Λίγοι ηγέτες θα μπορούσαν να διεκδικήσουν ότι το όνομά τους έχει γίνει το σήμα κατατεθέν της χώρας τους. Ο Πούτιν είναι ένας από αυτούς. Στα σχεδόν 17 χρόνια παραμονής του στην εξουσία και παρουσίας του στη διεθνή σκηνή, ο δυο φορές πρωθυπουργός και δυο φορές πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, δεν έγινε απλά σήμα κατατεθέν της χώρας του, αλλά και η προσωποποίηση ενός συγκεκριμένου τύπου πολιτικής. Ουσιαστικά, αποτελεί ένα σύμβολο της ιστορικής μεταβατικής περιόδου που περνάει τόσο η Ρωσία, όσο και ολόκληρος ο κόσμος. Ο Πούτιν εκλαμβάνεται διεθνώς ως παράγοντας με μεγαλύτερη ισχύ και επιρροή από ότι η χώρα της οποίας ηγείται. Ο Πούτιν εκλαμβάνεται διεθνώς ως παράγοντας με μεγαλύτερη ισχύ και επιρροή από ότι η χώρα της οποίας ηγείται. Στη Δύση είναι διαδεδομένη η εικόνα της Ρωσίας ως ενός κλειστού κράτους που στηρίζεται στους ενεργειακούς πόρους του και που το χαρακτηρίζει η κλεπτοκρατία, η οποία δείχνει πάντως να υποχωρεί. Ωστόσο ο αρχηγός της χώρας αυτής δεν ανήκει στην κατηγορία του Μομπούτου και του Μουγκάμπε, όσο και αν θα το ήθελε η ρωσική αντιπολίτευση. Τον θεωρούν ύπουλο και επιδέξιο, και άρα, διπλά επικίνδυνο παίκτη, που ξέρει πως να πετυχαίνει τους στόχους του. Η δαιμονοποίηση του Πούτιν στα δυτικά ΜΜΕ και στην κοινή γνώμη, είναι η αντίστροφη πλευρά της ιδιότυπης γοητείας που ασκεί η προσωπικότητά του. Η αιτία της βρίσκεται στο ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν κάνει αυτό, το οποίο λόγω των προαναφερόμενων θεσμικών περιορισμών, οι Δυτικοί ηγέτες δεν έχουν τη δύναμη να κάνουν. Η εμμονή του για άσκηση ανεξάρτητης πολιτικής επιτρέπει έναν υψηλό βαθμό ευελιξίας στο μεγάλο παιχνίδι. Η Ρωσία είναι μια από τις λίγες χώρες στον κόσμο που δεν δεσμεύεται με υποχρεώσεις στα πλαίσια κάποιας συμμαχίας, διατηρώντας κατ’ αυτό τον τρόπο την ελευθερία κινήσεών της, ενώ παράλληλα είναι αρκετά ισχυρή ώστε να μετουσιώνει την ελευθερία αυτή με συγκεκριμένα αποτελέσματα. Τον Πούτιν καθοδηγούν οι αρχές της real politic η οποία καθορίζεται από τον συσχετισμό δυνάμεων, και μεγαλύτερη σημασία σε αυτήν δεν έχουν οι προθέσεις, αλλά η δυναμική που διαθέτει κάποιος, ενώ το κύρος αποτελεί μια ρεαλιστική έννοια. Πρόκειται για μια προσέγγιση την οποία συχνά επικρίνουν ως παλαιομοδίτικη. Ωστόσο, είναι κατανοητή και αρκετά απλή. Τέλος, και αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό, ο Πούτιν είναι, ή θεωρείται, απόλυτος κυρίαρχος της χώρας του και ικανός να κάνει σε αυτή ό,τι επιθυμεί. Ο Πούτιν ακόμα, έχει το βλέμμα στραμμένο όχι προς τη Δύση, αλλά προς την Ανατολή. Πρόκειται για έναν πολιτικό που είναι ικανός να αντιτάσσεται στην αμερικανική ηγεμονία και να προωθεί τον πολυπολικό κόσμο. Η εικόνα αυτή δεν βασίζεται στην αντικειμενική πραγματικότητα (στην πράξη, η Ρωσία δεν μπορεί για πολλούς λόγους να αντέξει μια αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ), αλλά στη δύναμη της θέλησης και στην επιτυχή επικοινωνιακή στρατηγική. Χάρη σε αυτό, ο «Τρίτος κόσμος», περιλαμβανομένης της Κίνας και της Ινδίας, εξακολουθεί να αποτελεί έστω κατ’ ευφημισμόν το αντίβαρο απέναντι στην Αμερική, αν και στην πραγματικότητα, το Πεκίνο τουλάχιστον, είναι ικανό να επιτελέσει τον ρόλο αυτό πολύ πιο αποτελεσματικά.
