Όπως είναι γνωστό, το κανονικό ενδωνύμιο των «Βυζαντινών» ήταν Ρωμαίοι και, όπως γίνεται ξεκάθαρο από τα μέσα του 10ου αιώνα και έπειτα, ο όρος «Ρωμαίος» περιγράφει μια ταυτότητα που σημαίνει κάτι περισσότερο από «(ορθόδοξος) Χριστιανός» και «υποτελής του βασιλεά των Ρωμαίων». Οι ευρωπαϊκοί λαοί χρησιμοποιούσαν τον όρο «Γραικός» σαν εξωνύμιο για τους Βυζαντινούς άλλοτε αυθόρμητα και ειλικρινά και άλλοτε με τόνο σκωπτικό και με σκόπιμη πρόθεση άρνησης της Ρωμαϊκότητάς τους. Από την ανάλυση ορισμένων χωρίων του Προκοπίου και του Λιουτπράνδου φαίνεται ότι οι γερμανικοί λαοί (Γότθοι, Βάνδαλοι κλπ) και η λατινοφώνη δύση χρησιμοποιούσαν σταθερά το εξωνύμιο «Γραικοί» για να περιγράψουν τους Βυζαντινούς (αν και πριν από τον Καρλομάγνο χρησιμοποιείται και ο όρος «Ρωμαίοι». Το ότι οι γερμανικοί λαοί χρησιμοποιούσαν το εξωνύμιο «Γραικοί» για τους Βυζαντινούς μας βοηθάει να ξεδιαλύνουμε το μυστήριο του «Γραικού» του Πρίσκου (5ος αιώνας). Όταν ο Πρίσκος ήταν μέλος της πρεσβείας που στάλθηκε στην αυλή του Αττίλα ξαφνιάστηκε όταν άκουσε κάποιον να μιλάει άπταιστα ελληνικά. Όταν τον ρώτησε που τα έμαθε, ο άνθρωπος γελώντας του απάντησε ότι ήταν έμπορος «Γραικός στο γένος» που κατέληξε να ζει στο Viminacium, όπου αιχμαλωτίστηκε από τους Ούννους και΄, όταν ελευθερώθηκε, επέλεξε να ζει μαζί τους γιατί είχε απογοητευθεί από την εξέλιξη των πραγμάτων στην Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Αυτό το χωρίο συχνά παρατίθεται σαν η τελευταία μαρτυρία ύπαρξης ελληνικής εθνοτικής συνείδησης. Ο έμπορος αυτοπροσδιορίζεται «Γραικός το γένος» και αναφέρει τους «Μυσούς» (λατινίζοντες και δακο-θρακόφωνοι Ρωμαίοι) και τους «Σκύθες» Ούννους (βάρβαροι μη Ρωμαίοι). Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι το ότι μιλώντας ελληνικά δεν αυτοπροσδιορίστηκε σαν «Ἕλλην», αλλά σαν «Γραικός». Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί. Ζούσε στο λατινόφωνο Viminacium όπου οι λατινόφωνοι συμπολίτες του τον αποκαλούσαν Gr[a]ecus όπως λέει ο Προκόπιος αργότερα ότι έκαναν και οι λατινόφωνοι αξιωματικοί στα χρόνια του. Αργότερα βρέθηκε να ζει μετους Ούννους, όπου σύμφωνα με τον Peter Heather η lingua franca της αυτοκρατορίας του Αττίλα ήταν τα ανατολικά γερμανικά λόγω του μεγάλου αριθμού των ανατολικών γερμανικών υποταγμένων φύλων (Γότθοι, Γέπιδες, Ρούγοι, Έρουλοι, Βάνδαλοι κλπ). Και μιας και είδαμε ότι οι γερμανικοί αυτοί λαοί αποκαλούσαν τους Ανατολικούς Ρωμαίους σαν «Γραικούς» έπεται ότι και στην γερμανόφωνη αυτοκρατορία του Αττίλα, οι Ανατολικοί Ρωμαίοι θα ήταν επίσης γνωστοί σαν «Γραικοί». Με άλλα λόγια, ο «Γραικός» έμπορος του Αττίλα εν τέλει ενστερνίστηκε το εξωνύμιο με το οποίο τον αποκαλούσαν οι λαοί με τους οποίους συζούσε.
Εξοικειωμένοι με την εικόνα των αποκαλούμενων βαρβάρων να υπηρετούν στον στρατό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, μας προξενεί εντύπωση όταν πληροφορούμαστε πως πολίτης «πολιτισμένου έθνους» υπηρετεί τους βάρβαρους! Έτσι, όταν ένα γεγονός είναι διαφορετικό από την πεπατημένη είναι προκλητικά ελκυστικό για να μελετηθεί. Και η προσωπική ιστορία ενός, Έλληνα στην καταγωγή, Ρωμαίου πολίτη, που μπορεί να μην άλλαξε και να επηρέασε την εποχή του, είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Πρώτα απ’ όλα όμως ας δούμε την πηγή που μας παραδίδει αυτή την περίεργη ιστορία. Πρόκειται για τον ιστορικό και διπλωμάτη Πρίσκο. Καταγόταν από το Πάνιον της Θράκης και κατά πάσα πιθανότητα ήταν ελληνικής καταγωγής. Οι πληροφορίες για τον ίδιο και τα έργο του προέρχονται από το λεξικό της Σούδας και από τα διασωθέντα αποσπάσματα του έργου του στο “Περί πρεσβειών” του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου, ενώ συναντάμε ατόφια κομμάτια του έργου του σε μεταγενέστερους ιστορικούς. Γεννήθηκε ανάμεσα στο 410 και 420 και πολλές φορές μνημονεύεται ως ρήτορας και σοφιστής. Από τον ίδιο μαθαίνουμε πως πήρε μέρος σε πολλές διπλωματικές αποστολές που του ανατέθηκαν από την Κωνσταντινούπολη. Το 449 συνόδευσε τον αυτοκρατορικό απεσταλμένο Μαξιμίνο, με την ιδιότητα του συμβούλου, στην αυλή του Ούννου Αττίλα, ενώ μετείχε σε αποστολές στη Μέση Ανατολή, στην Αίγυπτο και στη Ρώμη. Ας σημειώσουμε πως στην εποχή του το ρωμαϊκό κράτος ήταν διαιρεμένο σε δυτική και ανατολική αυτοκρατορία, ώσπου το 476 το δυτικό κράτος καταλύθηκε και απέμεινε το ανατολικό, που μετεξελίχτηκε σε Βυζάντιο.
Η ιστορία του Πρίσκου γνώρισε μεγάλη διάδοση, γιατί από νωρίς καθιερώθηκε ως η βασικότερη πηγή για την ιστορία των Ούννων και τις σχέσεις τους με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Έτσι, δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε την ιστορικότητα του επεισοδίου της συνάντησης του Πρίσκου με τον Έλληνα απελεύθερο Γραικό (αυτό ήταν το όνομά του), κατά την οποία αντηλλάγησαν διαμετρικώς αντίθετες απόψεις γύρω από τον κόσμο των «βαρβάρων» και των Ρωμαίων. Ο Γραικός πριν από το 441 ήταν ένας ευκατάστατος έμπορος που ζούσε στο Βιμινάκιον της Θράκης. Έπειτα από μια επιδρομή των Ούννων αιχμαλωτίστηκε και τέθηκε στην υπηρεσία του Ούννου αριστοκράτη Ονηγησίου (προφανώς είναι όνομα εξελληνισμένο από τον Πρίσκο). Ο Γραικός επέδειξε πολεμικές αρετές στα πεδία των μαχών το 443 και ενδεχομένως το 447/448 απέκτησε την ελευθερία του και έκτοτε έγινε ομοτράπεζος του κυρίου του. Όταν λοιπόν έφτασε ο Πρίσκος στην αυλή του Αττίλα το 449 και πληροφορήθηκε την ύπαρξή του, επιδίωξε να τον συναντήσει. Ο Γραικός διηγούμενος την ιστορία του στον Πρίσκο αναπόφευκτα προβαίνει σε συγκρίσεις αντιπαραβάλλοντας τη ζωή του με τους Ούννους και τις παλαιότερες εμπειρίες του ως Ρωμαίου πολίτη.
Ο διάλογος ανάμεσα στους δυο άντρες, με κοινή εθνική καταγωγή, περιέχει όλα τα γνωρίσματα ενός φιλοσοφικού διαλόγου. Τα επιχειρήματα του Πρίσκου αντλούνται από την Πολιτεία του Πλάτωνος και δίνονται με τρόπο φορμαλιστικό, αλλά χωρίς τελικά να απαντούν στα βασικά ερωτήματα που έθεσε ο Γραικός. Ο απώτερος στόχος του Πρίσκου δεν ήταν να αποδείξει στον Γραικό ή στους αναγνώστες του τον ανώτερο πολιτισμό των Ρωμαίων, πράγμα αυτονόητο και αδιαμφισβήτητο για την εποχή του. Βασικός σκοπός του είναι να δείξει τον τρόπο ζωής, τον υλικό πολιτισμό και την κοινωνική συμπεριφορά γενικότερα των Ούννων. Οι επισημάνσεις για τη διατροφή, τα κτίσματά τους, ακόμη για τη φιλοξενία και τα ήθη τους, έχουν διηγηματικό ή μάλλον ανεκδοτολογικό χαρακτήρα, το ίδιο και ο διάλογος με τον πρώην αιχμάλωτο. Με τη μόνη διαφορά ότι στο επεισόδιο αυτό μέσω της κριτικής του ρωμαϊκού συστήματος από τον Έλληνα πρώην έμπορο διατυπώνονται οι γενικότεροι προβληματισμοί του ιστορικού. Ο Γραικός λοιπόν, αφού διηγήθηκε στον Πρίσκο πώς βρέθηκε στους Ούννους και την προσωπική του ιστορία, στην αρχή επισημαίνει ότι οι υπήκοοι της Ρώμης (εννοώντας και της Κωνσταντινούπολης) κινδύνευαν όχι μόνον σε περιόδους πολέμου, αλλά και σε καιρούς ειρήνης. Αντίθετα οι Ούννοι, όταν δεν πολεμούν, ζουν ειρηνικά μεταξύ τους. Ιδιαίτερα αναφέρεται στους Ρωμαίους πολίτες που σε καιρό ειρήνης τους απαγορεύεται να φέρουν όπλα κατά διαταγή των “τυράννων” τους (είναι απίστευτο που αποκαλεί έτσι τους Ρωμαίους αυτοκράτορες) που φοβούνται τις ένοπλες εξεγέρσεις. Κατά τον Γραικό, αυτός είναι ο λόγος που δεν προβάλλουν αντίσταση στους κατακτητές.
Συνακόλουθα, στον πόλεμο, συνεχίζει ο Γραικός, εναποθέτουν όλες τις ελπίδες τους σε ξένους μισθοφόρους και οι στρατηγοί τους αποδεικνύονται δειλοί και αναξιόπιστοι. Αλλά και σε καιρό ειρήνης η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Η φορολογία είναι επαχθής και οι δικαστές χρηματίζονται (το παραδικαστικό κύκλωμα φαίνεται πως ήταν από τότε δημοφιλές!). Οι δικαστικοί αγώνες χρονίζουν, οι κριτές δεν είναι αδέκαστοι και μόνον οι φτωχοί καταδικάζονται! Φανταζόμαστε την έκπληξη του βυζαντινού αξιωματούχου ακούγοντας τις κατηγορίες του Έλληνα πρώην Ρωμαίου πολίτη. Ο Πρίσκος προσπάθησε να απαντήσει σε όλες τις κατηγορίες του Γραικού χωρίς ωστόσο να γίνεται πειστικός, αν και συζητά ένα προς ένα όλα τα θέματα που έθιξε ο συνομιλητής του. Υπενθυμίζει στον Γραικό ότι στη ρωμαϊκή πολιτεία υπάρχει καταμερισμός εργασίας και ευθυνών. Άλλοι φέρουν όπλα και υπερασπίζονται το κράτος και άλλοι καλλιεργούν τη γη. Για τη φορολογία δεν κάνει ειδικά λόγο, αφήνει όμως να εννοηθεί ότι υπάρχει ένα όριο αμοιβής τόσο για τους στρατιώτες όσο και για τους υπερασπιστές της δικαιοσύνης. Όσον αφορά τη διαφθορά στην απονομή του δικαίου και πάλι ο Πρίσκος επικαλείται την κατανομή των αρμοδιοτήτων. Οι δικηγόροι διορίζονται επ’ αμοιβή για να βοηθούν τους διαδίκους που αγνοούν τον νόμο. Η εκδίκαση των υποθέσεων απαιτεί χρόνο, προκειμένου να εξασφαλιστεί και να διακριβωθεί η δικαστική έρευνα. Τέλος, σημειώνει ο Πρίσκος, όλοι ανεξαιρέτως υπόκεινται στους νόμους συμπεριλαμβανομένου και του αυτοκράτορα. Προσθέτει ακόμα ότι ο ίδιος ο Γραικός δεν χρωστά την ελευθερία του στον κύριό του αλλά στην καλή του τύχη, γιατί σε αντίθεση με τους Ούννους, οι Ρωμαίοι συμπεριφέρονται με πατρική στοργή προς τους δούλους τους και οι δούλοι υπό το ρωμαϊκό καθεστώς απολαμβάνουν των προνομίων που τους δίνει ο νόμος.
Ο Γραικός συμφώνησε με τα επιχειρήματα του Πρίσκου παρατηρώντας απλώς πως η ρωμαϊκή πολιτεία και οι νόμοι της είναι καλοί, αλλά δεν έχουν νόημα όταν δεν τηρούνται και όταν η άρχουσα τάξη είναι παρηκμασμένη και διεφθαρμένη και ο κόσμος ζει κάτω από τον φόβο της φορολογίας και των δικαστών που καταδυναστεύουν τις πτωχότερες τάξεις. Ο Πρίσκος πάντως δεν απάντησε ευθέως στην κριτική του Γραικού. Για τη δειλία των Ρωμαίων στρατηγών δεν έκανε λόγο, όπως και για τα θέματα της βαριάς φορολογίας ή την παραχώρηση των προνομίων που εδίδοντο στους πλούσιους και απέβαιναν εις βάρος των λαϊκών μαζών. Προσπάθησε να μεταφέρει τη συζήτηση σε ένα θεωρητικό επίπεδο αποφεύγοντας έτσι να αντιμετωπίσει ευθέως την κριτική του απελεύθερου Γραικού που στηριζόταν σε πρακτικά προβλήματα της καθημερινής διαβίωσης.
Συμπερασματικά, ο Πρίσκος πρόβαλε την κριτική του πρώην αιχμαλώτου κατά του ρωμαϊκού συστήματος, χωρίς να υποχρεωθεί να την αμφισβητήσει. Οι κατηγορίες γίνονται σιωπηρά αποδεκτές και έμμεσα εκφράζουν και τις δικές του πολιτικές απόψεις, παρόλο που καθ’ όλη τη συζήτηση εμφανίζεται ως υπερασπιστής των ρωμαϊκών πολιτιστικών παραδόσεων. Αλλά και ίδιος ο ιστορικός και διπλωμάτης σε άλλο σημείο του έργου του καταδικάζει απερίφραστα την πολιτική διαφθορά και τη στρατιωτική ηγεσία, η οποία προτιμούσε την εξαγορά της ειρήνης από τον πόλεμο, με αποτέλεσμα την επιβολή έκτακτων φόρων. Όσο για τον Γραικό δεν γνωρίζουμε τι απέγινε καθώς δεν υπάρχει κάποια άλλη αναφορά στα σωσμένα αποσπάσματα του ιστορικού έργου του Πρίσκου. Μια πενταετία μετά από αυτή τη περίεργη συνάντηση, το κράτος του Αττίλα διαλύθηκε και είκοσι δύο χρόνια έπειτα καταλύθηκε και το δυτικό ρωμαϊκό κράτος από τους Γερμανούς μισθοφόρους της Ιταλίας. Η ρωμαϊκή ιδέα επέζησε στην ανατολή και σιγά – σιγά έμπαιναν οι βάσεις για τη βυζαντινοποίηση του ρωμαϊκού κράτους.
Πηγή : https://smerdaleos.wordpress.com/2014/01/24/%CE%BF%CE%B9-%CE%B3%CF%81%CE%B1%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%AF-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%BF%CF%81%CF%86%CF%85%CF%81%CE%BF%CE%B3%CE%AD%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%84%CE%BF%CF%85-1-%CF%80%CF%81%CE%BF/
https://eranistis.net/wordpress/2017/10/09/25562%CE%BF-%CE%AD%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CF%85%CF%80%CE%B7%CF%81%CE%AD%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B5-%CF%84/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου