Εταιρεία των Ναβαρραίων ονομαζόταν μια στρατιωτική μισθοφορική ομάδα οποία έδρασε τον 14ο αιώνα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, αλλά κυρίως στον ελλαδικό χώρο, που εκείνη την εποχή βρισκόταν κάτω από την κυριαρχία των κρατιδίων που είχαν ιδρύσει οι Σταυροφόροι στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα. Την αποτελούσαν κυρίως στρατιώτες από τη Ναβάρρα (της Ισπανίας), την Γασκώνη (της Γαλλίας) και την Καταλωνία, ενώ συμμετείχαν και Σικελοί. Οι ίδιοι αυτοαποκαλούνταν επισήμως «Σύνδεσμος του πανευτυχούς στρατεύματος των Φράγκων των ευρισκομένων στη Ρωμανία» (Universitas fœlicis Francorum exercitus in partibus Romaniae existentibus), ενώ η τρέχουσα ονομασία τους ήταν Societas Francorum, ή Magna Societas, ή απλούστερα Compagna. Η ομάδα αυτή των Ναβαρραίων συστήθηκε κατά τον πόλεμο του Καρόλου Β΄ της Ναβάρρας με τον Κάρολο Ε΄ της Γαλλίας. Πολέμησαν αποτελεσματικά στο πλευρό του Καρόλου Β΄ της Ναβάρρας μέχρι το 1366, οπότε έληξε ο πόλεμος. Οι Εταιρεία των Ναβαρραίων δεν διαλύθηκαν με το τέλος του πολέμου, αλλά τέθηκαν στις διαταγές του νεότερου αδελφού του Καρόλου Β΄ της Ναβάρρας, Λουδοβίκου. Αυτός είχε παντρευτεί την Ιωάννα, δούκισσα του Δυρραχίου, η οποία είχε κληρονομήσει τον τίτλο του Δυρραχίου από τον πατέρα της Κάρολο του Δυρραχίου (αν και το δουκάτο είχε καταλυθεί από Αρβανίτες, μετατρέποντάς την σε τιτουλάρια δούκισσα του Δυρραχίου) και ο σύζυγός της Λουδοβίκος σκόπευε να κατακτήσει το δουκάτο του Δυρραχίου με τη βοήθεια των Ναβαρραίων. Ο Λουδοβίκος προετοίμασε την εκστρατεία εναντίον του Δυρραχίου από το 1372 μέχρι το 1375, με περισσότερους στρατιώτες από τη Ναβάρρα και το 1376 κατέλαβε το Δυρράχιο και λίγο αργότερα πέθανε. Στις αρχές του 1377 οι Ναβαρραιοι τέθηκαν στις διαταγές του Πέτρου Δ΄ της Αραγωνίας, σχηματίζοντας τέσσερα σώματα, τα οποία διοικούσαν οι εξής: ο Γασκώνος Μαχιό ντε Κοκερέλ (Mahiot de Coquerel), ο Πέδρο ντε λα Σάγα (Pedro de la Saga), ο Ναβαρρέζος Χουάν ντε Ουρτούμπια (Juan de Urtubia) και ο Γκουάρρο (Guarro). Την άνοιξη ή το καλοκαίρι του 1378 οι Εταιρεία των Ναβαρραίων κατευθύνθηκαν στο Μοριά, και μπήκαν στην υπηρεσία του Γκωσέ ντε λα Μπαστίντ (Gaucher de La Bastide), ιππότη του τάγματος του Αγίου Ιωάννη, προκαθήμενου της Τουλούζης και αξιωματούχου του Πριγκιπάτου της Αχαΐας καθώς και πιθανώς άλλων. Ο Γκωσέ προσέλαβε τον Μαχιό και τους υπόλοιπους Ναβαρραίους για οκτώ μήνες κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του Μεγάλου Μαγίστρου Χουάν Φερνάντεθ ντε Ερέδια (Juan Fernández de Heredia). Στο μεταξύ ο Χουάν ντε Ουρτούμπια βρισκόταν στην Κόρινθο με πάνω από 100 στρατιώτες.
Ο Ιάκωβος ντε Μπω, διεκδικητής του πριγκιπάτου της Αχαΐας και τιτουλάριος Λατίνος Αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, ανιψιός του Φίλιππου Β΄ του Τάραντα, προσέλαβε τους Ναβαρραίους για να μπορέσει να πάρει την εξουσία από την Ιωάννα Α΄ της Νάπολης, εξαδέλφη του Φίλιππου Β΄ της Νάπολης στην οποία αυτός είχε κληροδοτήσει το πριγκιπάτο από το 1373. Σώμα Ναβαρραίων κάτω από τις διαταγές του Μαχιό ντε Κοκερέλ κατέλαβε την Κέρκυρα, και στη συνέχεια στράφηκε εναντίον της Καταλανικής Εταιρείας, η οποία κατείχε εδάφη στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και δεν αναγνώριζε την κυριαρχία του Ιακώβου ντε Μπω. Οι Εταιρεία των Ναβαρραίων κατέλαβαν τα Σάλωνα, τη Βοιωτία και την Αίγινα. Το 1379 ο Χουάν ντε Ουρτούμπια επιτέθηκε στη Βοιωτία και κατέλαβε τη Θήβα. Ο Λατίνος αρχιεπίισκοπος της Θήβας Σίμων Ατουμάνο (Simon Atumano) κατηγορήθηκε ότι βοήθησε τους Ναβαρραίους. Στη συνέχεια όμως οι Καταλανοί συνασπίστηκαν με τους Βενετούς και με τη βοήθεια του βασιλιά της Αραγωνίας υποχρέωσαν τους Ναβαρραίους να εγκαταλείψουν τη Στερεά Ελλάδα και να κατευθυνθούν στην Πελοπόννησο. Το 1381 στράφηκαν λοιπόν προς την Πελοπόννησο και σχεδόν χωρίς αντίσταση έγιναν κυρίαρχοι του πριγκιπάτου της Αχαΐας. Ο Ιάκωβος ντε Μπω όρισε τον αρχηγό τους τον Μαχιό ντε Κοκερέλ , βάιλο στο πριγκιπάτο της Αχαΐας. Σταδιακά οι Εταιρεία των Ναβαρραίων απέκτησαν τον έλεγχο όλης της Πελοποννήσου. Με το θάνατο του Ιάκωβου ντε Μπω το 1383, οι Εταιρεία των Ναβαρραίων είχαν ουσιαστικά το πριγκιπάτο και μάλιστα δεν αναγνώριζαν τον κληρονόμο του Ιάκωβου, Κάρολο Γ΄ της Νάπολης, επειδή αυτός δεν τους παρείχε τις αποδείξεις που του ζητούσαν. Το 1386, όταν πέθανε ο Μαχιό, ανέλαβε το πριγκιπάτο ως βάιλος ο άλλος αρχηγός των Ναβαρραίων Πέτρος Μπόρντο του Σαν Σουπεράνο. Εκπροσωπώντας τους βαρόνους του πριγκιπάτου, ο Σαν Σουπεράνο σύναψε τη συνθήκη της 26ης Ιουλίου του 1387 με τη Δημοκρατία της Βενετίας. Μετά το θάνατο το Σαν Σουπεράνο το 1402 τυπικά ανέλαβε την εξουσία η χήρα του Μαρία Β΄ Ζαχαρία, ουσιαστικά όμως την εξουσία είχε ο ανιψιός της Κεντυρίων Β΄ Ζαχαρίας, ο οποίος αναγνωρίστηκε το 1404 και επίσημα ως ηγεμόνας του πριγκιπάτου. Σταδιακά, από το 1419 και μετά απώλεσε την εξουσία του πριγκιπάτου, το οποίο κατέλαβαν οι Βυζαντινοί. Αρχικά ο Κεντυρίων παρέμεινε στη Χαλανδρίτσα και τελικά έμεινε στην βαρονία της Αρκαδιάς μέχρι τον θάνατο του το 1432, που πέρασε και αυτή στον Θωμά Παλαιολόγο.
Οι Ατσαγιόλι ή Ατζαγιόλι (Acciaiuoli) ήταν μια από τις διασημότερες οικογένειες της Φλωρεντίας. Ανέπτυξε δραστηριότητες σε πολλές περιοχές της Ευρώπης και μάλιστα ένας κλάδος της βασίλεψε στο Δουκάτο των Αθηνών από το 1385 έως το 1458. Το αρχαιότερο γνωστό μέλος των Ατσαγιόλι ήταν ο Γκουγιαρέλλο (Gugliarello), ένας Γουέλφος από την Brescia, ο οποίος γύρω στα 1160 κατέφυγε στην Φλωρεντία για να γλυτώσει από τους πολιτικούς του αντιπάλους (Γιβελλίνους), εκεί αφιερώθηκε στο εμπόριο ατσαλιού (acciaio) από όπου και πήρε το επώνυμο Acciaiolo και εγγράφηκε στη συντεχνία των εμπορικών τεχνών (Arte del Cambio). Στα 1282 οι απόγονοί του ίδρυσαν την εμπορική εταιρεία, η οποία θα γίνει η βάση της οικογενειακής περιουσίας. Σταδιακά θα ιδρύσουν υποκαταστήματα σ' ολόκληρη την Ευρώπη και θα αναμειχθούν και σε τραπεζικέ δραστηριότητες. Τον 13ο αι. έφτασαν στο απόγειο της ακμής τους, έχοντας γίνει οι βασικοί τραπεζίτες του βασιλικού οίκου της Νάπολης (Anjou), της Αγίας Έδρας και ιπποτικών ταγμάτων. Ενεπλάκησαν στις συγκρούσεις μεταξύ Γουέλφων και Γιβελλίνων, χρηματοδωτώντας του πρώτους και το 1345, μετά από μια σειρά επιτυχίες των Γιβελλίνων έφτασαν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, με αποτέλεσμα τη διάλυση της τράπεζας τους (Compagna di Ser Leone degli Acciaioli e de' suoi consorti). Την ίδια περίοδο στη Φλωρεντία ξέσπασε γενικευμένη οικονομική κρίση, η οποία αποδόθηκε στη δεσποτική διακυβέρνηση του Gauthier VI de Brienne, ο οποίος και εκδιώχθηκε από την πόλη, τότε την κυβέρνηση ανέλαβε ο επίσκοπος Angiolo Acciaioli. Από τότε πολλά μέλη της οικογένειας ενεπλάκησαν στη διακυβέρνηση της Φλωρεντίας, αναλαμβάνοντας διάφορα αξιώματα. Συνδέθηκαν με τους οίκους των Αλμπίτσι και των Μεδίκων, μάλιστα ο οίκος των δουκών της Φλωρεντίας-Τοσκάνης προέρχεται από την ένωση της Laudomia Acciaioli με τον Pierfrancesco de' Medici. Στην Ιταλία ο τελευταίος του οίκου ήταν ο Νικόλαος, που πέθανε το 1834 στη Βενετία. Στις αρχές του 16ου αι. εγκαταστάθηκε στη Μαδέρα ο Σίμων Ατσαγιόλι, για να εκπροσωπήσει τις εκεί εμπορικές δραστηριότητες της οικογένειας. Οι απόγονοι αυτοί του τελευταίου φτάνουν μέχρι τις μέρες μας. Το 1348 ο Νικολό Ατσαγιόλι ανακηρύχθηκε Μέγας Σενεσάλος του Βασιλείου. Ανέλαβε την ανασυγκρότηση των κληρονομικών κτήσεων των Ανζού στην Ελλάδα (Πριγκιπάτο της Αχαΐας) και απέκτησε ως ανταμοιβή τη Καστελανία της Κορίνθου. Αργότερα κάλεσε από τη Φλωρεντία τον ανιψιό του Νέριο, στον οποίο σταδιακά περιήλθαν οι κτήσεις της οικογένειας στην Ελλάδα. Με βάση τις κτήσεις αυτές ο Νέριο μπόρεσε μέχρι το 1388 να κατακτήσει τα εδάφη της Καταλανικής Εταιρείας και παράλληλα συμμάχησε με τους τιτουλάριος πρίγκιπες της Αχαΐας κατά των Ναβαρέζων. Το 1394 , λίγο πριν πεθάνει οι βασιλείς της Νάπολης του απένειμαν τον τίτλο του Δούκα των Αθηνών. Απόγονοί του συνδέθηκαν με τους οίκους των Τόκκων και των Παλαιολόγων, ενώ από το νόθο γιο του με τη Μαρία Ρέντη Αντώνιο προέρχονται οι μετέπειτα δούκες των Αθηνών, μέχρι την τουρκική κατάκτηση. Η ιστορία τους είναι γεμάτη ίντριγκες, δολοφονίες, προδοσίες και απιστίες. Την περιγράφει γλαφυρά ο Νίκος Τσιφόρος στην «Φραγκοκρατία» του.
Ο Νέριο Α΄ Ατσαγιόλι ( ; - Αθήνα 1394), ήταν Φλωρεντινός τραπεζίτης κι έμπορος που κατάφερε κι έγινε αρχικά βαρώνος της Βοστίτσας (1363-1391), αυθέντης της Κορίνθου και Δούκας των Αθηνών (1388-1394), γενάρχης της οικογένειας Ατσαγιόλι, δουκών της Αθήνας. Γεννήθηκε στη Φλωρεντία κι ήταν γιος του Τζάκοπο Ατσαγιόλι και της Μπαρτολομμέα Ρικασόλι. Αδελφοί του ήταν ο Άγγελος, ο Δονάτος Ατσαγιόλι και ο Τζιοβάνι Ατσαγιόλι. Ήταν ανηψιός του Νικολό Ατσαγιόλι που χρημάτισε βάιλος του Πριγκιπάτου της Αχαΐας όπου κατείχε πολλά φέουδα και κάστρα, τα οποία άφησε κληρονομιά στον γιο του Άγγελο, που έφερε το 1371 τον Νέριο στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Τον Οκτώβριο του 1373 πήρε μέρος στη συνέλευση των Φράγκων στη Θήβα, το 1374 κατέλαβε τα Μέγαρα και ξεκίνησε πόλεμο με τους Καταλανούς του Δουκάτου των Αθηνών. Τέλος, κατάφερε να τους εκδιώξει και ανακηρύχθηκε ο ίδιος Δούκας των Αθηνών το 1384, επίσημα το 1385, έμεινε μέχρι τον θάνατο του το 1394. Παράλληλα απέκτησε και τον τίλο του «Αυθέντη της Κορίνθου». Το 1388 ολοκλήρωσε την κατάκτηση του Δουκάτου με την κατάληψη της Ακρόπολης.
Ο Αντώνιος Α΄ Ατσαγιόλι, ήταν Φλωρεντινής καταγωγής και Δούκας των Αθηνών. Ήταν νόθος γιος του Νέριο Α΄ Ατσαγιόλι που μετά τον θάνατό του κατέλαβε τον θρόνο του δουκάτου, αν και δεν ήταν ο νόμιμος διάδοχος. Υπάρχουν δύο εκδοχές για την άνοδό του στην θέση του δούκα. Η πρώτη αναφέρει ότι δυσαρεστημένος από την διαθήκη του πατέρα του και από αυτά που του άφηνε και φοβούμενος ότι οι Βενετοί θα επενέβαιναν στη διαθήκη και θα τα έχανε όλα, μάζεψε στρατό και κατέλαβε το δουκάτο. Άλλη εκδοχή αναφέρει ότι με την βοήθεια του γαμβρού του Καρόλου Α' Τόκκου απέκρουσε εισβολή των Βενετών και τους νίκησε σε μάχη που έγινε στην Θήβα. Έπειτα ο Αντώνιος Α' κατέλαβε την Αθήνα μετά από πολυήμερη πολιορκία της Ακροπόλεώς της. Ο νέος δούκας μόλις ανέλαβε την εξουσία, κάλεσε μέλη της οικογένειας Ατσαγιόλι από την Φλωρεντία να εγκατασταθούν στο Δουκάτο, παραχωρώντας τους γαίες. Ο Αντώνιος Α' έστησε στον Πειραιά σε βάθρα τους γνωστούς λέοντες, που από αυτούς ο Πειραιάς ονομαζόταν μετέπειτα "Πόρτο Λεόνε". Πέθανε το 1436 από αποπληξία στον ύπνο του. Ήταν νυμφευμένος με τη Μαρία Μελισσηνή, αλλά δεν απέκτησαν παιδιά· έτσι υιοθέτησε δύο κορίτσια: τη μία την πάντρεψε με ευγενή της Εύβοιας και την άλλη με τον αυθέντη της Αίγινας. Από τη γυναίκα του πήρε προίκα πολλά φέουδα στην Μεσσηνία και τη Λακωνία. Τον διαδέχθηκε ο ανιψιός του Νέριο Β΄ Ατσαγιόλι ως δούκας των Αθηνών.
Ο Νέριο Β΄ Ατσαγιόλι (1416-1451) ήταν δούκας των Αθηνών, σε δύο ξεχωριστές περιπτώσεις το 1435-1439 και ξανά το 1441-1451. Καταγόταν από την οικογένεια Ατσαγιόλι από την Φλωρεντία · ήταν γιος του Φραγκίσκο Ατσαγιόλι, που ήταν κύριος ενός φέουδου σταο Συκάμινο Αττικής και της Μαργαρίτας Malpigli. Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες και την ελληνική γλώσσα· ο ίδιος μάλιστα μιλούσε ελληνικά και στόλισε την πόλη της Αθήνας με σπουδαία μνημεία. Ήρθε στην Ελλάδα το 1419 μετά τον θάνατο του πατέρα του, όταν ήταν μόλις τριών ετών. Ονομάστηκε διάδοχος του θείου του Αντώνιου Α΄, αλλά μετά τον θάνατο του θείου του το 1435, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την χήρα του Μαρία Μελισσηνή και τον Χαλκοκονδύλη που διεκδικούσαν το δουκάτο. Με την υποστήριξη του Οθωμανού Σουλτάνου Μουράτ Β΄ ανέβηκε στο θρόνο του δουκάτου, αλλά συνέχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα διαδοχής, αυτή την φορά από τον αδελφό του Αντώνιο Β΄ που κατέλαβε το δουκάτο το 1439: ο Νέριο Β' διατηρούσε φέουδο στην περιοχή της Τοσκάνης και αναγκάστηκε να μεταβεί εκεί να λύσει κάποια προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί, έτσι άφησε επίτροπο τον αδελφό του Αντόνιο Β', όπου σφετερίστηκε τη εξουσία. Ο Νέριο επέστρεψε στο δουκάτο και ανακατέλαβε την εξουσία το 1441 μετά από παραμονή τριών ετών στη Φλωρεντία. Το 1444 κήρυξε πόλεμο στους Οθωμανούς, συμμαχώντας με τους Βυζαντινούς, αλλά στην πορεία άλλαξε στρατόπεδο, συμμαχώντας με τους Οθωμανούς. Έχασε στη συνέχεια την Θήβα και αναγκάστηκε να πληρώσει φόρο υποτέλειας στους Βυζαντινούς. Το 1446 με την βοήθεια του Μουράτ Β΄ ανακατέλαβε την Θήβα. Μετά το θάνατό του τον διαδέχτηκε ο νεαρός γιος του Φραγκίσκος Α΄ υπό την αντιβασιλεία της χήρας του Κιάρα Ζόρζι.
Ο Αντώνιος Β΄ Ατσαγιόλι ήταν δούκας των Αθηνών την περίοδο 1439-1445. Καταγόταν από την οικογένεια Ατσαγιόλι της Φλωρεντίας, ήταν γιος του Φραγκίσκο Ατσαγιόλι, κύριου φέουδου στο Συκάμινο Αττικής και της Μαργαρίτας Malpigli, αδελφός του Νέριο Β΄. Μεγάλωσε στη Φλωρεντία μέχρι το 1413 όταν ο θείος του Αντώνιος Α΄ τον κάλεσε μαζί με τον αδελφό του Νέριο στην Ελλάδα για να ζήσουν στην αυλή του. Όταν ο Αντώνιος πέθανε τον Ιανουάριο του 1435 άφησε στη διαθήκη του το δουκάτο στον Νέριο υπό την κηδεμονία της η χήρα του Μαρίας. Ωστόσο το 1439 ο αδελφός του Νέριο Β΄ μετέβη στα φέουδα του στην Τοσκάνη άφησε επίτροπο στο δουκάτο τον Αντώνιο όπου βρήκε την ευκαιρία και σφετερίστηκε τον Θρόνο. Πέθανε το 1445 και το δουκάτο πέρασε ξανά στον αδελφό του Νέριο Β΄, γιος του οποίου ήταν ο τελευταίος δούκας Φραγκίσκος Β΄.
Ο Φραγκίσκος Β΄ Ατσαγιόλι (; - Αθήνα 1460), γνωστός και ως Φράνκο, ήταν ο τελευταίος Δούκας των Αθηνών από το 1455 έως το 1558. Ήταν γιος του Αντώνιου Β΄ Ατσαγιόλι και καταγόταν από την οικογένεια Ατσαγιόλι εμπόρων της Φλωρεντίας. Ανέλαβε δούκας το 1455 μετά από επέμβαση του Οθωμανού σουλτάνου Μουράτ Β΄, που στην ουσία τον επέβαλε στον θρόνο. Στις τελευταίες πράξεις του δράματος, κάποια Κιάρα δε δίστασε να δολοφονήσει τα ανήλικα παιδιά της προκειμένου να κάνει δώρο το δουκάτο στον Λατίνο εραστή της, που μόλις είχε απαλλαγεί από τη γυναίκα του, δηλητηριάζοντάς την. Ο Φραγκίσκος Β' συνέλαβε τη θεία του και προηγούμενη δούκισσα Κιάρα Ζόρζι στα Μέγαρα και την δολοφόνησε. Το πράγμα παράγινε και κάποιοι Αθηναίοι πρόκριτοι έστειλαν πρεσβεία στον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή, που από το 1453 είχε κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη. Του ζήτησαν να βάλει κάποια τάξη στην όλη κατάσταση. Η πράξη του αυτή ανάγκασε τον σουλτάνο Μωάμεθ Β' να επέμβει πάλι, στέλνοντας στρατό να καταλάβει το Δουκάτο. Ο Μωάμεθ γνώριζε τους Ατζαγιόλι κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Κυρίως από την ανάποδη, καθώς ο γιος του πεθαμένου τότε δούκα Αντώνιου, ο γλυκός Φραγκίσκος, ήταν αυτός που ομόρφαινε τις νύχτες του Κατακτητή. Δε δυσκολεύτηκε να επιβάλει τον άλλοτε ερωμένο του νέο δούκα της Αθήνας με το όνομα Φραγκίσκος Β’. Ο Φραγκίσκος Α', μετά από δύο χρόνια πολιορκίας κατά την οποία ήταν κλεισμένος στην Ακρόπολη, παραδόθηκε. Ο Μουράτ Β' κατέλυσε το δουκάτο και έδωσε στον Φραγκίσκο Β τη Βαρωνία της Θήβας, με τον όρο να είναι υποτελής του. Πανηγύριζαν οι Αθηναίοι το 1455, καθώς υποδέχονταν τον νέο δούκα τους. Το δουκάτο αποκτούσε ηγεμόνες τον Φραγκίσκο Β’ και την πανέμορφη γυναίκα του Ασανίνα, την χιλιοτραγουδισμένη Μουχλιώτισσα. Πανέμορφα ήταν και τα δυο παιδάκια τους, ο Ματθαίος και ο Ιάκωβος, αλλά για τους Αθηναίους η ύπαρξή τους πιστοποιούσε ότι ο νέος δούκας, παρά τις φήμες, δεν είχε απεμπολήσει την ανδρική του φύση. Η Αθήνα άλλωστε, τελούσε κάτω από την επικυριαρχία του εκάστοτε σουλτάνου από το 1416, επί εποχής Μωάμεθ Α’, πριν ακόμα να πέσει η Πόλη. Φυσικό ήταν να θέλει ο Μωάμεθ Β’ να έχει εκεί ηγεμόνα κάποιον έμπιστό του. Αν αυτός υπήρξε και ερωμένος του, δικό τους πρόβλημα. Ολόκληρος ο κόσμος, όμως, γκρεμιζόταν γύρω τους. Μικρές εστίες έμεναν στα Βαλκάνια αλώβητες από την οθωμανική επιβουλή. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν και ο Μιστράς, όπου οι τελευταίοι Παλαιολόγοι συμπεριφέρονταν απερίσκεπτα. Και το δουκάτο της Αθήνας βρισκόταν πάνω στον φυσικό δρόμο που οδηγούσε στον Μιστρά, από τη Θεσσαλία, όπου στάθμευαν τα στρατεύματα του Ομάρ, γιου του Τουραχάν που το 1446 είχε επίσης εισβάλει στον Μοριά.
Ο Μωάμεθ ο Πορθητής δεν είχε κανένα πρόβλημα να πάρει την Αθήνα, όπου η ευφορία κράτησε λιγότερο από έναν χρόνο. Οι ορδές του Ομάρ μπήκαν στην Αττική στις 4 Ιουνίου του 1456: Γκρέμισαν, έκαψαν, έσφαξαν, βίασαν. Οι Τούρκοι άλλωστε ήρθαν οργανωμένοι. Κουβαλούσαν μαζί τους σάκους για τα λάφυρα, σχοινιά για να δένουν τις παρθένες και τα μικρά αγόρια και παλούκια για τον αργό θάνατο, όποιου αντιστεκόταν και συλλαμβανόταν ζωντανός. Ο Φραγκίσκος Β’ με την Ασανίνα, τα παιδιά τους και τη φρουρά του, οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη. Οι Τούρκοι ασχολήθηκαν μαζί τους, όταν σίγασε το όργιο της λεηλασίας. Όλοι οι Αθηναίοι που έμεναν στα Σεπόλια, πουλήθηκαν δούλοι στην Ασία. Φανατικοί μωαμεθανοί δολοφονούσαν όποιον ιερωμένο, ορθόδοξο ή καθολικό, έβρισκαν μπροστά τους. Ο μητροπολίτης Ισίδωρος διέφυγε στην Τήνο. Ο ηγούμενος της Καισαριανής τα βρήκε με τους εισβολείς. Λεγόταν Καισάριος κι έδωσε το όνομά του στο μοναστήρι και την γύρω περιοχή, ισχυρίζεται ο Αθηναίος ιστορικός Διονύσιος Σουρμελής, αν και η μονή είχε πίσω της τουλάχιστον δυο αιώνων ιστορία. Παρακολουθούσε τους Τούρκους να πολιορκούν την Ακρόπολη και τον Φραγκίσκο να αμύνεται σθεναρά επί δυο ολόκληρα χρόνια. Ήταν το 1458 κι ο Ομάρ βιαζόταν να τελειώνει με την Αθήνα, καθώς όχι ο σουλτάνος που βρισκόταν στην Πελοπόννησο σκόπευε να επισκεφτεί την πόλη. Δε γινόταν να τον υποδεχτεί με τους Φράγκους του Ατζαγιόλι στον Ιερό Βράχο. Ο ηγούμενος της Καισαριανής ανέλαβε τη διαμεσολάβηση. Τα κλειδιά του φρουρίου της Ακρόπολης προσφέρθηκαν στον Ομάρ από τον ίδιο τον ηγούμενο μέσα σ’ ένα χρυσό δίσκο. Ο Φραγκίσκος, η Ασανίνα, τα παιδιά τους κι η φρουρά τους έφυγαν ανενόχλητοι στη Θήβα. Όταν ο Μωάμεθ Β’ επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα, όχι μόνο τη βρήκε ολόκληρη οθωμανική κτήση αλλ’ είχε και την ευχαρίστηση να δεχτεί από τον ηγούμενο τα κλειδιά της πόλης. Με χαρά επικύρωσε τα προνόμια και την απαλλαγή του μοναστηριού από τους φόρους, όπως ο Ομάρ είχε υποσχεθεί στον ηγούμενο. Δεν είχαν καλά καλά προλάβει να βολευτούν στη Θήβα ο δούκας και η δούκισσα, όταν έφτασε στην Αθήνα ο Μωάμεθ, θυμωμένος ακόμα από την καθυστέρηση στην οποία τον είχε υποχρεώσει με την άμυνά του ο Ατζαγιόλι. Έστειλε στην Θήβα τον Ζαγανό πασά. Κάλεσε αυτός τον Φραγκίσκο στη σκηνή του. Οι ιστορικοί λένε ότι οι δυο τους έμειναν μόνοι ως πολύ αργά αλλά αγνοούν, τι έκαναν ή είπαν. Είχε νυχτώσει για καλά, όταν ο Φραγκίσκος βγήκε από τη σκηνή και κατευθύνθηκε προς την έξοδο του στρατοπέδου. Πίσω του, όρμησαν κάποιοι Τούρκοι φρουροί. Τον σκότωσαν επί τόπου. Σχολιάζει ο ακαδημαϊκός Δημήτριος Καμπούρογλου: «Ούτως ο δια των θελγήτρων του καθηδύνας τον σουλτανικόν κοιτώνα δουξ, αμειφθείς κατ’ αρχάς δια την προς την ανδρικήν φύσιν ύβριν ταύτην, εγένετο ήδη θύμα της παροιμιώδους τουρκικής απιστίας». Μάταια περίμενε τον άνδρα της όλη τη νύχτα η Μουχλιώτισσα. Το πρωί, απεσταλμένοι του Μωάμεθ πήγαν και την πήραν. Τα παιδιά της στάλθηκαν να γίνουν γενίτσαροι και κανένας δεν ξανάκουσε γι’ αυτά. Την ίδια την έσυραν μπροστά στον σουλτάνο. Ο Πορθητής ξετρελάθηκε μόλις την είδε. Στην ως τότε ζωή του δεν είχε ξανασυναντήσει τέτοια ομορφιά. Γυρνώντας στην Κωνσταντινούπολη, την πήρε μαζί του αλλά δεν περιορίστηκε να την έχει στο χαρέμι. Έγινε σκάνδαλο, καθώς εμφανίζονταν πολλές φορές μαζί. Η ομορφιά της ήταν κρυμμένη κάτω από τα οθωμανικά ρούχα και τον φερετζέ αλλά ο θρύλος της είχε προηγηθεί. Μετά την τουρκική κατάκτηση, οι Ατζαγιόλι της Αθήνας σκόρπισαν και παράκμασαν. Στα 1827, ο Γάλλος Πουκβίλ συνάντησε τον τελευταίο της οικογένειας να σέρνει ένα γαϊδουράκι φορτωμένο σταφύλια. Λεγόταν Νέριος Ατζαγιόλι και ήταν αγρότης. Στη Φλωρεντία, η οικογένεια έσβησε στα 1834.
Πηγή: http://historyreport.gr/index.php/Από-τον-θρύλο/Βυζάντιο-Μεσαίωνας/2046-Μουχλιώτισσα-η-τελευταία-κυρά-της-Αθήνας
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Φραγκίσκος_Β΄_Ατσαγιόλι
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Εταιρεία_των_Ναβαρραίων
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Νέριο_Α΄_Ατσαγιόλι
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αντώνιος_Α΄_Ατσαγιόλι
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Νέριο_Β΄_Ατσαγιόλι
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αντώνιος_Β΄_Ατσαγιόλι
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Φραγκίσκος_Β΄_Ατσαγιόλι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου