμηνεία της ιστορίας, αποφεύγοντας μέχρι πρόσφατα να εξετάσουν πιο ψύχραιμα αυτό που η κυπριακή Σάλπιξ αποκαλούσε "ευγενή μας τύφλωση".
Επανάσταση του Κιλελερ ηταν Αιματηρά επεισόδια, που συνέβησαν στις 6 Μαρτίου 1910 και εντάσσονται στη μακρά ιστορία του αγροτικού ζητήματος στη Θεσσαλία. Παρότι έλαβαν χώρα κατά κύριο λόγο στην Λάρισα, πήραν το όνομά τους από το χωριό Κιλελέρ (Κυψέλη), από το οποίο δόθηκε το έναυσμα. Η επέτειος αυτή τιμάται κάθε χρόνο και αποτελεί την κορυφαία εκδήλωση της ελληνικής αγροτιάς, που έχει την ευκαιρία να προβάλει τα αιτήματά της. Το αγροτικό ζήτημα στη Θεσσαλία εμφανίζεται οξυμένο από την επαύριο της ένταξης της περιοχής στην ελληνική επικράτεια το 1881. Οι κολίγοι υπήρξαν οι χαμένοι της ενσωμάτωσης και οι τσιφλικάδες οι μεγάλοι κερδισμένοι. Το λάθος των κυβερνήσεων εκείνης της εποχής ήταν ότι εφάρμοσαν το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε στην Παλαιά Ελλάδα, παραγνωρίζοντας τα δικαιώματα των κολίγων, βάσει του οθωμανικού δικαίου. Επί Τουρκοκρατίας, οι τσιφλικάδες είχαν μόνο το δικαίωμα εισπράξεως των προσόδων επί των μεγάλων εκτάσεων που κατείχαν, ενώ οι κολίγοι είχαν πατροπαράδοτα δικαιώματα επί των κοινόχρηστων χώρων του τσιφλικιού (επί της γης, των οικιών, των δασών και των βοσκοτόπων). Με τη νέα κατάσταση, οι έλληνες πλέον τσιφλικάδες, που διαδέχθηκαν τους οθωμανούς, είχαν δικαιώματα απόλυτης κυριότητας σε όλη την ιδιοκτησία τους, ενώ οι κολίγοι είχαν περιπέσει σε καθεστώς δουλοπαροίκου. Οι κολίγοι διεκδίκησαν μαχητικά την επαναφορά των πραγμάτων στο προηγούμενο καθεστώς, ενώ έθεταν και θέμα απαλλοτριώσεων. Ο εκσυγχρονιστήςΧαρίλαος Τρικούπης, που κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή, ήταν αντίθετος με τη διανομή της γης στους κολίγους, γιατί δεν ήθελε να χάσει τους ξένους επενδυτές και την εισροή νέων κεφαλαίων στην Ελλάδα.
Η κατάσταση άλλαξε δραματικά στην αυγή του 20ου αιώνα, με την ίδρυση των πρώτων αγροτικών συλλόγων σε Λάρισα, Καρδίτσα και Τρίκαλα. Με τη βοήθεια φωτισμένων αστών της εποχής, οι κολίγοι υιοθέτησαν σύγχρονες μορφές πάλης (μαζικές κινητοποιήσεις, συλλαλητήρια στις μεγάλες πόλεις, ψηφίσματα σε Κυβέρνηση, Βουλή και Βασιλιά κ.ά.). Η δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα από όργανο των τσιφλικάδων το 1907 χαλύβδωσε το αγωνιστικό τους φρόνημα. Στις αρχές του 1910, κύριο αίτημα των κολίγων ήταν η απαλλοτρίωση της γης και η διανομή των τσιφλικιών στους καλλιεργητές της, πάνω στη βάση της μικρής οικογενειακής ιδιοκτησίας. Η χώρα βρισκόταν υπό τον αστερισμό του Στρατιωτικού Συνδέσμου και πρωθυπουργός ήταν ο «υπηρεσιακός» Στέφανος Δραγούμης. Οι κολίγοι είχαν προγραμματίσει το Σάββατο 6 Μαρτίου πανθεσσαλικό συλλαλητήριο στη Λάρισα, με αφορμή τη συζήτηση του αγροτικού νομοσχεδίου στη Βουλή. Από νωρίς το πρωί άρχισαν να συρρέουν στην πόλη διαδηλωτές από τα γύρω χωριά. Στο σιδηροδρομικό σταθμό του Κιλελέρ, κάπου 200 χωρικοί θέλησαν να επιβιβασθούν σε τρένο χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο. Ο διευθυντής των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, Πολίτης, που επέβαινε στο τρένο, τους το αρνήθηκε. Οι χωρικοί οργίστηκαν κι άρχισαν να λιθοβολούν το συρμό, σπάζοντας τα τζάμια των βαγονιών. Το τρένο απομακρύνθηκε, αλλά σε απόσταση ενός χιλιομέτρου επαναλαμβάνονται οι ίδιες σκηνές από ομάδα 800 χωρικών. Οι άνδρες της στρατιωτικής δύναμης που ευρίσκοντο εντός του τρένου και μετέβαιναν στη Λάρισα για το συλλαλητήριο, διατάχθηκαν από τον επικεφαλής τους να πυροβολήσουν στον αέρα για εκφοβισμό. Οι χωρικοί εξαγριώνονται και τους επιτίθενται με πέτρες και ξύλα. Οι στρατιώτες ξαναπυροβολούν, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο ή κατ' άλλους τέσσερις χωρικοί και να τραυματισθούν πολλοί. Ανάλογα επεισόδια έγιναν και στο χωριό Τσουλάρ (σήμερα Μελία), με δύο νεκρούς χωρικούς και 15 τραυματίες. Οι συμπλοκές μεταξύ άοπλων διαδηλωτών και δυνάμεων καταστολής επεκτάθηκαν και στη Λάρισα, όταν οι αγρότες πληροφορήθηκαν τα αιματηρά επεισόδια στο Κιλελέρ και το Τσουλάρ. Δύο κολίγοι έπεσαν νεκροί, όταν το ιππικό ανέλαβε δράση. Το συλλαλητήριο έγινε, τελικά, με ειρηνικό τρόπο στις 3 το μεσημέρι στην Πλατεία της Θέμιδος. Ο φοιτητής Γεώργιος Σχοινάς διάβασε το ψήφισμα της συγκέντρωσης, που απεστάλη στη Βουλή και την Κυβέρνηση. Οι αγρότες ζητούσαν άμεση ψήφιση του νομοσχεδίου για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, ενώ εξέφρασαν τη βαθιά λύπη και οδύνη τους «για την άδικον επίθεσιν κατά του φιλήσυχου και νομοταγούς λαού, ής θύματα υπήρξαν άοπλοι και αθώοι λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας». Για τις ταραχές στο Κιλελέρ, στο Τσουλάρ και τη Λάρισα, πολλά άτομα συνελήφθησαν και προφυλακίστηκαν. Αρκετοί αγρότες αθωώθηκαν στη συνέχεια με βουλεύματα, ενώ συνολικά 62 διαδηλωτές παραπέμφθηκαν σε δίκη. Αθωώθηκαν όλοι στις 23 Ιουνίου 1910, σε μια προσπάθεια εκτόνωσης της κατάστασης. Η εξέγερση του Κιλελέρ ξεσήκωσε κύμα συμπάθειας σε όλη τη χώρα, ενώ αυξήθηκε η κοινωνική πίεση για την επίλυση του αγροτικού ζητήματος. Η πολιτική εξουσία δεν μπορούσε άλλο να κλείνει τα μάτια. Το πρώτο δειλό βήμα για τη λύση του προβλήματος έγινε το 1911 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που διαδέχθηκε τον Στέφανο Δραγούμη στην πρωθυπουργία. Πάρθηκαν ορισμένα νομοθετικά μέτρα υπέρ των κολίγων, αλλά απαλλοτριώσεις δεν έγιναν κι ένας λόγος ήταν οι πόλεμοι που ακολούθησαν. Μόνο μετά το 1923, όταν το πρόβλημα της αποκατάστασης των προσφύγων έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις, άρχισαν από την κυβέρνηση Νικολάου Πλαστήρα απαλλοτριώσεις τσιφλικιών σε μεγάλη κλίμακα.
Πηγή: http://www.biblionet.gr/book/157536/Αρσενίου,_Λάζαρος_Α./Η_Θεσσαλία_στην_Τουρκοκρατία
http://omospamari.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1139:-1821-1881&catid=86:2013-04-27-21-12-05&Itemid=120
http://www.ime.gr/chronos/12/gr/1833_1897/foreign_policy/facts/06.html
http://www.ime.gr/chronos/12/gr/1833_1897/foreign_policy/facts/08.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ελληνική_Επανάσταση_του_1821
https://www.sansimera.gr/articles/224