Ο Οδυσσέας Ελύτης τάχθηκε υπέρ της απομόνωσης από τη δυτική Ευρώπη, προκειμένου να διατηρήσει η Ελλάδα την «ελληνικότητά» της (τον τρόπο των Ελλήνων να «σκέφτονται και να αισθάνονται»): «Κάποτε θα ερχόταν η στιγμή για την Ευρώπη να συνειδητοποιήσει τις ρίζες της, αφού δεν μπορεί να υπάρξει σαν αυτόνομη μονάδα χωρίς κάποιο θεωρητικό υπόβαθρο. Αλλά και για την Ελλάδα ήλθε η στιγμή να αποφασίσει αν θα μείνει απομονωμένη στις δικές της αξίες ή θα ενταχθεί σε ένα ευρύτερο σύνολο με οφέλη πρακτικής φύσης αναμφισβήτητα, αλλά και με τον κίνδυνο να αλλοιωθεί η φυσιογνωμία της. Από αυτή την άποψη, το ομολογώ, είμαι απομονωτικός». Σήμερα, σε θεωρητικό επίπεδο, στην οικονομική κρίση που οδήγησε μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας στην ένδεια, πολλοί θα στρέφονταν και πάλι κατά του φαντάσματος της «Δύσης». Πέρα από την τάση λοιπόν να παρουσιάζονται οι Έλληνες και η Ελλάδα ως θύματα μια διεθνούς συνωμοσίας (οι «κυνηγημένοι» Έλληνες απέναντι στους «αχάριστους», «ζηλόφθονους» Ευρωπαίους, «μας ζηλεύουν για τον ήλιο μας» κλπ.), αναβιώνει και η θεωρία περί πολιτιστικής και πνευματικής υπεροχής των Ελλήνων απέναντι στους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Σε ό,τι αφορά τον Πούτιν έχουμε μια μοναδική δοξολογία, μια και ο ηγέτης της Ρωσίας παρουσιάζεται ως ο μόνος πολιτικός που κατάφερε να αποκαταστήσει την αξιοπρέπεια της χώρας και των πολιτών της, ως ένας κυριολεκτικά «ονειρεμένος» αρχηγός κράτους. Ο Χρήστος Γιανναράς οραματιζόταν ήδη το 2008 έναν πανίσχυρο πολιτικό άνδρα για τη φτωχή Ελλάδα όπου, σύμφωνα με τον ίδιο, «έχουμε πάψει να παράγουμε πολιτισμό εδώ και εκατόν ογδόντα περίπου χρόνια... Όσοι έχουν το ψυχικό κουράγιο να πιστοποιούν το ιστορικό τέλος του Ελληνισμού με οδύνη, αλλά χωρίς πανικό, αυτοί μπορούν να ονειρεύονται συνειδητά την ουτοπία: Έναν Έλληνα Πούτιν, που να καταφέρει όσα κατάφερε ο Ρώσος: Μέσα σε δύο τετραετίες να αναστήσει μια κοινωνία πεθαμένη, αποσυντεθειμένη, ως το μεδούλι διεφθαρμένη και ξεπουλημένη από τον Ηρόστρατο που λεγόταν Γιέλτσιν παραλίγο να γράψω συνειρμικά: Ανδρέας Παπανδρέου!». Ο Γιανναράς θεωρεί τον ρωσικό πολιτισμό αναπόσπαστο κομμάτι της ευρωπαϊκής ταυτότητας κάτι που οι Ευρωπαίοι παραγνωρίζουν: «Ευρώπη μπορεί να νοηθεί και χωρίς φαστ φουντ ή κόκα κόλα. Όμως δεν νοείται Ευρώπη χωρίς Ντοστογιέφσκυ και Τσέχωφ, Τσαϊκόφσκυ και Σκριάμπιν, Σαγκάλ και μπαλέτα Μπολσόι. Η Αμερική είναι απόφυση της Ευρώπης, η Ρωσία είναι σάρκα της». Είναι ολοφάνερο πως ο όψιμος (και αναμενόμενος λόγω της κρίσης) αντι-ευρωπαϊσμός στην ελληνική πολιτική ζωή ενισχύεται από το αίτημα στροφής προς τη Ρωσία του Πούτιν, ένα αίτημα που διατυπώνεται κυρίως από ήπια έως φανατικά εθνικιστικούς, αλλά και από ακροδεξιούς έως και ναζιστικούς κύκλους. Η μελέτη του εκκλησιαστικού παράγοντα, ή της ρωσοφιλίας στις απαρχές του νεοελληνικού κράτους (με το «Ρωσικό Κόμμα» του Ανδρέα Μεταξά και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη) θα προσέφεραν πληροφορίες ως προς την θρησκευτική πλευρά του ζητήματος. Η «υιοθέτηση» της ρωσοφιλίας με σαφείς μιλιταριστικές προεκτάσεις από ακροδεξιούς και ναζιστικούς κύκλους μπορεί να υπονομεύσει σε βάθος χρόνου τις όποιες προοπτικές ειλικρινούς, εποικοδομητικής πολιτιστικής και οικονομικής συνεργασίας με τη Ρωσία και θα πρέπει να απασχολήσει σοβαρότατα τους διαμορφωτές της εξωτερικής πολιτικής, ένθεν κακείθεν. Για την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη γράφει ο κορυφαίος γεωστρατηγικός αναλυτής του Stratfor Ρόμπερτ Κάπλαν, εξηγώντας τα κοινά σημεία μεταξύ των εθνικιστικών σχηματισμών. Σε άρθρο του που δημοσιεύει το Forbes, ο Κάπλαν αναφέρεται στην ακροδεξιά τονίζοντας ότι «αναμφίβολα, η Δεξιά αναπτύσσεται στην Ευρώπη. Αν και τα αριστερά κόμματα πήγαν καλά ''από δω και από κει'' στις ευρωεκλογές, το χρόνιο θέμα ήταν η Δεξιά, η οποία συμβολίζεται κυρίως -αλλά όχι μόνο- από την μεγάλη δημοτικότητα της Μαρίν Λεπέν». Ο Κάπλαν σημειώνει ότι τα σημερινά ποσοστά των ακροδεξιών θα ήταν ανήκουστα πριν λίγα χρόνια. Παράλληλα, αναφέρει ότι αν και κοινό χαρακτηριστικό των ακροδεξιών ήταν η αντίθεση τους στους μετανάστες, οι περισσότεροι έχουν γίνει πλέον υποστηρικτές του Βλαντιμίρ Πούτιν. «Δεν είναι ότι συμπαθούν την Ρωσία. Αλλά βλέπουν ένα ευγενικό πνεύμα στον Πούτιν, ο οποίος είναι ένας εθνικιστικής της Αντίδρασης και του Ρεβανσισμού, εμποτισμένος από την ισορροπία των δυνάμεων μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Ο Πούτιν σκέφτεται με όρους εθνών-κρατών και όχι με όρους μετα εθνικών κρατών. Οπως η Ρωσία του Πούτιν, έτσι και οι εθνικιστές της Ευρώπης φοβούνται ιδιαίτερα τους Μουσουλμάνους. Γι' αυτό ο Πούτιν έχει γίνει είδωλο για τους δεξιούς από την Γαλλία μέχρι και την Ελλάδα».
Σε διάστημα μιας εβδομάδας, ο Ντόναλντ Τραμπ ζήτησε να κλείσουν τα συνορα των ΗΠΑ στους μουσουλμάνους και να «αφανιστούν» οι οικογένειες των τζιχαντιστών. Η πρότασή του να απαγορευθεί η είσοδος των μουσουλμάνων προσωρινά στις ΗΠΑ ήταν αυτή που απογείωσε τη δημοτικότητα του Ντόναλντ Τραμπ μεταξύ των ανταγωνιστών του για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών, στην πορεία προς τον Λευκό Οίκο. Στα μάτια των οπαδών του, ο Τραμπ εκπροσωπεί την «αληθινή φωνή», μακριά από τα λόμπι και τον πολιτικό καθωσπρεπισμό που κλείνει τα στόματα των αντιπάλων του. Οι οπαδοί του Τραμπ δείχνουν μαγεμένοι από την ελευθερία λόγου που βγάζει. Τους μαγεύει επίσης το γεγονός ότι δείχνει περιφρόνηση για τις πολιτικές ελίτ. «Οσοι υποστηρίζουν τον Ντόναλντ Τραμπ έχουν εξοργιστεί από τους πολιτικούς καριέρας, αυτούς που ο Αβραάμ Λίνκολν έλεγε ότι εκπροσωπούν «την αδηφάγα επιθυμία να κρατηθούν στην εξουσία», εξηγεί ο Eddie Zipperer, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Georgia Military College. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του New York Times-CBS, η οποία δημοσιεύτηκε την Τρίτη, το 93 % των οπαδών του Τραμπ δηλώνουν ότι είναι εξοργισμένοι με το «σύστημα» που έχει εγκατασταθεί στην Ουάσινγκτον. Κανείς άλλος υποψήφιος δεν συγκεντρώνει αυτό το ποσοστό. Η απόρριψη των ελίτ δεν αρκεί για να εξηγήσει κάποιος την επιτυχία του «φαινομένου Τραμπ», το οποίο τρέφεται και από άλλα στοιχεία: από την ανησυχία της μεσαίας τάξης των λευκών αμερικανών απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, από την νοσταλγία μιας πανίσχυρης Αμερικής και από την απώλεια ταυτότητας απέναντι σε μια μεταμορφωμένη, πολυεθνική κοινωνία. Ολα αυτά συμβάλλουν στην άνοδο Τραμπ, ειδικά στο παρόν διεθνές περιβάλλον, το οποίο ενισχύει το αίσθημα ανασφάλειας. Οι οπαδοί του Τραμπ ανήκουν σε μια κατηγορία την οποία είχε αναλύσει τη δεκαετία του 1970 ο κοινωνιολόγος Donald Warren : Πρόκειται για τους Mars, -middle american radicals- ριζοσπάστες αμερικανοί μεσαίας τάξης. Ανθρωποι που δεν ανήκουν εντελώς ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, οι Mars ανήκουν στη λευκή μεσαία τάξη η οποία πιστεύει ότι έχει εγκαταληφθεί από την εξουσία. Οι εν λόγω Mars είναι υπερ-συντηρητικοί στο θέμα των μεταναστών αλλά δεν είναι καθόλου συντηρητικοί σε επίπεδο φορολογίας και οικονομίας. Γι'αυτό το λόγο, ο δισεκατομυριούχος επιχειρηματίας υπόσχεται ότι θα είναι σκληρός απέναντι την Κίνα, το Μεξικό και την Ιαπωνία, με στόχο «να κερδίσουμε εκ νέου την εμπορική μάχη». Την ίδια ώρα, ο Τραμπ καταγγέλλει τους βαθύπλουτους ιδιοκτήτες επενδυτικών funds οι οποίοι φοροδιαφεύγουν. Την ίδια ώρα, υπερασπίζεται την κοινωνική ασφάλιση και το σύστημα υγείας Medicare του Ομπάμα, ενώ οι ρεπουμπλικανοί ανταγωνιστές του θέλουν να μειώσουν τις δαπάνες για τους πιο φτωχούς. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν ταξινομείται πολιτικά. Κυρίως καλοπιάνει τους μη προνομιουχους. Οι παρεμβάσεις του σοκάρουν την πλειοψηφία των Αμερικανών αλλά εμπεδώνουν την πίστη των οπαδών του στο πρόσωπό του. Με δύο καθαρές προϋποθέσεις από τον Μάριο Ντράγκι για την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση (QE) και με μηνύματα σκληρής γραμμής από τον Λευκό Οίκο ως προς τους όρους εμπλοκής του ΔΝΤ στην Ελλάδα θα παιχτεί η τελική πράξη στο πόκερ των δανειστών για το χρέος. Η συνολική ένταση στις σχέσεις της κυβέρνησης Τραμπ με την Ευρώπη, και δη τη Γερμανία, είναι πιθανό να αποτυπωθεί και στο ελληνικό ζήτημα. Ή γραμμή που φαίνεται να υπάρχει αυτή τη στιγμή από τον Λευκό Οίκο προς το Ταμείο είναι να μην μετάσχει με χρηματοδότηση στο ελληνικό πρόγραμμα εάν δεν προσδιοριστούν με σαφήνεια τα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους. Ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος, που δεν έδωσε καμία συνέντευξη Τύπου σε ολόκληρη την περιοδεία του στην Ευρώπη και την Μέση Ανατολή, υποστήριξε ότι το ταξίδι του ήταν επιτυχές και παραγωγικό. Είπε μάλιστα ότι ο ίδιος βοήθησε να σφυρηλατηθεί ακόμη περισσότερο η διεθνής συνεργασία στη μάχη κατά των ισλαμιστών. Χαιρέτισε επίσης την «εκπληκτική πρόοδο» που επιτεύχθηκε στο ταξίδι του «για να προωθήσουμε την ασφάλεια και την ευημερία των ΗΠΑ, των φίλων μας και των συμμάχων μας». «Κάναμε πολλούς φίλους αυτήν την εβδομάδα», πρόσθεσε. «Ειρήνη δια της ισχύος. Αυτό θα έχουμε. Θα έχουμε πολλή ισχύ και πολλή ειρήνη», συνέχισε. Κάνοντας έναν απολογισμό του ταξιδιού του, εκτόξευσε για άλλη μια φορά τα βέλη του εναντίον των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ που δεν τηρούν τις δεσμεύσεις τους όσον αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες τους. «Είναι άδικο για τους Αμερικανούς φορολογούμενους. Στηρίζουμε πλήρως το ΝΑΤΟ αλλά θέλουμε να μας αντιμετωπίζουν ισότιμα», επανέλαβε. «The Germans are bad, very bad», οι Γερμανοί είναι κακοί, πολύ κακοί, φέρεται να είπε ο Αμερικανός πρόεδρος κατά τη συνάντησή του με ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις Βρυξέλλες αναφερόμενος στο γερμανικό εμπορικό πλεόνασμα, σύμφωνα με πληροφορίες του Spiegel. «Κοιτάξτε τα εκατομμύρια των αυτοκινήτων τα οποία πουλάνε στις ΗΠΑ. Είναι τρομερό. Αυτό θα το σταματήσουμε» συνέχισε ο κ. Τραμπ. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ κατηγόρησε τους 27 ηγέτες του ΝΑΤΟ ότι «δεν φέρονται δίκαια στους Αμερικανούς φορολογουμένους», καθώς δεν συμμετέχουν με το ποσοστό που τους αναλογεί στον προϋπολογισμό της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, αφήνοντας μεγάλο μέρος από το βάρος να πέφτει σε αμερικανικούς ώμους.
Δεν έχει μόνο η Αμερική τον Ντόναλντ Τραμπ της αλλά και η Ευρώπη. Ίσως μάλιστα η Ευρώπη έχει και περισσότερους. Αυτό υποστηρίζει σε ανάλυσή του στο «The New Yorker», ο John Cassidy. «Η Βρετανία βρίσκεται αντιμέτωπη με το Brexit, το Παρίσι με την τρομοκρατία. Με άλλα λόγια η Ευρώπη έχει να αντιμετωπίσει τα δικά της προβλήματα. Αλλά τα προβλήματα αυτά σημαδεύονται και από την άνοδο δεξιών λαϊκιστών πολιτικών που μοιάζουν με την περίπτωση του Τραμπ. Διασχίζοντας τον ατλαντικό καταλαβαίνεις ότι ο «τραμπισμός» δεν είναι ένα καθαρά αμερικανικό φαινόμενο, όπως οι περισσότεροι πιστεύουν. Δεν υπάρχει ακριβές ευρωπαϊκό ισοδύναμο του δισεκατομμυριούχου της Νέας Υόρκης αλλά οι δυνάμεις που τον ώθησαν έως το ρεπουμπλικανικό χρίσμα ο εθνικισμός, ο πρωτογονισμός, η απογοήτευση για τα οικονομικά αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης, ο φόβος της τρομοκρατίας, ο κυνισμός απέναντι στους καριερίστες πολιτικούς είναι εξίσου ισχυρές στην Ευρώπη, ίσως και ισχυρότερες. Από τη Θάλασσα της Ιρλανδίας έως τα Καρπάθια Όρη τέτοιου είδους δεξιές δυνάμεις βρίσκονται σε άνοδο.
Ο δεξιός πατριωτισμός του Τραμπ μοιράζεται σαφώς κάποια χαρακτηριστικά με τα «ξαδελφάκια» του από την Ευρώπη. Σε μια εποχή που η πίστη στα παραδοσιακά κόμματα είναι σε αποσύνθεση, οι οικονομικές προσδοκίες δεν ευοδώθηκαν και οι ξένοι θεωρούνται απειλή για τις θέσεις εργασίας ή ακόμη και τρομοκράτες, ο Τραμπ, η Λεπέν, ο Χόφερ και ο Φάρατζ (και ακόμη ο Κρίστιαν Τούλεσεν Νταλ της Δανίας και ο Γκερτ Βίλντερς της Ολλανδίας) έχουν τις ίδιες επιδιώξεις: το σοβινισμό, να χτυπήσουν τη μετανάστευση και να προωθήσουν λαϊκιστικές οικονομικές πολιτικές. Σε ένα δοκίμιο στην έκδοση των Financial Times, ο Μαρκ Μαζάουερ, ιστορικός του Πανεπιστημίου Κολούμπια υποστηρίζει ότι είμαστε μάρτυρες μιαςαναβίωσης του εθνικισμού ως αντίδραση στην αυξημένη ανασφάλεια. Επικαλούμενος το έργο του αείμνηστου Μπένεντικτ Άντερσον και ειδικά το βιβλίο «Φαντασιακές Κοινότητες» ο Μαζάουερ αναφέρει: «Κάτω από το μεγαθήριο της παγκοσμιοποίησης, όλοι αισθανόμαστε μικροί τώρα, ακόμη και οι ΗΠΑ κι αυτή ίσως είναι η κύρια διαφορά μεταξύ των ρεπουμπλικανικών κρεσέντο την εποχή του Ρήγκαν και τώρα του Τραμπ. Αυτή είναι μια εντυπωσιακή θέση αν και υποτιμά κάπως τον βαθμό στον οποίο προηγούμενοι υποστηρικτές του αμερικανικού εθνικισμού από τον Τέντι Ρούσβελτ μέχρι τον ίδιο τον Ρήγκαν έπαιξαν με τον φόβο ότι οι ΗΠΑ θα έμεναν πίσω ή θα έχαναν την ισχύ τους. Και περιέχει άφθονους λόγους, για όλους, όχι μόνο για τους Αμερικανούς, να ανησυχούν για τις δυνατότητες του τραμπισμού.
Πηγή: https://gr.rbth.com/articles/2012/05/17/giati_o_poytin_einai_isxyro_igeti_15118
http://m.tvxs.gr/mo/i/201484/f/news/egrapsan-eipan/o-ntonalnt-tramp-kai-o-trampismos-tis-eyropis.html
http://www.thetoc.gr/diethni/article/giati-oi-ethnikistes-se-oli-tin-eurwpi-latreuoun-ton-poutin
http://www.foreignaffairs.gr/articles/69389/aleksandra-ioannidoy/o-neos-ellinikos-ethnikismos?page=show
http://m.tvxs.gr/mo/i/229199/f/news/ellada/o-ntragki-kai-o-tramp-mpainoyn-sto-paixnidi-toy-xreoys.html
http://www.kathimerini.gr/911597/article/epikairothta/kosmos/oi-neoi-filoi-toy-tramp-kai-h-epityxia-toy-ta3idioy-sthn-eyrwph
http://www.iefimerida.gr/news/241328/ntonalnt-tramp-giati-aytos-o-akraios-disekatommyrioyhos-aresei-stin-mesaia-taxi-tis
http://www.kathimerini.gr/911180/article/epikairothta/kosmos/tramp-oi-germanoi-einai-kakoi-poly-kakoi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου