Η Οθωμανική περίοδος ήταν εξαιρετικά επώδυνη για την Ήπειρο, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις δόθηκαν στους μουσουλμάνους και πολλοί Ηπειρώτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή, για μια καλύτερη ζωή. Υπήρχαν όμως μεμονωμένες περιοχές στα παράλια που βρίσκονταν υπό βενετική κυριαρχία μέχρι τα τέλη του 15ου αι. όπου ολοκληρώθηκε η οθωμανική κατάκτηση στην Ήπειρο (Πρέβεζα, Πάργα κ.α.). Η περιοχή υπήρξε εστία εξεγέρσεων με κυριότερη αυτή του Διονυσίου του Φιλοσόφου, που καταπνίγηκε στο αίμα το 1611. Στην Ήπειρο επίσης δημιουργήθηκε το πρώτο Αρματολίκι, αυτό των Αγράφων, πριν ακόμα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Η ονομασία του αρματολικιού προέρχεται από το γεγονός πως οι κάτοικοί του δε γράφτηκαν ποτέ στα φορολογικά μητρώα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό συνέβη διότι λόγω της γεωμορφολογικής διαμόρφωσης του εδάφους (απόκρημνες κορφές, βουνά) υπήρχε δυσκολία στην καθιέρωση ενός status quo από την οθωμανική αυλή. Ο συμβιβασμός ερχόταν μαζί με κάποια προνόμια προς οικογένειες οι οποίες ορίζονταν ως τοποτηρητές της συγκεκριμένης περιοχής. Τέτοιες οικογένειες ήταν στο Αρματολίκι των Αγράφων οι Κοντογιανναίοι, οι Μπουκουβαλαίοι και η οικογένεια του Ιωάννη Ράγκου. Ο μοναδικός ηγέτης του Αρματολικιού των Αγράφων που δεν υπήρξε ορισμένος από την Υψηλή Πύλη ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ο οποίος συγκρούστηκε με τον Ιωάννη Ράγκο και εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία της πτώσης της οικογένειας των Μπουκουβαλαίων για να αποκτήσει την ηγεσία του αρματολικιού. Από τον 17ο αιώνα πολλοί έμποροι από τα Ιωάννινα, το Μέτσοβο, το Ζαγόρι και άλλες περιοχές, συνέβαλαν με ευεργεσίες στην πνευματική ανάκαμψη του τόπου, με την ανέγερση σχολείων και βιβλιοθηκών. Ορισμένοι από αυτούς ήταν ο Απόστολος Αρσάκης, οι αδελφοί Μάνθος και Γεώργιος Ριζάρης, ο Μιχαήλ Τοσίτσας, ο Σίμων Σίνας, οι αδελφοί Ζωσιμάδες, οι αδελφοί Ευάγγελος και Κωνσταντίνος Ζάππας, ο Χρηστάκης Ζωγράφος και πολλοί άλλοι. Αξιομνημόνευτη είναι και η συμβολή πολλών Ηπειρωτών διδασκάλων της εποχής (Μπαλάνος Βασιλόπουλος, Νεόφυτος Δούκας, Αθανάσιος Ψαλίδας κ.α.). Η Ήπειρος υπήρξε από τις περιοχές που καλλιέργησαν έντονα τις ιδέες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Δεν είναι υπερβολική η έκφραση που αναφέρεται στα Γιάννενα (Ιωάννινα) εκείνη την εποχή, ότι είναι «πρώτα στα άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα». Τον 18ο αιώνα, με την σταδιακή παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανέλαβε πασάς στα Ιωάννινα ο Τουρκαλβανός Αλή πασάς από το Τεπελένι (1788). Για ένα διάστημα ήλεγχε μια εκτεταμένη περιοχή (Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος), όμως έμειναν ξακουστές οι πολύχρονες συγκρούσεις μεταξύ του στρατού του και των Σουλιωτών, τους οποίους εξουθένωσε και τους ανάγκασε να αποχωριστούν τις πατρογονικές εστίες ύστερα από δολοπλοκίες (1803). Ο Αλή πασάς υπήρξε έξυπνος διπλωμάτης, αλλά με τις ραδιουργίες του για να αποκτήσει όλο και πιο πολλή επιρροή, προκάλεσε την οργή του Σουλτάνου, ο οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό του.
Οι Σουλιώτες είναι κάτοικοι της περιοχής του Σουλίου, (μιας ομοσπονδίας χωριών), που βρίσκεται στη νότια Ήπειρο στη βορειοδυτική Ελλάδα. Από το 1550 έως το 1803 έντεκα χωριά αποτελούσαν τη Σουλιώτικη Συμπολιτεία. Οι Σουλιώτες διακρίθηκαν κυρίως ως πολεμικός λαός κατά το 19ο αιώνα, αρχικά ως ανένταχτοι κατά του Αλή Πασά και στη συνέχεια για την σθεναρή αντίστασή τους εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Περί το 1600 μ.Χ., οι Σουλιώτες φέρονται να μετανάστευσαν από τις πεδιάδες της Θεσπρωτίας στα βουνά της Μούργκας, όπου μια συνομοσπονδία των γενών συγκρότησε ενιαίο μέτωπο έναντι των Οθωμανών. Κατά τον Αθανάσιο Γούδα οι αρχικοί Αρβανίτες οικιστές ήταν λείψανα των μαχητών του βυζαντινού Βασιλιά Γεωργιου Καστριωτη που κατέβηκαν στην Ήπειρο μετά τον θάνατο αυτού και την κατάλυση της ηγεμονίας του από τους Τούρκους, όπου κατά τον Περραιβό, (όπως άκουσε από γέροντες Σουλιώτες), τούτο συνέβη μεταξύ του 1500 και 1600. Οι Σουλιώτες ήταν δίγλωσσοι Έλληνες που μιλούσαν ελληνικά και αρβανίτικα ενώ έγραφαν μόνο στα ελληνικά. Ο Λάμπρος Κουτσονίκας θεωρεί τους Σουλιώτες γηγενείς απογόνους Ηπειρωτών Ελλήνων που μετανάστευσαν στα βουνά κατά τα αρχαία χρόνια, προκειμένου να διαφύγουν τις ρωμαϊκές δυνάμεις. Κατά την επικρατέστερη άποψη, σύμφωνα με τα παραπάνω οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στην απρόσιτη ορεινή αυτή περιοχή δημιούργησαν στη σειρά τέσσερα χωριά, το Σούλι, τη Σαμονίβα, την Κιάφα και το Αβαρίνο, σε απόσταση μισής ώρας δρόμο το ένα από το άλλο, και που όλα μαζί καλούνταν, εκ του αριθμού τους, «Τετραχώρι». Αργότερα, αυξανόμενου του πληθυσμού, δημιουργήθηκαν άλλα επτά νέα χωριά, τα: Τσεκούρι, Αλποχώρι, Παλιοχώρι, Γκονάλα, Περιχάτι, Βίλια και Κοντάντες, όπου όλα μαζί αυτά αποτελούσαν το «Εφταχώρι». Οι Σουλιώτες όλων των χωριών αυτών συσπειρώθηκαν και δημιούργησαν, την λεγόμενη από τους ερευνητές, «ομοσπονδία», ή «συμπολιτεία του Σουλίου» που συγκροτούσαν τα 11 Σουλιωτοχώρια.
Οι Σουλιώτες είχαν μια δική τους μορφή κοινωνικής οργάνωσης που βασιζόταν στην οικογενειοκρατία, τη λεγόμενη φάρα (= πατριά), που έφθαναν σε αριθμό περίπου τις 47, που αντιπροσώπευαν 150 οικογένειες. Οι αρχηγοί των "φαρών" συγκροτούσαν μια μορφή κυβέρνησης που λεγόταν «Κριτήριο της Πατρίδας» με κύριο καθήκον να κρίνει επί παντός και να αποφασίζει σχετικά, με αναμφίβολα και δικαστική εξουσία που βασιζόταν στο έθιμο. Ανώτατη εξουσία ασκούσε το «Γενικό Συνέδριο» στο οποίο λάμβαναν μέρος εκτός από τους αρχηγούς των οικογενειών και κάθε Σουλιώτης που είχε διακριθεί σε ανδραγαθία. Αυτό αποφάσιζε θέματα πολέμου, ειρήνης, συμμαχίας και οτιδήποτε αφορούσε τις εξωτερικές σχέσεις της «συμπολιτείας», της οποίας πρωτεύουσα ήταν το Σούλι όπου και γίνονταν οι συνελεύσεις των δύο παραπάνω οργάνων. Για τα ήθη και τα έθιμα των Σουλιωτών χαρακτηριστικές είναι οι πληροφορίες που άφησε ο Χριστόφορος Περραιβός στην ιστορική συγγραφή του, που άντλησε κατά την επιτόπια έρευνά του όταν στάλθηκε εκεί από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη για να τους μυήσει στο ξεσηκωμό του Γένους. Σημειώνει ο Περραιβός: «Κανένας από τους Σουλιώτες καμμίαν τέχνην ή πραγματείαν δεν μεταχειρίζεται, παρά όλη τους η γύμνασις από παιδιόθεν είναι εις τα άρματα. Με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται, με αυτά ξυπνούν». Την εποχή εκείνη τα Σουλιωτοχώρια συντηρούσαν περίπου 2.500 ένοπλους λιτοδίαιτους, σκληραγωγημένους και ολιγαρκείς, οι οποίοι και αποτελούσαν εγγύηση της ασφάλειας της περιοχής, έναντι των Τούρκων, ο δε συνολικός πληθυσμός υπολογίζεται πως έφθανε περί τους 10.000 έως 12.000. Γενικά οι Σουλιώτες επιδείκνυαν χαρακτηριστική τυφλή υπακοή και πειθαρχία στους αρχηγούς τους στην περίοδο των πολέμων τους. Θεωρούσαν την ελευθερία πολυτιμότερη της ζωής τους. Τα δε ήθη τους ήταν πολύ αυστηρά Σέβονταν τις γυναίκες τους, τιμούσαν τους διακρινόμενους σε μάχες, περιφρονούσαν τους δειλούς όπως και τις γυναίκες αυτών. Μία απλή υπόνοια για την ηθική μιας γυναίκας αρκούσε για να λιθοβολιθεί με απόφαση του αρχηγού της φάρας. Σε περίπτωση μοιχείας τη μοιχαλίδα την έβαζαν μέσα σε τσουβάλι (σάκκο) και την γκρέμιζαν σε φαράγγι του Αχέροντα. Οι Σουλιώτες διακρίνονταν για τις υποσχέσεις και συμφωνίες τους που θεωρούσαν ιερές (κοινώς: μπεσαλήδες), και θανάτωναν όσους παρέμβαιναν τις αρχές τους. Η αντεκδίκηση ή "γκιάκ" (αιματηρή βεντέτα) ήταν νόμος απαράβατος (ιερός). Γενικά όμως ήταν γενναίοι, ριψοκίνδυνοι, ευσταλείς, γρήγοροι, φιλελεύθεροι, αρκετές φορές μεγαλόψυχοι, φιλοπάτριδες. Άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία ήταν ότι δεν κουρεύονταν, φορούσαν και αυτοί φουστανέλα και στολίζονταν στο στήθος με «τσαπράζια». Τα δε ρούχα των γυναικών ήταν όλα κεντητά. Αγαπημένο μουσικό όργανο των Σουλιωτών ήταν ο ταμπουράς.
Δύο από τα τρία ιδρυτικά μέλη της Φιλικής εταιρείας που προετοίμασαν το έδαφος για την Επανάσταση ήταν από την Ήπειρο, ο Νικόλαος Σκουφάς και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ (από Άρτα και Ιωάννινα αντίστοιχα). Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 πολλές πόλεις και χωρία της περιοχής ύψωσαν την σημαία της επανάστασης και οι Ηπειρώτες συμμετείχαν ενεργά στις συγκρούσεις, εντός και εκτός Ηπείρου. Με το πέρας της Επανάστασης (1830), η Ήπειρος δεν περιήλθε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Όμως ιδιαίτερα έντονη υπήρξε η συμβολή των Ηπειρωτών ευεργετών στην ενίσχυση του κράτους, όπως του Γεωργίου Σταύρου, ιδρυτή και πρώτου διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Γεώργιος Αβέρωφ, ιδρυτή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνίου. Ο πρώτος πρωθυπουργός της Ελλάδας υπήρξε ο Ηπειρώτης Ιωάννης Κωλέττης, από το Συρράκο. Η Συνθήκη του Βερολίνου το 1881 έδωσε στην Ελλάδα την περιοχή της Άρτας και με τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 προσαρτήθηκε και η υπόλοιπη Ήπειρος.
Οι περιοχές Κορυτσάς και Αργυροκάστρου, δηλαδή η Βόρεια Ήπειρος, επιδικάστηκε στην Αλβανία μετά από ιδιαίτερη πίεση των Ιταλών διπλωματών.
Με την αποχώρηση του ελληνικού στρατού το 1914 από την Βόρεια Ήπειρο, οι Βορειοηπειρώτες συγκρότησαν δική τους αυτόνομη κυβέρνηση και στρατό, που αντιμετώπισε με επιτυχία τις επιθέσεις της αλβανικής χωροφυλακής και Αλβανών ατάκτων, μέχρι η Αλβανική κυβέρνηση να υπογράψει το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, με το οποίο αναγνώρισε την αυτονομία της περιοχής και τα πολιτικά, θρησκευτικά δικαιώματα των κατοίκων της.
Όταν ξέσπασε ο Παγκόσμιος Πόλεμος, ο ελληνικός στρατός εισήλθε ξανά στην βόρειο Ήπειρο, όμως λόγω του Εθνικού Διχασμού την κατέλαβαν το 1916 οι Ιταλοί. Η Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το 1919, επιδίκασε την περιοχή στην Ελλάδα, οι διπλωματικές μηχανορραφίες, της Ιταλίας, καθώς και ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919-1922, συντέλεσαν να προσαρτηθεί η Β. Ήπειρος στην Αλβανία το 1924. Η Ιταλία του Μουσολίνι κατέλαβε την Αλβανία το 1939 και στις 28 Οκτωβρίου 1940 κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα. Μετά όμως την νικηφόρο προέλαση του ελληνικού στρατού, η Β. Ήπειρος απελευθερώθηκε για 3η φορά. Ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος είχε μεγάλη σημασία και σε παγκόσμια κλίμακα καθώς ήταν η πρώτη νίκη επί του Άξονα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με την επίθεση όμως της Γερμανίας τον Απρίλιο του 1941 μέσω Γιουγκοσλαβίας, ακολούθησε συνθηκολόγηση της Ελλάδας. Η Ήπειρος στην περίοδο της κατοχής ανήκε στην ιταλική ζώνη κατοχής και αργότερα με την συνθηκολόγηση της Ιταλίας στους Συμμάχους (1943), ανήκε στην γερμανική ζώνη. Στα βουνά της Ηπείρου έγιναν σκληρές μάχες στον εμφύλιο πόλεμο, μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, ακόμη και πριν ολοκληρωθεί η αποχώρηση των Γερμανών από την περιοχή. Η Ήπειρος μεταπολεμικά υπήρξε από τις πιο παραμελημένες, οικονομικά, περιοχές της χώρας, με πολλούς Ηπειρώτες να φεύγουν για το εξωτερικό για μια καλύτερη τύχη. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες μεγάλη έξαρση έχει σημειώσει ο τουρισμός της περιοχής, ιδιαίτερα το καλοκαίρι στις παραθαλάσσιες περιοχές, αλλά ακόμη και τον χειμώνα στις ορεινές (ιδιαίτερα στο Ζαγόρι και το Μέτσοβο).
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ιστορία_της_Ηπείρου
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σουλιώτες
Οι Σουλιώτες είναι κάτοικοι της περιοχής του Σουλίου, (μιας ομοσπονδίας χωριών), που βρίσκεται στη νότια Ήπειρο στη βορειοδυτική Ελλάδα. Από το 1550 έως το 1803 έντεκα χωριά αποτελούσαν τη Σουλιώτικη Συμπολιτεία. Οι Σουλιώτες διακρίθηκαν κυρίως ως πολεμικός λαός κατά το 19ο αιώνα, αρχικά ως ανένταχτοι κατά του Αλή Πασά και στη συνέχεια για την σθεναρή αντίστασή τους εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Περί το 1600 μ.Χ., οι Σουλιώτες φέρονται να μετανάστευσαν από τις πεδιάδες της Θεσπρωτίας στα βουνά της Μούργκας, όπου μια συνομοσπονδία των γενών συγκρότησε ενιαίο μέτωπο έναντι των Οθωμανών. Κατά τον Αθανάσιο Γούδα οι αρχικοί Αρβανίτες οικιστές ήταν λείψανα των μαχητών του βυζαντινού Βασιλιά Γεωργιου Καστριωτη που κατέβηκαν στην Ήπειρο μετά τον θάνατο αυτού και την κατάλυση της ηγεμονίας του από τους Τούρκους, όπου κατά τον Περραιβό, (όπως άκουσε από γέροντες Σουλιώτες), τούτο συνέβη μεταξύ του 1500 και 1600. Οι Σουλιώτες ήταν δίγλωσσοι Έλληνες που μιλούσαν ελληνικά και αρβανίτικα ενώ έγραφαν μόνο στα ελληνικά. Ο Λάμπρος Κουτσονίκας θεωρεί τους Σουλιώτες γηγενείς απογόνους Ηπειρωτών Ελλήνων που μετανάστευσαν στα βουνά κατά τα αρχαία χρόνια, προκειμένου να διαφύγουν τις ρωμαϊκές δυνάμεις. Κατά την επικρατέστερη άποψη, σύμφωνα με τα παραπάνω οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στην απρόσιτη ορεινή αυτή περιοχή δημιούργησαν στη σειρά τέσσερα χωριά, το Σούλι, τη Σαμονίβα, την Κιάφα και το Αβαρίνο, σε απόσταση μισής ώρας δρόμο το ένα από το άλλο, και που όλα μαζί καλούνταν, εκ του αριθμού τους, «Τετραχώρι». Αργότερα, αυξανόμενου του πληθυσμού, δημιουργήθηκαν άλλα επτά νέα χωριά, τα: Τσεκούρι, Αλποχώρι, Παλιοχώρι, Γκονάλα, Περιχάτι, Βίλια και Κοντάντες, όπου όλα μαζί αυτά αποτελούσαν το «Εφταχώρι». Οι Σουλιώτες όλων των χωριών αυτών συσπειρώθηκαν και δημιούργησαν, την λεγόμενη από τους ερευνητές, «ομοσπονδία», ή «συμπολιτεία του Σουλίου» που συγκροτούσαν τα 11 Σουλιωτοχώρια.
Οι Σουλιώτες είχαν μια δική τους μορφή κοινωνικής οργάνωσης που βασιζόταν στην οικογενειοκρατία, τη λεγόμενη φάρα (= πατριά), που έφθαναν σε αριθμό περίπου τις 47, που αντιπροσώπευαν 150 οικογένειες. Οι αρχηγοί των "φαρών" συγκροτούσαν μια μορφή κυβέρνησης που λεγόταν «Κριτήριο της Πατρίδας» με κύριο καθήκον να κρίνει επί παντός και να αποφασίζει σχετικά, με αναμφίβολα και δικαστική εξουσία που βασιζόταν στο έθιμο. Ανώτατη εξουσία ασκούσε το «Γενικό Συνέδριο» στο οποίο λάμβαναν μέρος εκτός από τους αρχηγούς των οικογενειών και κάθε Σουλιώτης που είχε διακριθεί σε ανδραγαθία. Αυτό αποφάσιζε θέματα πολέμου, ειρήνης, συμμαχίας και οτιδήποτε αφορούσε τις εξωτερικές σχέσεις της «συμπολιτείας», της οποίας πρωτεύουσα ήταν το Σούλι όπου και γίνονταν οι συνελεύσεις των δύο παραπάνω οργάνων. Για τα ήθη και τα έθιμα των Σουλιωτών χαρακτηριστικές είναι οι πληροφορίες που άφησε ο Χριστόφορος Περραιβός στην ιστορική συγγραφή του, που άντλησε κατά την επιτόπια έρευνά του όταν στάλθηκε εκεί από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη για να τους μυήσει στο ξεσηκωμό του Γένους. Σημειώνει ο Περραιβός: «Κανένας από τους Σουλιώτες καμμίαν τέχνην ή πραγματείαν δεν μεταχειρίζεται, παρά όλη τους η γύμνασις από παιδιόθεν είναι εις τα άρματα. Με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται, με αυτά ξυπνούν». Την εποχή εκείνη τα Σουλιωτοχώρια συντηρούσαν περίπου 2.500 ένοπλους λιτοδίαιτους, σκληραγωγημένους και ολιγαρκείς, οι οποίοι και αποτελούσαν εγγύηση της ασφάλειας της περιοχής, έναντι των Τούρκων, ο δε συνολικός πληθυσμός υπολογίζεται πως έφθανε περί τους 10.000 έως 12.000. Γενικά οι Σουλιώτες επιδείκνυαν χαρακτηριστική τυφλή υπακοή και πειθαρχία στους αρχηγούς τους στην περίοδο των πολέμων τους. Θεωρούσαν την ελευθερία πολυτιμότερη της ζωής τους. Τα δε ήθη τους ήταν πολύ αυστηρά Σέβονταν τις γυναίκες τους, τιμούσαν τους διακρινόμενους σε μάχες, περιφρονούσαν τους δειλούς όπως και τις γυναίκες αυτών. Μία απλή υπόνοια για την ηθική μιας γυναίκας αρκούσε για να λιθοβολιθεί με απόφαση του αρχηγού της φάρας. Σε περίπτωση μοιχείας τη μοιχαλίδα την έβαζαν μέσα σε τσουβάλι (σάκκο) και την γκρέμιζαν σε φαράγγι του Αχέροντα. Οι Σουλιώτες διακρίνονταν για τις υποσχέσεις και συμφωνίες τους που θεωρούσαν ιερές (κοινώς: μπεσαλήδες), και θανάτωναν όσους παρέμβαιναν τις αρχές τους. Η αντεκδίκηση ή "γκιάκ" (αιματηρή βεντέτα) ήταν νόμος απαράβατος (ιερός). Γενικά όμως ήταν γενναίοι, ριψοκίνδυνοι, ευσταλείς, γρήγοροι, φιλελεύθεροι, αρκετές φορές μεγαλόψυχοι, φιλοπάτριδες. Άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία ήταν ότι δεν κουρεύονταν, φορούσαν και αυτοί φουστανέλα και στολίζονταν στο στήθος με «τσαπράζια». Τα δε ρούχα των γυναικών ήταν όλα κεντητά. Αγαπημένο μουσικό όργανο των Σουλιωτών ήταν ο ταμπουράς.
Δύο από τα τρία ιδρυτικά μέλη της Φιλικής εταιρείας που προετοίμασαν το έδαφος για την Επανάσταση ήταν από την Ήπειρο, ο Νικόλαος Σκουφάς και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ (από Άρτα και Ιωάννινα αντίστοιχα). Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 πολλές πόλεις και χωρία της περιοχής ύψωσαν την σημαία της επανάστασης και οι Ηπειρώτες συμμετείχαν ενεργά στις συγκρούσεις, εντός και εκτός Ηπείρου. Με το πέρας της Επανάστασης (1830), η Ήπειρος δεν περιήλθε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Όμως ιδιαίτερα έντονη υπήρξε η συμβολή των Ηπειρωτών ευεργετών στην ενίσχυση του κράτους, όπως του Γεωργίου Σταύρου, ιδρυτή και πρώτου διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, Γεώργιος Αβέρωφ, ιδρυτή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνίου. Ο πρώτος πρωθυπουργός της Ελλάδας υπήρξε ο Ηπειρώτης Ιωάννης Κωλέττης, από το Συρράκο. Η Συνθήκη του Βερολίνου το 1881 έδωσε στην Ελλάδα την περιοχή της Άρτας και με τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 προσαρτήθηκε και η υπόλοιπη Ήπειρος.
Οι περιοχές Κορυτσάς και Αργυροκάστρου, δηλαδή η Βόρεια Ήπειρος, επιδικάστηκε στην Αλβανία μετά από ιδιαίτερη πίεση των Ιταλών διπλωματών.
Με την αποχώρηση του ελληνικού στρατού το 1914 από την Βόρεια Ήπειρο, οι Βορειοηπειρώτες συγκρότησαν δική τους αυτόνομη κυβέρνηση και στρατό, που αντιμετώπισε με επιτυχία τις επιθέσεις της αλβανικής χωροφυλακής και Αλβανών ατάκτων, μέχρι η Αλβανική κυβέρνηση να υπογράψει το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, με το οποίο αναγνώρισε την αυτονομία της περιοχής και τα πολιτικά, θρησκευτικά δικαιώματα των κατοίκων της.
Όταν ξέσπασε ο Παγκόσμιος Πόλεμος, ο ελληνικός στρατός εισήλθε ξανά στην βόρειο Ήπειρο, όμως λόγω του Εθνικού Διχασμού την κατέλαβαν το 1916 οι Ιταλοί. Η Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το 1919, επιδίκασε την περιοχή στην Ελλάδα, οι διπλωματικές μηχανορραφίες, της Ιταλίας, καθώς και ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919-1922, συντέλεσαν να προσαρτηθεί η Β. Ήπειρος στην Αλβανία το 1924. Η Ιταλία του Μουσολίνι κατέλαβε την Αλβανία το 1939 και στις 28 Οκτωβρίου 1940 κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα. Μετά όμως την νικηφόρο προέλαση του ελληνικού στρατού, η Β. Ήπειρος απελευθερώθηκε για 3η φορά. Ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος είχε μεγάλη σημασία και σε παγκόσμια κλίμακα καθώς ήταν η πρώτη νίκη επί του Άξονα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με την επίθεση όμως της Γερμανίας τον Απρίλιο του 1941 μέσω Γιουγκοσλαβίας, ακολούθησε συνθηκολόγηση της Ελλάδας. Η Ήπειρος στην περίοδο της κατοχής ανήκε στην ιταλική ζώνη κατοχής και αργότερα με την συνθηκολόγηση της Ιταλίας στους Συμμάχους (1943), ανήκε στην γερμανική ζώνη. Στα βουνά της Ηπείρου έγιναν σκληρές μάχες στον εμφύλιο πόλεμο, μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, ακόμη και πριν ολοκληρωθεί η αποχώρηση των Γερμανών από την περιοχή. Η Ήπειρος μεταπολεμικά υπήρξε από τις πιο παραμελημένες, οικονομικά, περιοχές της χώρας, με πολλούς Ηπειρώτες να φεύγουν για το εξωτερικό για μια καλύτερη τύχη. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες μεγάλη έξαρση έχει σημειώσει ο τουρισμός της περιοχής, ιδιαίτερα το καλοκαίρι στις παραθαλάσσιες περιοχές, αλλά ακόμη και τον χειμώνα στις ορεινές (ιδιαίτερα στο Ζαγόρι και το Μέτσοβο).
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ιστορία_της_Ηπείρου
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σουλιώτες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου