Υιός του Ιωάννη Ε΄ (1341-1391) και της Ελένης Καντακουζηνού, ο Μανουήλ Β΄, όγδοος αυτοκράτορας της δυναστείας των Παλαιολόγων και προ προτελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας, γεννήθηκε, σε μία ταραχώδη εποχή εισβολών, στις 27 Ιουνίου του 1352. Έχοντας πλήρη συνείδηση της δυσοίωνης αυτής εποχής, κατά την οποία του έτυχε να μεγαλώσει και αργότερα να εξασκήσει την εξουσία, ο Μανουήλ με λύπη γράφει σε ένα από τα έργα του: «Βγαίνοντας μόλις από την παιδική ηλικία και λίγο πριν αγγίξω την ενηλικίωση, βρέθηκα εν μέσω μιας ζωής γεμάτης κακών και αναταραχών, που ωστόσο επέτρεπε να προβλέψουμε πως το μέλλον θα μας έκανε να θεωρήσουμε το παρελθόν ως μία εποχή απόλυτης ηρεμίας». Πιστός στον πατέρα του, παρόλο που δεν είχε το προνόμιο του πρωτογέννητου, ο Μανουήλ συμμετείχε στην άσκηση της εξουσίας από την παιδική ακόμη ηλικία. Ήδη από την ηλικία των πέντε ετών κατείχε τον τίτλο του δεσπότη. Ανάμεσα στις αναρίθμητες υπηρεσίες που πρόσφερε από την εφηβεία του στον αυτοκράτορα, μπορεί να υπολογιστεί και εκείνη η περίπτωση κατά την οποία, ενώ ο Ιωάννης είχε ταξιδέψει στη Βενετία στην προσπάθειά του να ζητήσει βοήθεια έτσι ώστε να αντιμετωπίσει την απειλή εισβολής του Αμουράτη, βρέθηκε φυλακισμένος λόγω αφερεγγυότητας. Ενώ ο Ανδρόνικος δίστασε να προσφέρει βοήθεια από την Κωνσταντινούπολη στον πατέρα του βλέποντας στη φυλάκισή του μία ευνοϊκή περίσταση για τον ίδιο ώστε να καταλάβει τον θρόνο, ο Μανουήλ πήγε αμέσως στην Ιταλία πληρώνοντας τα λύτρα και ελευθερώνοντας με τον τρόπο αυτό τον πατέρα του. Για το κατόρθωμα αυτό του απονεμήθηκε ο τίτλος του Δεσπότη της Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια του έτους 1369, καθώς και ο τίτλος του συναυτοκράτορα, ξεπερνώντας έτσι στην ιεραρχία τον μεγαλύτερο αδερφό του Ανδρόνικο, δύο χρόνια αργότερα. Στη νεαρή ηλικία των εικοσιτριών ετών, ως αναγνώριση του ταλέντου και της πίστης του, ο πατέρας του τον ονόμασε διάδοχο αυτοκράτορά του στις 25 Σεπτεμβρίου του 1373. Ωστόσο η ανάληψη της εξουσίας δεν ήταν απλή διαδικασία. Τόσο οι εσωτερικές διαμάχες για την βυζαντινή εξουσία όσο και η ενδυνάμωση της εξωτερικής πολιτικής της τουρκικής αυτοκρατορίας καθυστέρησαν την πραγματική ανάβασή του στον θρόνο. Ο ίδιος ο Μανουήλ αναγκάστηκε να παραμείνει στην αυλή του σουλτάνου και να του προσφέρει στρατιωτικές υπηρεσίες με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση του πατέρα του και του αδερφού του. Ένα από τα πιο θλιβερά επεισόδια στη ζωή του Μανουήλ ήταν η στρατιωτική συμμετοχή του στην τουρκική εισβολή στη Φιλαδέλφεια, η τελευταία βυζαντινή πόλη στην Μικρά Ασία. Έπειτα από την φυγή του από την αυλή του Βαγιαζήτ στην οποία παρέμενε ως υποτελής στον σουλτάνο, ο Μανουήλ ανέλαβε τελειωτικά την εξουσία το 1391. Η είδηση του θανάτου του πατέρα του τον παρακίνησε να επιστρέφει εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη λαμβάνοντας στα χέρια του, τον ίδιο χρόνο μετά τον θάνατο του Ιωάννη, μία Αυτοκρατορία γεωγραφικά συρρικνωμένη και πολιτικά εξαρτημένη από τις αποφάσεις της ισχυρής εκείνη την εποχή Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η επίσημη στέψη από τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης με όλη την πολιτικο- θρησκευτική τελετουργία σύμφωνα με το βυζαντινό τελετουργικό, τελέστηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1392, ημέρα κατά την οποία συνήψε γάμο με την πριγκίπισσα της Σερβίας Helena Dragas, Ελένη Δραγατση.
Εκ μέρους του Μανουήλ από τον βυζαντινό θρόνο, η πολιτική τακτική χαρακτηρίστηκε από την αναζήτηση συμμαχιών τόσο με τις δυτικές δυνάμεις όσο και με τους ίδιους τους Τούρκους, από τις εσωτερικές διαμάχες για τη διαδοχή στο θρόνο, οι οποίες οδήγησαν στην περαιτέρω αποδυνάμωση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, από μία αξιοσημείωτη ώθηση στον πνευματικό τομέα τόσο στη λογοτεχνία όσο και γενικότερα στις τέχνες, από μία ισχυρή θρησκευτική πίστη και υπεράσπιση της εκκλησίας και των δογμάτων της και κυρίως από μία βαθύτατη πίστη, ακόμη και μετά την αποδυνάμωση της αυτοκρατορίας, στην οικουμενικότητα και στη διαιώνιση του ελληνικού πολιτισμού και της ορθοδοξίας. Δυστυχώς οι διπλωματικές προσπάθειές του δεν έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα και έτσι με τον θάνατο του Μανουήλ το 1425, η άλλοτε πανίσχυρη Βυζαντινή Αυτοκρατορία περιοριζόταν, πρακτικά και ουσιαστικά, γύρω από την πρωτεύουσά της. Εκτός από την πολιτική του ιδιότητα ως δεσπότης, συναυτοκράτορας και βυζαντινός αυτοκράτορας, ο Μανουήλ “...καλλιεργημένος αυτοκράτορας και με ταλέντο στα γράμματα, μας είναι γνωστός για την ποιότητα των λογοτεχνικών συνθέσεών του, που κατά τη γνώμη του Krumbacher, τοποθετούνται ανάμεσα στις πλέον αξιόλογες των τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου. Πιστός στη μόρφωσή του, ο Μανουήλ συνέθεσε κατά τη διάρκεια της ζωής του σημαντικά έργα, κυρίως ρητορικά και επιστολές, οι οποίες διατηρήθηκαν μέσω της χειρόγραφης παράδοσης. Εκτός από τον «Κάτοπτρον Ηγεμόνος» που μας απασχολεί, οι (Υποθήκαι βασιλικής αγωγής Υποθήκαι βασιλικής αγωγής, έργο απευθυνόμενο στον γιο του Ιωάννη, καθώς και τα ακόλουθα: Διάλογος με έναν Πέρση, θεωρούμενο ως ένα από τα βασικά έργα που εξετάζουν την βυζαντινή πολεμικής απέναντι στον τουρκικό κόσμο και αποδεικνύει την εκ του σύνεγγυς γνώση που είχε ο Μανουήλ Β’ σχετικά με το Ισλάμ. Ενα σύνολο Επιστολών που διατηρήθηκαν, οι οποίες μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε το προσωπικό του ενδιαφέρον για την πολιτική, εκκλησιαστική και πνευματική ζωή της εποχής του καθώς και ένα corpus Δοκιμών σχετικά με το καλό, την ρητορική τέχνη και την ελευθερία της βούλησης. Ο Μανουήλ Β΄, ο οποίος ήταν πολιτικός και συγγραφέας παράλληλα η τέχνη της διακυβέρνησης με την τέχνη της φιλολογίας. Εκπληρώνεται, στις παρυφές του νέου ελληνισμού και κάτω από την διακυβέρνηση ενός βυζαντινού αυτοκράτορα, το όνειρο ενός Έλληνα της αρχαιότητας, το ιδανικό που δίδασκε ο Πλάτωνας: πως η πολιτική θα επιτύχει το κοινό καλό μόνο όταν οι φιλόσοφοι κυβερνήσουν ή οι άρχοντες ξεκινήσουν να φιλοσοφούν.
Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ απάντησε με άμεση πολιορκία της Πόλης το 1394, η οποία έμελλε να κρατήσει με κυμαινόμενη ένταση, για πολλά χρόνια. Την ίδια περίπου εποχή, η Δύση κινητοποίησε στρατεύματα που έφταναν τις 100.000 κατά των Τούρκων. Η ήττα των νέων Σταυροφόρων στη Νικόπολη του Δούναβη το 1396, σήμανε και το τέλος των ουσιωδών προσπαθειών της Δύσης. Ο Μανουήλ πάντως, συνέχισε τις διπλωματικές του προσπάθειες, ερχόμενος σε επαφή με το Λουδοβίκο της Γαλλίας, ο οποίος τον προσκάλεσε για επίσημη επίσκεψη. Γρήγορα φρόντισε να συμφιλιωθεί με τον παλαιό του αντίπαλο Ιωάννη Ζ', τον οποίο άφησε στη θέση του στη Βασιλεύουσα, και αφού μετέφερε την οικογένειά του στον ασφαλή περίγυρο του Μυστρά, ξεκίνησε για το Παρίσι το 1399. Οι τελετές για την υποδοχή του Μανουήλ, ήταν σε πλήρη αντίθεση με τις αντίστοιχες που είχαν γίνει κατά την περιοδεία του πατέρα του το 1370. Ο Ιωάννης Ε' είχε πάει σαν ζητιάνος, ενώ ο Μανουήλ ως περήφανος άρχοντας. Το πέρασμα του Μανουήλ από τις διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, έχει καταγραφεί από τους Δυτικούς χρονογράφους της εποχής, τους οποίους εντυπωσίασε η ευγενής μορφή, η βαθιά λόγια μόρφωση και οι αυτοκρατορικοί τρόποι του Μανουήλ, ο οποίος «αλλάζοντας άλογα, δεν καταδεχόταν να πατήσει στο χώμα». Ήταν στα μάτια τους ο Αυτοκράτορας της Ανατολής, ο οποίος αγωνιζόταν «ως στρατιώτης του Χριστού στις επάλξεις των μαχών κατά των απίστων βαρβάρων» (J.J.Norwich). Οι διπλωματικές προσπάθειες του Μανουήλ βρήκαν ανταπόκριση σε λόγια και κάποιες οικονομικές ενισχύσεις, από τη Βενετία, Γαλλία, Αγγλία, Αραγονία και Πορτογαλία. Οι άρχοντες της Δύσης δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν στην ανάληψη μεγάλης κλίμακας στρατιωτικής πρωτοβουλίας, ίσως και Σταυροφορίας, που ήταν ο μόνος τρόπος να διασωθεί το Βυζάντιο από τους Τούρκους. Η περιοδεία είχε ήδη συμπληρώσει δύο χρόνια, όταν έφτασαν τα νέα της καταστροφής του Βαγιαζήτ από τον Ταμερλάνο στη μάχη της Άγκυρας και το μαρτυρικό θάνατο του Σουλτάνου το 1401. Μετά από αυτό, ο Μανουήλ επέστρεψε στη Βασιλεύουσα.
Ο Βαγιαζήτ Α΄ (1360 - 1403), αποκαλούμενος Ο Κεραυνός, ήταν Οθωμανός σουλτάνος από το 1389 έως το 1402. Ήταν γιος του Μουράτ Α΄ και της Γκιουλτσιτσέκ Χατούν, τον οποίο διαδέχτηκε το 1389 μετά τον θάνατό του στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου, ενώ προηγουμένως είχε στραγγαλίσει τον νεότερο αδερφό του Γιακούμπ για να μη διεκδικήσει το θρόνο. Το 1390 υποχρέωσε τον Σέρβο βασιλιά να καταστεί υποτελής του και να του δώσει την κόρη του για σύζυγο, ενώ το 1393 κατέκτησε τη Βουλγαρία, υποχρεώνοντας ταυτόχρονα τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο να καταβάλλει ετήσιο φόρο και να καταστεί υποτελής του. Στις 20 Φεβρουαρίου 1394 παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο την κόμισσα των Σαλωνων Μαρία Φαντρίκ η οποία πέθανε το επόμενο έτος (1395). Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1396 νίκησε στη μάχη της Νικόπολης τα στρατεύματα της Γαλλο-Ουγγρικής συμμαχίας. Τον επόμενο χρόνο, το 1397, πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη, αλλά απέτυχε εξαιτίας της Μογγολικής εισβολής στη Μικρά Ασία με αρχηγό τον Ταμερλάνο. Η μάχη της Άγκυρας πραγματοποιήθηκε το 1402 ανάμεσα στους Μογγόλους του Ταμερλάνου και τους Οθωμανούς Τούρκους και τους Σέρβους του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Α' στην Άγκυρα κατά τις εκστρατείες του Ταμερλάνου. Ο Ταμερλάνος (ή Τιμούρ Λενγκ), ο διάσημος Μογγόλος κατακτητής, άρχισε τις κατακτήσεις προσπαθώντας να εκδιώξει τους συναγωνιστές του στην Κεντρική Ασία. Ο Τιμούρ (1336 - 1405), ιστορικά γνωστός ως Ταμερλάνος, ήταν Μογγόλος κατακτητής και ιδρυτής αυτοκρατορίας στην Περσία και την Κεντρική Ασία. Προερχόταν από τις περιοχές της Σαμαρκάνδης. Ονομαζόταν επίσης Τιμούρ Λενκ, δηλαδή Τιμούρ ο κουτσός. Ήταν εκτουρκισμένος Μογγόλος, γεννημένος στο σημερινό Ουζμπεκιστάν και αναδείχθηκε στην υπηρεσία του Τσαγκατάι Χαν, τον οποίο περιθωριοποίησε στα χρόνια 1364 -1370 προκειμένου να αναλάβει ο ίδιος την εξουσία. Ανακήρυξε το κράτος του ως διάδοχο εκείνου του Τζένγκις Χαν και διεκδίκησε την άμεση καταγωγή του από τον Τζένγκις Χαν. Ο Ταμερλάνος είχε τη φήμη σκληρού κατακτητή. Όταν καταλάμβανε ορισμένες πόλεις, σφάγιαζε δεκάδες χιλιάδες από τους υπερασπιστές της και έκτιζε πυραμίδες με τα κρανία τους. Αν και Μουσουλμάνος, δεν ήταν λιγότερο σκληρός προς τους ομόθρησκούς του. Ανάμεσα στα θετικά του επιτεύγματα συγκαταλέγονται η ενθάρρυνση των τεχνών, της λογοτεχνίας, της επιστήμης, καθώς και η κατασκευή τεράστιων δημοσίων έργων, κυρίως εκτεταμένων εγκαταστάσεων άρδευσης, που έδωσαν τη δυνατότητα αγροτικής ανάπτυξης στη χώρα. Ελπίζοντας ότι η αυτοκρατορία του θα έμενε ανέπαφη, μοίρασε λίγο πριν το θάνατό του την επικράτειά του στους γιους του, θεμελιώνοντας έτσι τη Δυναστεία των Τιμουριδών στην Κεντρική Ασία. Είχε καταλάβει μέχρι το 1369 ολόκληρη την περιοχή γύρω από την πρωτεύουσα του κράτους του, τη Σαμαρκάνδη. Έκανε εκστρατείες κατά των Περσών και το 1392 προχώρησε κατά μήκος του Ευφράτη κατακτώντας πολλές περιοχές. Στη συνέχεια εισέβαλλε στη νότια Ρωσία. Νικώντας πολλούς λαούς, μπροστά του βρισκόταν η κατάκτηση του Μεγάλου Δουκάτου της Μόσχας. Τελικά όμως δεν επιχείρησε την κατάληψή του και επέστρεψε στο κράτος του. Κατόπιν στράφηκε στην κατάκτηση της Ινδίας το 1398 και κατάφερε να καταστρέψει το Σουλτανάτο του Δελχί. Κατέλαβε το Δελχί και διέλυσε το ομώνυμο σουλτανάτο, αλλά αποσύρθηκε με λίγα οφέλη για την αυτοκρατορία του αφού γρήγορα αναγκάστηκε να συμπτυχθεί στην πρωτεύουσα του στις στέππες για να αντιμετωπίσει συνασπισμό εναντίον του, τον οποίον είχαν συμπήξει ο σουλτάνος της Αιγύπτου και ο αρχηγός των Τούρκων Βαγιαζήτ.
Το 1400 ο Μογγόλος κατακτητής επιτέθηκε στη Συρία και στο Ιράκ. Κατάφερε να καταλάβει το Χαλέπι, την Δαμασκό και τη Βαγδάτη. Επίσης κατέλαβε και τη Σεβάστεια της Καππαδοκίας, η οποία τότε ήταν υπό οθωμανικό έλεγχο. Ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Α' βλέποντας τον Ταμερλάνο να επεκτείνεται προς τα εδάφη που είχαν κατακτήσει οι Οθωμανοί, έσπευσε να τον αντιμετωπίσει. Στο κρίσιμο αυτό στάδιο, κατέφθασαν νέα στον Βαγιαζήτ. Ο Ταμερλάνος, ο Μέγας Χαγάνος των Μογγολων και επικυρίαρχος όλου του Μουσουλμανικού Κόσμου, είχε εισβάλει στην Ανατολική Μικρά Ασία με 600.000 άνδρες! Τα χρονικά- των Οθωμανών αναφέρουν πώς ο Βαγιαζήτ, ενώ πολιορκούσε την Βασιλεύουσα, παρέλαβε έγγραφο από τον Ταμερλάνο με την απαίτηση να ζητήσει συγνώμη από τον «Αυτοκράτορα των Ελλήνων» για όλα τα δεινά που του προκάλεσε, να του επιστρέψει τα εδάφη που του πήρε και αφού του ζητήσει γονυπετής συγχώρεση για δεύτερη φορά, να επιστρέψει στην πρωτεύουσα του την Άγκυρα και να ζητήσει έλεος από τον Ταμερλάνο για την απόφαση του να κάνει πόλεμο με τους Έλληνες χωρίς την άδειά του. Ο Ταμερλάνος, ως Μογγόλος Χαγάνος, ακολουθώντας πιστά τις παρακαταθήκες των προγόνων του, έβλεπε τα Τουρκικά φύλα ως υποδεέστερα των Μογγολων, διότι σύμφωνα με τους αρχαίους νόμους της Στέππας, οι Τούρκοι ήσαν ανέκαθεν δούλοι των Μογγολων, αναγκασμένοι να ζητούν την άδεια των ανωτέρων τους για οποιαδήποτε πολεμική ενέργεια! Διακατεχόμένος από φόβο και πανικό ο Βαγιαζήτ έλυσε την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως η οποία, σύμφωνα με τα πρωτογενή αρχεία, ήταν έτοιμη να υποκύψει, και επικεφαλής 120.000-250.000 ανδρών κατευθύνθηκε στην Άγκυρα για να δώσει μάχη. Ο Ταμερλάνος ξεχειμώνιασε στο Καραμπάχ του Καυκάσου. Ο Βαγιαζήτ διέθετε πολλούς άνδρες ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν 20.000 Σέρβοι άνδρες, καθώς η χώρα τους ήταν υποδουλωμένη στο Σουλτάνο. Ο τελευταίος έφτασε με το στρατό του στην πεδιάδα του Τσουμπούκ κοντά στην Άγκυρα. Την Άγκυρα την πολιορκούσε ο Ταμερλάνος (1402), ο οποίος κατέστρεψε τα πηγάδια της περιοχής για να μην ανεφοδιάζονται οι Τούρκοι, ενώ άλλαξε τη ροή του ποταμού Τσουμπούκ και έτσι διέθετε άφθονο νερό για τους στρατιώτες του. Εκεί ο Ταμερλάνος απέκοψε τον Βαγιαζήτ από το πόσιμο νερό, τον υπερφαλάγγισε χάρις στις συντριπτικά ανώτερες δυνάμεις του και τον περιεκύκλωσε μέσα στην τότε άγονη πεδιάδα Σουβούκ, πλησίον της Άγκυρας. Η εμπροσθοφυλακή των Μογγόλων είχε αρχηγούς τον Αμπού Μπακρ στα δεξιά και τον Χουσάυν στα αριστερά. Πίσω από την εμπροσθοφυλακή βρισκόταν το κύριο σώμα των Μογγόλων με αρχηγό στο κέντρο τον Ταμερλάνο. Στα δεξιά έταξε τον γιο του Μιράν Σαχ και στα αριστερά τον επίσης γιο του Σαχ Ρουχ. Ακόμη είχε μια εφεδρεία με αρχηγό τον Μωάμεθ. Μάλιστα διέθετε και 32 ελέφαντες. Οι Οθωμανοί είχαν παρατάξει στα αριστερά το ιππικό τους υπό το γιο του Βαγιαζήτ, το Σουλεϊμάν. Στη δεξιά πλευρά παρατάχθηκαν 20.000 Σέρβοι ιππείς και μέρος πεζικού υπό τον Στέφανο Λαζάρεβιτς, ηγεμόνα της Σερβίας. Στο κέντρο παρατάχθηκαν 5.000 γενίτσαροι υπό τον ίδιο το Βαγιαζήτ αλλά και τους γιους του. Πίσω από την παράταξη των Τούρκων υπήρχε και εφεδρεία. Η μάχη άρχισε με τους Οθωμανούς να πιέζουν τους Μογγόλους και να τους αναγκάζουν σε υποχώρηση. Στην αριστερή πλευρά του τουρκικού στρατού όμως, οι Τάταροι, άλλαξαν στρατόπεδο και προσχώρησαν στον Ταμερλάνο. Αυτή η εξέλιξη στη μάχη ανέτρεψε τα δεδομένα για τους Οθωμανούς και το ιππικό των τελευταίων στα αριστερά εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης. Εκμεταλλευόμενοι αυτό το γεγονός οι Μογγόλοι, περικύκλωσαν και νίκησαν κατά κράτος τον οθωμανικό στρατό. Επακολούθησε μια φριχτή σφαγή, κατά την οποία ελάχιστοι Τούρκοι επιβίωσαν για να γίνουν εκ νέου σκλάβοι των Μογγολων. Μετά τη μάχη οι Μογγόλοι και οι Οθωμανοί, μετρούσαν απώλειες του ύψους των 40.000 ανδρών. Αλλά οι πρώτοι είχαν κερδίσει μια τεράστια νίκη. Ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Α' αιχμαλωτίστηκε από τον Ταμερλάνο, υπέστη βασανιστήρια και πέθανε. Ο Ταμερλάνος του υπενθύμισε την ιστορική θέση των Τούρκων έναντι των Μογγολων, τον μετέφερε στην Σαμαρκάνδη μέσα σε σιδερένιο κλουβί, όπου ο Βαγιαζήτ απεβίωσε με τον πλέον αξιοθρήνητο τρόπο. Οι Μογγόλοι μετά τη νίκη τους έφθασαν μέχρι την Σμύρνην, αλλά αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω, καθώς ο Ταμερλάνος, ετοιμαζόταν να επιτεθεί στην Κίνα. Τελικά όμως ο θάνατός του δεν του επέτρεψε να προχωρήσει σε αυτή την κίνηση. Η νίκη των Μογγόλων στη Μάχη της Άγκυρας είχε ιδιαίτερη σημασία και για τους Βυζαντινούς, καθώς καθυστέρησε την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Οι Βυζαντινοί όμως δεν εκμεταλλεύτηκαν αυτή την ευκαιρία. Στη μάχη της Άγκυρας την 28η Ιουλίου του 1402 ο Βαγιαζήτ συνετρίβη από τον Ταμερλάνο και ύστερα από μια μικρή περιπέτεια αιχμαλωτίστηκε. Κλείστηκε σε ένα κλουβί, όπου καθημερινά χλευαζόταν από τους Μογγόλους. Οκτώ μήνες μετά την αιχμαλωσία του, στις 8 Μαρτίου του 1403, αυτοκτόνησε σε ηλικία 43 ετών, μη μπορώντας να αντέξει τον εξευτελισμό τον οποίο είχε υποστεί. Ο θάνατός του θεωρήθηκε ως παράδειγμα προς αποφυγή από τους επόμενους ηγεμόνες, μιας και θεωρείται ότι ο Θεός τον τιμώρησε για όλες τις πράξεις του που έρχονταν σε αντίθεση με τον ιερό νόμο.
Το 1402 η Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας κατελήφθη από τον Ταμερλάνο ο οποίος έκτισε τείχος με τα σώματα των αιχμαλώτων του, η πόλη παρήκμασε χωρίς όμως να εξαλειφθεί ο χριστιανικός της πληθυσμός, ο οποίος, αν και γλωσσικά σιγά σιγά εκτουρκίζεται, διατηρεί τη Μητρόπολη και τους ιερείς του. Σημαντικό πλήγμα δέχτηκε το χριστιανικό στοιχείο της πόλης κατά την κατάληψή της από τον Ταμερλάνο (1402), οπότε μαρτυρείται ότι και ο μητροπολίτης αναγκάστηκε να αλλαξοπιστήσει· πάντως, ο χριστιανικός πληθυσμός της πόλης δεν εξαλείφθηκε και, στη συνέχεια, η πόλη εξακολούθησε να έχει μητροπολίτες, όπως άλλωστε συνάγεται από την καταγραφή της στα βεράτια του 1483 και του 1525. Η πολιορκία της Σμύρνης (Δεκέμβριος 1402) είδε τους στρατούς του Ταμερλάνου να καταλαμβάνουν το τελευταίο χριστιανικό κάστρο στην ηπειρωτική χώρα της Μικράς Ασίας. Η εκστρατεία του Ταμερλάνου στην Ανατολία ήταν εναντίον του οθωμανικού σουλτάνου Βαγιαζητ, τον οποίο νίκησε και κατέλαβε στην Άγκυρα τον Ιούλιο του 1402. Με την εξάλειψη του οθωμανικού στρατού, οι άνδρες του Ταμερλάνου έπληξαν τότε την Μικρά Ασία, φτάνοντας στη Σμύρνη προς το τέλος του έτους. Η Σμύρνη είχε καταληφθεί από τους Ιωαννίτες Ιωαννίτες το 1344 και έκτοτε είχε αντισταθεί σε διάφορες οθωμανικές επιθέσεις, οπότε όταν ο Ταμερλάνος προσφέρθηκε να τους αφήσει με αντάλλαγμα για ένα μεγάλο φόρο, οι Ιππότες αρνήθηκαν. Τον Ιούλιο η Σμύρνη είχε οχυρωθεί από 200 ιππότες υπό την εντολή του Inigo του Alfaro. Έκτοτε ο Μπουφίλο Πανϊζάζτι είχε σταλεί για να ενισχύσει τις άμυνες, αλλά οι Ιωαννίτες είχαν υποτιμήσει τις ικανότητες του Ταμερλάνου ως πολιορκητή. Η πολιορκία διήρκεσε μόνο δεκαπέντε ημέρες. Την εποχή εκείνη οι άνδρες της Ταμερλάνου εμποδίζουν την είσοδο του λιμανιού με πέτρες, εμποδίζοντας την άφιξη περισσότερων ενισχύσεων, ενώ οι τοίχοι χτυπούνταν από πολιορκημένες μηχανές και υπονομεύονταν. Τέλος, τον Δεκέμβριο του 1402 η πόλη έπεσε σε επίθεση. Όπως ήταν σχεδόν πάντα στην περίπτωση όταν παίρνει μια πόλη από έφοδο, ο Ταμερλάνος διέταξε σφαγή του πληθυσμού και κατέστρεψε τις οχυρώσεις. Το κείμενο του βυζαντινού ιστορικού Δούκα για την βυζαντινή Σμύρνη είναι τόσο εύγλωττο, τόσο πολύ φέρνει στο νου σκηνές του 1922, που αξίζει να το διαβάσουν. Τότε στα πλοία ήταν οι Ιωαννίτες ιππότες, που έφευγαν για να γλιτώσουν την οργή του Ταμερλάνου. «…όσοι είχαν καταφύγει στο κάστρο για να φυλαχτούνε, όλοι Χριστιανοί με γυναίκες και παιδιά, άλλοι έπεφταν στη θάλασσα, άλλοι κρατούσαν τα πηδάλια των πλοίων, άλλοι τα κουπιά, άλλοι τα σχοινιά της πλώρης και τις άγκυρες και φώναζαν στους επιβαίνοντες: ‘Λυπηθείτε μας, είμαστε Χριστιανοί μη μας εγκαταλείπετε’! Όμως εκείνοι χτύπησαν με ρόπαλα τα γαντζωμένα χέρια, άνοιξαν πανιά και τους εγκατέλειψαν μισοπεθαμένους».
Δυστυχώς οι Αυτοκράτορες μας απώλεσαν αυτήν την μεγάλη ευκαιρία που τους χάρισε ο Ταμερλάνος και δεν κατόρθωσαν να ισχυροποιηθούν ώστε να επιτύχουν την οριστική και αμετάκλητη καταστροφή της Τουρκικής παρουσίας στα Βαλκάνια και την Μικρά Ασία. Η Οθωμανική Μεσοβασιλεία ή Οθωμανικός εμφύλιος πόλεμος (1402 - 1413) ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ανάμεσα στους γιους του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄, που ξεκίνησε μετά την ήττα του στην Μάχη της Άγκυρας στις 20 Ιουλίου 1402 από τον Ταμερλάνο. Παρά το γεγονός ότι ο Ταμερλάνος αναγνώρισε ως νέο σουλτάνο τον Μεχμέτ Τσελεμπή, τα αδέρφια του αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον Μεχμέτ ως σουλτάνο και ο καθένας άρχισε να διεκδικεί τον θρόνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το αποτέλεσμα ήταν ένας εμφύλιος πόλεμος που κράτησε 11 χρόνια μέχρι τη Μάχη του Τσαμουρλού στις 5 Ιουλίου 1413, όταν ο Μεχμέτ Τσελεμπή αναδείχτηκε νικητής και στέφτηκε σουλτάνος ως Μωάμεθ Α΄.
Πηγή: http://vizantinaistorika.blogspot.gr/2015/06/1350-1425.html
http://elthraki.gr/2016/03/όταν-ο-ταμερλάνος-έσωσε-την-κωνπολη/
http://asiaminor.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaId=6602
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μανουήλ_Β´_Παλαιολόγος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βαγιαζήτ_Α΄
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ταμερλάνος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μάχη_της_Άγκυρας
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Οθωμανική_Μεσοβασιλεία
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Φιλαδέλφεια_(Μικρά_Ασία)
http://www.pmeletios.com/newSite/index.php/23-εθνικα-θεματα/415-σμυρνη-1402-του-γιάννη-ζερβού
http://www.historyofwar.org/articles/siege_smyrna.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου