Τα νομοθετικά έργα του Βασιλείου Α' και του Λέοντα ΣΤ', τον 9ο και 10ο αιώνα, επέφεραν μια προσωρινή αναγέννηση της νομικής φιλολογίας, που εκδηλωνόταν αφενός με την εμφάνιση πολλών ερμηνειών και μεταφράσεων των «Βασιλικών» (σχόλια) και αφετέρου με την έκδοση διαφόρων συντομευμένων συλλογών και εγχειριδίων. Ο 10ος αιώνας χαρακτηρίζεται επίσης από μια εξαιρετικού ενδιαφέροντος τάση των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι να εκδηλώσουν, μέσω ενός αριθμού Νεαρών την αντίδρασή τους σ’ ένα από τα πιο σοβαρά ζητήματα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της περιόδου αυτής, στο πρόβλημα δηλαδή της εκτεταμένης ανάπτυξης των μεγάλων ιδιοκτησιών, που εξελίσσονταν σε βάρος των μικροϊδιοκτητών αγροτών, καθώς και ελεύθερων αγροτών γενικά. Την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων, η τάξη των δυνατών είχε και πάλι αναπτυχθεί σοβαρά. Στην άλλη άκρη βρισκόταν η τάξη των «φτωχών», η οποία μπορεί να συγκριθεί με τους φτωχούς της μεσαιωνικής Δυτικής Ευρώπης, αλλά και με τα ορφανά της μοσχοβίτικης περιόδου της ρωσικής ιστορίας. Οι φτωχοί της Βυζαντινής αυτοκρατορίας του 10ου αιώνα ήταν οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες, μέλη οργανωμένων «κοινοτήτων», που, λόγω των πολλών φόρων και των διαφόρων άλλων καθηκόντων τους, ήταν αναγκασμένοι να ζητούν την προστασία των «ισχυρών», ανταλλάσσοντας την προστασία αυτή με την ελευθερία τους και την ανεξαρτησία τους. Η ανάπτυξη των «δυνατών» τον 10 αιώνα, μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από τις συνέπειες της επανάστασης του Θωμά, την 3η δεκαετία του 9ου αιώνα. Το γεγονός αυτό ισχύει κυρίως για τη Μικρά Ασία όπου, τον 10ο αιώνα, ο αριθμός των μεγαλοϊδιοκτητών αναπτύχθηκε τρομερά. Η τρομερή αυτή επανάσταση προκάλεσε την καταστροφή ενός μεγάλου αριθμού μικροϊδιοκτητών, που αναγκάστηκαν να μεταβιβάσουν την ιδιοκτησία τους στους πλούσιους γείτονές τους. Αυτή όμως ήταν απλά μια από τις πολλές αιτίες που συντέλεσαν στην ανάπτυξη των «δυνατών». Το πρόβλημα γενικά της εξέλιξης των μεγαλοϊδιοκτητών του Βυζαντίου, στη διάρκεια του 9ου και 10ου αιώνα, δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί όσο έπρεπε. Οι άρχοντες της Μακεδονικής δυναστείας, τουλάχιστον από τον Ρωμανό Λεκαπηνό (919-944) μέχρι τον Βασίλειο Β', που πέθανε το 1025, υπερασπίστηκαν δραστήρια την υπόθεση των μικρών ιδιοκτητών, καθώς και τις αγροτικές «κοινότητες» εναντίον των παραβάσεων των ισχυρών, γεγονός που πρέπει να εξηγηθεί με βάση την εκτεταμένη ανάπτυξη των μεγαλοϊδιοκτητών. Οι ισχυροί, ελέγχοντας τεράστιες εκτάσεις γης, μπορούσαν εύκολα να οργανώσουν στρατό, αποτελούμενο από όσους εξαρτιόντουσαν από αυτούς, και να συνωμοτήσουν εναντίον του κράτους. Οι αυτοκράτορες, υπερασπίζοντας τα δικαιώματα των μικροϊδιοκτητών και των αγροτών, υπεράσπιζαν συγχρόνως τον εαυτό τους και το θρόνο τους, που απειλήθηκε σοβαρά τον 10ο αιώνα, ιδίως από τη Μικρά Ασία.Οι αυτοκράτορες ήταν αναγκασμένοι επίσης να υπερασπίζονται τα κτήματα των γεωργών-στρατιωτών. Από την εποχή ακόμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας υπήρχε η συνήθεια να δίνουν κτήματα στους στρατιώτες (στα σύνορα της αυτοκρατορίας ή μέσα σ’ αυτήν) με την προϋπόθεση ότι οι ιδιοκτήτες αυτών των κτημάτων θα συνέχιζαν να υπηρετούν στο στρατό. Οι απονομές αυτές συνεχίστηκαν μέχρι το 10 αιώνα, αν και βρίσκονταν σε μια κατάσταση παρακμής. Οι ιδιοκτησίες αυτές των στρατιωτών διέτρεχαν επίσης τον κίνδυνο (9ο και 10ο αιώνα) να μεταβιβαστούν στους ισχυρούς, οι οποίοι αγωνίζονταν να τις αγοράσουν όπως ακριβώς αγόρασαν τις μικρές ιδιοκτησίες των αγροτών.
Τα μέτρα που έλαβαν οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Μακεδόνων για την υπεράσπιση των ιδιοκτησιών των αγροτών και των στρατιωτών ήταν πολύ απλά. Απαγόρευσαν στους ισχυρούς να αγοράζουν ή να παίρνουν στην κατοχή τους κτήματα που ανήκαν στους αγρότες και τους στρατιώτες. Η προσπάθεια αυτή του κράτους έγινε με βάση μια «Νεαρά» που δημοσιεύτηκε το 922 από τον Ρωμανό Α' Λεκαπηνό. Η «Νεαρά» αυτή καθόριζε τρία πράγματα: 1) Κατά την πώληση ενός κτήματος, σπιτιού, αγρού κλπ. προτιμούνται οι χωρικοί και η ελεύθερη «κοινότητά» τους, 2) οι δυνατοί δεν μπορούν να αγοράσουν την ιδιοκτησία του φτωχού έστω και αν πρόκειται για υιοθεσία, δωρεά, κληρονομιά ή ανταλλαγή, και 3) τα κτήματα των γεωργών-στρατιωτών που είχαν αγοραστεί, με οποιονδήποτε τρόπο, στη διάρκεια των 30 τελευταίων ετών, έπρεπε να τους επιστραφούν χωρίς οι αγοραστές να αποζημιωθούν από τους πραγματικούς τους ιδιοκτήτες. Οι τρομερές δυσκολίες που αντιμετώπισε η αυτοκρατορία αμέσως μετά τη δημοσίευση αυτής της «Νεαράς», δυσκόλεψαν πολύ την εφαρμογή των μέτρων του Ρωμανού. Πρώιμες κακοκαιρίες, αρρώστιες και πείνα έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση τους αγρότες και οι δυνατοί, εκμεταλλευόμενοι την αξιοθρήνητη κατάσταση των γεωργών, αγόρασαν τα κτήματά τους σε πολύ χαμηλές τιμές ή για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτή όμως η ελεεινή ενέργεια των δυνατών ανάγκασε τον Ρωμανό να δημοσιεύσει το 934 μια δεύτερη «Νεαρά», με την οποία επιπλήττει αυστηρά τη σκληρότητα της τάξης των πλουσίων, αναφέροντας ότι οι δυνατοί επέπεσαν στα άτυχα χωριά σαν μια αρρώστια ή γάγγραινα, η οποία τα ρήμαζε, οδηγώντας τα στην τελική τους καταστροφή. Η «Νεαρά» αυτή ανέφερε ότι οι χωρικοί που είχαν πουλήσει τα κτήματά τους στους δυνατούς, στη διάρκεια της πείνας και των δυσκολιών, μπορούσαν να τα πάρουν πίσω στην ίδια τιμή που τα είχαν πουλήσει. Ύστερα από μια σύντομη απασχόληση με την επιτυχή δράση του στρατού του Βυζαντίου, η Νεαρά τελειώνει ως εξής: «Αν πετύχαμε τόσα πράγματα στον αγώνα μας με τους εξωτερικούς εχθρούς, πώς είναι δυνατόν να αποτύχουμε στη συντριβή των εσωτερικών μας αντιπάλων (των εχθρών της φύσης, των ανθρώπων και της τάξης) μέσω της δίκαιης επιθυμίας μας για ελευθερία, καθώς και μέσω της αδυσώπητης εφαρμογής τούτου του νόμου;». Το διάταγμα αυτό δεν πέτυχε να σταματήσει την ανάπτυξη των δυνατών και την καταστροφή των μικροϊδιοκτητών. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, σ’ ένα μεταγενέστερο διάταγμά του αναφέρει επίσημα ότι δεν τηρούνταν οι παλαιότεροι νόμοι. Οι περιορισμοί που έβαλε ο Κωνσταντίνος στους πλούσιους ξεπέρασαν και αυτούς του Ρωμανού. Ο Νικηφόρος Φωκάς όμως, που έγινε αυτοκράτορας χάρη στο γάμο του με τη χήρα του Ρωμανού Β', ήταν μέλος της τάξης των δυνατών και πολύ φυσικά υποστήριξε τα συμφέροντα αυτής της τάξης, πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο προκάτοχό του. Κατά τον Vasilievsky, η Νεαρά του Νικηφόρου Φωκά αναμφίβολα μιλάει με πλεονεκτικό τρόπο για τους δυνατούς, αν και γενικά αναφέρεται απλά σε μια ισότητα, καθώς και σε μια εξίσου μεταχείριση και των δύο πλευρών. Η Νεαρά αυτή δηλώνει ότι οι παλαιοί νομοθέτες θεώρησαν όλους τους άρχοντες ως υπέρμαχους του Δικαίου, ενώ οι προκάτοχοι του Νικηφόρου Φωκά ξέφυγαν από τη γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης των ανθρώπων, παραμελώντας τελείως τα δικαιώματα των ισχυρών και μη επιτρέποντάς τους να διατηρήσουν ούτε ό,τι είχαν ήδη ως ιδιοκτησία τους. Ο Νικηφόρος Φωκάς, ακυρώνοντας όλους τους παλαιούς νόμους, συντέλεσε σε νέα, ελεύθερη και ασύδοτη ανάπτυξη της τάξης των πλουσίων. Ο πιο αυστηρός εχθρός των δυνατών υπήρξε ο Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος. Δυο αρχηγοί όμως απ’ τις οικογένειες των δυνατών της Μικράς Ασίας, ο Βάρδας Φωκάς κι ο Βάρδας Σκληρός επαναστάτησαν κατά του αυτοκράτορα, ο οποίος κινδύνευσε να χάσει το θρόνο του. Μονάχα η επέμβαση του ρωσικού στρατού, τον οποίον έστειλε ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος εμπόδισε την πτώση του αυτοκράτορα. Επομένως δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο Βασίλειος θεωρούσε τους μεγάλους γαιοκτήμονες ως τους πιο επικίνδυνους εχθρούς του και η συμπεριφορά του απέναντί τους ήταν πολύ σκληρή. Κάποτε, περνώντας από την Καππαδοκία, ο Βασίλειος μαζί με όλο το στρατό του, φιλοξενήθηκε στην τεράστια ιδιοκτησία του Ευστάθιου Μαλεΐνου. Υποπτευόμενος ο Βασίλειο ότι ο Μαλεΐνος, ακολουθώντας τα βήματα του Φωκά και του Σκληρού μπορούσε να εξελιχθεί σε αντίπαλό του, τον πήρε μαζί του στην πρωτεύουσα όπου και τον ανάγκασε να μείνει μέχρι το τέλος της ζωής του. Μετά το θάνατο του Μαλεΐνου, κατασχέθηκε η τεράστια περιουσία του.
Σχετικό είναι επίσης το εξής γεγονός: Ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε κάποτε για κάποιο φτωχό χωρικό, τον Φιλόκαλο, που έγινε πλούσιος κατακτώντας συγχρόνως και μετατρέποντας σε ιδιοκτησία του το χωριό στο οποίο ζούσε, αφού προηγουμένως του άλλαξε όνομα. Ο Βασίλειος διέταξε την εκ θεμελίων καταστροφή όλων των λαμπρών κτιρίων του Φιλόκαλου, καθώς και την επιστροφή των κτημάτων του στους φτωχούς. Ο Φιλόκαλος, ύστερα από διαταγή του αυτοκράτορα επανήλθε στη θέση του απλού χωρικού. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι οικογένειες του Φωκά και του Σκληρού και του Μαλεΐνου υπήρξαν απλώς λίγοι από τους πολλούς δυνατούς της Μικράς Ασίας. Η περίφημη Νεαρά του 996 κατάργησε κάθε προηγούμενη υποστήριξη των δικαιωμάτων των δυνατών, που είχαν αποκτήσει παράνομα τα κτήματα των χωρικών και που είχαν προσπαθήσει να πετύχουν τις επιδιώξεις τους είτε με δωροδοκίες είτε με τη βία, για να γίνουν οριστικοί κάτοχοι των όσων είχαν πάρει από τους φτωχούς με φαύλους τρόπους. Τα κτήματα που είχαν πάρει οι δυνατοί πριν από την έκδοση του πρώτου διατάγματος του Ρωμανού, θα παρέμεναν στην εξουσία τους μόνον εφόσον θα αποδεικνυόταν η κυριότητα επ’ αυτών με έγγραφες αποδείξεις ή με βάση μαρτυρίες πολλών μαρτύρων. Επίσης τα δικαιώματα του κράτους δεν δέχονταν κανένα περιορισμό. Το πρόβλημα των στρατιωτικών κτημάτων απασχόλησε και αυτό τους Μακεδόνες άρχοντες, οι οποίοι εξέδωσαν αρκετές, σχετικές, Νεαρές. Εκτός από τη Νεαρά του 996, ο Βασίλειος εξέδωσε ένα διάταγμα σχετικό με τον γνωστό ως «αλληλέγγυο» φόρο. Από τις αρχές του 9ου αιώνα (σύμφωνα με σχετική πληροφοριακή πηγή) ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α' εξέδωσε διαταγές που με βάση αυτές οι πλούσιοι έπρεπε να πληρώνουν όλους τους φόρους των γειτόνων φτωχών. Το «αλληλέγγυο» ως φόρος δεν ήταν κάτι το νέο, επειδή αποτελεί συνέχεια και παραλλαγή του ρωμαϊκού συστήματος της «επιβολής». Οι διαταγές του Νικηφόρου Α' δημιούργησαν τέτοια αντίθεση προς τον αυτοκράτορα ώστε οι διάδοχοί του αναγκάστηκαν να καταργήσουν το φόρο αυτόν. Όταν οι ανάγκες για χρήματα, που προκλήθηκαν από τον βουλγαρικό πόλεμο, αυξήθηκαν και συγχρόνως η επιθυμία του Βασιλείου Β' να κτυπήσει δυνατά τους πλούσιους είχε μεγαλώσει, ο αυτοκράτορας αναζωογόνησε το νόμο που καθιστούσε υπεύθυνους τους πλούσιους γαιοκτήμονες για την πληρωμή των φόρων των φτωχών, εφόσον οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να τους πληρώσουν. Αν το μέτρο αυτό, που τόσο το υποστήριξε ο Βασίλειος Β', είχε μείνει σε ισχύ για αρκετό χρονικό διάστημα μπορούσε να καταστρέψει τους ισχυρούς ιδιοκτήτες τόσο των εκκλησιαστικών όσο και των «κοσμικών» κτημάτων. Αλλά το «αλληλέγγυο» ίσχυσε μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Στην αρχή του 11ου αιώνα ο Ρωμανός Γ' Αργυρός, που έγινε αυτοκράτορας χάρη στο γάμο του με την κόρη του Κωνσταντίνου Η', Ζωή, παρακινούμενος από το ενδιαφέρον του για το καλό των πλουσίων και την επιθυμία του να βρει τρόπο συμβιβασμού με τον ανώτερο κλήρο και τους ευγενείς, ακύρωσε το μισητό «αλληλέγγυο». Γενικά τα διατάγματα των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, του 10ου αιώνα, αν και περιόρισαν κάπως τις καταπατήσεις των ισχυρών, πέτυχαν πολύ λίγα συγκεκριμένα αποτελέσματα. Τον 11ο αιώνα οι περίφημες Νεαρές ξεχάστηκαν και εγκαταλείφθηκαν. Ο ίδιος αιώνας γνώρισε μια μεταβολή της εσωτερικής πολιτικής των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, οι οποίοι άρχισαν ελεύθερα να υποστηρίζουν τα συμφέροντα των μεγάλων γαιοκτημόνων, επισπεύδοντας έτσι τη μεγάλη ανάπτυξη της δουλείας, αν και οι ελεύθεροι αγρότες και οι ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες δεν εξαφανίστηκαν τελείως από την αυτοκρατορία, αλλά συνέχισαν να υπάρχουν.
Πηγή: http://byzantin-history.blogspot.gr/2011/05/10_10.html
Τα μέτρα που έλαβαν οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Μακεδόνων για την υπεράσπιση των ιδιοκτησιών των αγροτών και των στρατιωτών ήταν πολύ απλά. Απαγόρευσαν στους ισχυρούς να αγοράζουν ή να παίρνουν στην κατοχή τους κτήματα που ανήκαν στους αγρότες και τους στρατιώτες. Η προσπάθεια αυτή του κράτους έγινε με βάση μια «Νεαρά» που δημοσιεύτηκε το 922 από τον Ρωμανό Α' Λεκαπηνό. Η «Νεαρά» αυτή καθόριζε τρία πράγματα: 1) Κατά την πώληση ενός κτήματος, σπιτιού, αγρού κλπ. προτιμούνται οι χωρικοί και η ελεύθερη «κοινότητά» τους, 2) οι δυνατοί δεν μπορούν να αγοράσουν την ιδιοκτησία του φτωχού έστω και αν πρόκειται για υιοθεσία, δωρεά, κληρονομιά ή ανταλλαγή, και 3) τα κτήματα των γεωργών-στρατιωτών που είχαν αγοραστεί, με οποιονδήποτε τρόπο, στη διάρκεια των 30 τελευταίων ετών, έπρεπε να τους επιστραφούν χωρίς οι αγοραστές να αποζημιωθούν από τους πραγματικούς τους ιδιοκτήτες. Οι τρομερές δυσκολίες που αντιμετώπισε η αυτοκρατορία αμέσως μετά τη δημοσίευση αυτής της «Νεαράς», δυσκόλεψαν πολύ την εφαρμογή των μέτρων του Ρωμανού. Πρώιμες κακοκαιρίες, αρρώστιες και πείνα έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση τους αγρότες και οι δυνατοί, εκμεταλλευόμενοι την αξιοθρήνητη κατάσταση των γεωργών, αγόρασαν τα κτήματά τους σε πολύ χαμηλές τιμές ή για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτή όμως η ελεεινή ενέργεια των δυνατών ανάγκασε τον Ρωμανό να δημοσιεύσει το 934 μια δεύτερη «Νεαρά», με την οποία επιπλήττει αυστηρά τη σκληρότητα της τάξης των πλουσίων, αναφέροντας ότι οι δυνατοί επέπεσαν στα άτυχα χωριά σαν μια αρρώστια ή γάγγραινα, η οποία τα ρήμαζε, οδηγώντας τα στην τελική τους καταστροφή. Η «Νεαρά» αυτή ανέφερε ότι οι χωρικοί που είχαν πουλήσει τα κτήματά τους στους δυνατούς, στη διάρκεια της πείνας και των δυσκολιών, μπορούσαν να τα πάρουν πίσω στην ίδια τιμή που τα είχαν πουλήσει. Ύστερα από μια σύντομη απασχόληση με την επιτυχή δράση του στρατού του Βυζαντίου, η Νεαρά τελειώνει ως εξής: «Αν πετύχαμε τόσα πράγματα στον αγώνα μας με τους εξωτερικούς εχθρούς, πώς είναι δυνατόν να αποτύχουμε στη συντριβή των εσωτερικών μας αντιπάλων (των εχθρών της φύσης, των ανθρώπων και της τάξης) μέσω της δίκαιης επιθυμίας μας για ελευθερία, καθώς και μέσω της αδυσώπητης εφαρμογής τούτου του νόμου;». Το διάταγμα αυτό δεν πέτυχε να σταματήσει την ανάπτυξη των δυνατών και την καταστροφή των μικροϊδιοκτητών. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, σ’ ένα μεταγενέστερο διάταγμά του αναφέρει επίσημα ότι δεν τηρούνταν οι παλαιότεροι νόμοι. Οι περιορισμοί που έβαλε ο Κωνσταντίνος στους πλούσιους ξεπέρασαν και αυτούς του Ρωμανού. Ο Νικηφόρος Φωκάς όμως, που έγινε αυτοκράτορας χάρη στο γάμο του με τη χήρα του Ρωμανού Β', ήταν μέλος της τάξης των δυνατών και πολύ φυσικά υποστήριξε τα συμφέροντα αυτής της τάξης, πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο προκάτοχό του. Κατά τον Vasilievsky, η Νεαρά του Νικηφόρου Φωκά αναμφίβολα μιλάει με πλεονεκτικό τρόπο για τους δυνατούς, αν και γενικά αναφέρεται απλά σε μια ισότητα, καθώς και σε μια εξίσου μεταχείριση και των δύο πλευρών. Η Νεαρά αυτή δηλώνει ότι οι παλαιοί νομοθέτες θεώρησαν όλους τους άρχοντες ως υπέρμαχους του Δικαίου, ενώ οι προκάτοχοι του Νικηφόρου Φωκά ξέφυγαν από τη γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης των ανθρώπων, παραμελώντας τελείως τα δικαιώματα των ισχυρών και μη επιτρέποντάς τους να διατηρήσουν ούτε ό,τι είχαν ήδη ως ιδιοκτησία τους. Ο Νικηφόρος Φωκάς, ακυρώνοντας όλους τους παλαιούς νόμους, συντέλεσε σε νέα, ελεύθερη και ασύδοτη ανάπτυξη της τάξης των πλουσίων. Ο πιο αυστηρός εχθρός των δυνατών υπήρξε ο Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος. Δυο αρχηγοί όμως απ’ τις οικογένειες των δυνατών της Μικράς Ασίας, ο Βάρδας Φωκάς κι ο Βάρδας Σκληρός επαναστάτησαν κατά του αυτοκράτορα, ο οποίος κινδύνευσε να χάσει το θρόνο του. Μονάχα η επέμβαση του ρωσικού στρατού, τον οποίον έστειλε ο πρίγκιπας Βλαδίμηρος εμπόδισε την πτώση του αυτοκράτορα. Επομένως δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο Βασίλειος θεωρούσε τους μεγάλους γαιοκτήμονες ως τους πιο επικίνδυνους εχθρούς του και η συμπεριφορά του απέναντί τους ήταν πολύ σκληρή. Κάποτε, περνώντας από την Καππαδοκία, ο Βασίλειος μαζί με όλο το στρατό του, φιλοξενήθηκε στην τεράστια ιδιοκτησία του Ευστάθιου Μαλεΐνου. Υποπτευόμενος ο Βασίλειο ότι ο Μαλεΐνος, ακολουθώντας τα βήματα του Φωκά και του Σκληρού μπορούσε να εξελιχθεί σε αντίπαλό του, τον πήρε μαζί του στην πρωτεύουσα όπου και τον ανάγκασε να μείνει μέχρι το τέλος της ζωής του. Μετά το θάνατο του Μαλεΐνου, κατασχέθηκε η τεράστια περιουσία του.
Σχετικό είναι επίσης το εξής γεγονός: Ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε κάποτε για κάποιο φτωχό χωρικό, τον Φιλόκαλο, που έγινε πλούσιος κατακτώντας συγχρόνως και μετατρέποντας σε ιδιοκτησία του το χωριό στο οποίο ζούσε, αφού προηγουμένως του άλλαξε όνομα. Ο Βασίλειος διέταξε την εκ θεμελίων καταστροφή όλων των λαμπρών κτιρίων του Φιλόκαλου, καθώς και την επιστροφή των κτημάτων του στους φτωχούς. Ο Φιλόκαλος, ύστερα από διαταγή του αυτοκράτορα επανήλθε στη θέση του απλού χωρικού. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι οικογένειες του Φωκά και του Σκληρού και του Μαλεΐνου υπήρξαν απλώς λίγοι από τους πολλούς δυνατούς της Μικράς Ασίας. Η περίφημη Νεαρά του 996 κατάργησε κάθε προηγούμενη υποστήριξη των δικαιωμάτων των δυνατών, που είχαν αποκτήσει παράνομα τα κτήματα των χωρικών και που είχαν προσπαθήσει να πετύχουν τις επιδιώξεις τους είτε με δωροδοκίες είτε με τη βία, για να γίνουν οριστικοί κάτοχοι των όσων είχαν πάρει από τους φτωχούς με φαύλους τρόπους. Τα κτήματα που είχαν πάρει οι δυνατοί πριν από την έκδοση του πρώτου διατάγματος του Ρωμανού, θα παρέμεναν στην εξουσία τους μόνον εφόσον θα αποδεικνυόταν η κυριότητα επ’ αυτών με έγγραφες αποδείξεις ή με βάση μαρτυρίες πολλών μαρτύρων. Επίσης τα δικαιώματα του κράτους δεν δέχονταν κανένα περιορισμό. Το πρόβλημα των στρατιωτικών κτημάτων απασχόλησε και αυτό τους Μακεδόνες άρχοντες, οι οποίοι εξέδωσαν αρκετές, σχετικές, Νεαρές. Εκτός από τη Νεαρά του 996, ο Βασίλειος εξέδωσε ένα διάταγμα σχετικό με τον γνωστό ως «αλληλέγγυο» φόρο. Από τις αρχές του 9ου αιώνα (σύμφωνα με σχετική πληροφοριακή πηγή) ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α' εξέδωσε διαταγές που με βάση αυτές οι πλούσιοι έπρεπε να πληρώνουν όλους τους φόρους των γειτόνων φτωχών. Το «αλληλέγγυο» ως φόρος δεν ήταν κάτι το νέο, επειδή αποτελεί συνέχεια και παραλλαγή του ρωμαϊκού συστήματος της «επιβολής». Οι διαταγές του Νικηφόρου Α' δημιούργησαν τέτοια αντίθεση προς τον αυτοκράτορα ώστε οι διάδοχοί του αναγκάστηκαν να καταργήσουν το φόρο αυτόν. Όταν οι ανάγκες για χρήματα, που προκλήθηκαν από τον βουλγαρικό πόλεμο, αυξήθηκαν και συγχρόνως η επιθυμία του Βασιλείου Β' να κτυπήσει δυνατά τους πλούσιους είχε μεγαλώσει, ο αυτοκράτορας αναζωογόνησε το νόμο που καθιστούσε υπεύθυνους τους πλούσιους γαιοκτήμονες για την πληρωμή των φόρων των φτωχών, εφόσον οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να τους πληρώσουν. Αν το μέτρο αυτό, που τόσο το υποστήριξε ο Βασίλειος Β', είχε μείνει σε ισχύ για αρκετό χρονικό διάστημα μπορούσε να καταστρέψει τους ισχυρούς ιδιοκτήτες τόσο των εκκλησιαστικών όσο και των «κοσμικών» κτημάτων. Αλλά το «αλληλέγγυο» ίσχυσε μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Στην αρχή του 11ου αιώνα ο Ρωμανός Γ' Αργυρός, που έγινε αυτοκράτορας χάρη στο γάμο του με την κόρη του Κωνσταντίνου Η', Ζωή, παρακινούμενος από το ενδιαφέρον του για το καλό των πλουσίων και την επιθυμία του να βρει τρόπο συμβιβασμού με τον ανώτερο κλήρο και τους ευγενείς, ακύρωσε το μισητό «αλληλέγγυο». Γενικά τα διατάγματα των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, του 10ου αιώνα, αν και περιόρισαν κάπως τις καταπατήσεις των ισχυρών, πέτυχαν πολύ λίγα συγκεκριμένα αποτελέσματα. Τον 11ο αιώνα οι περίφημες Νεαρές ξεχάστηκαν και εγκαταλείφθηκαν. Ο ίδιος αιώνας γνώρισε μια μεταβολή της εσωτερικής πολιτικής των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, οι οποίοι άρχισαν ελεύθερα να υποστηρίζουν τα συμφέροντα των μεγάλων γαιοκτημόνων, επισπεύδοντας έτσι τη μεγάλη ανάπτυξη της δουλείας, αν και οι ελεύθεροι αγρότες και οι ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες δεν εξαφανίστηκαν τελείως από την αυτοκρατορία, αλλά συνέχισαν να υπάρχουν.
Πηγή: http://byzantin-history.blogspot.gr/2011/05/10_10.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου