Τον 3ο αιώνα π.Χ. η Ήπειρος παρέμεινε υπολογίσιμη, ενωμένη υπό το Κοινό των Ηπειρωτών ως ομόσπονδο κράτος με το δικό της κοινό αντιπροσώπων (ή «Συνέδριο»). Όμως βρέθηκε στο επίκεντρο των Μακεδονικών Πολέμων, συγκρούσεων μεταξύ της Μακεδονίας και της ανερχόμενης δύναμης της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Το Κοινό των Ηπειρωτών παρέμεινε ουδέτερο στη διαμάχη αυτή, όμως στον Γ' Μακεδονικό Πόλεμο(172-168 π.Χ.) οι Μολοσσοί πήραν το μέρος των Μακεδόνων, ενώ οι Χάονες και οι Θεσπρωτοί το μέρος των Ρωμαίων. Οι συνέπειες ήταν καταστροφικές για την Ήπειρο, οι Μολοσσοί υποτάχθηκαν το 167 π.Χ. και 150.000 κάτοικοι πάρθηκαν σκλάβοι. Η περιοχή λεηλατήθηκε τόσο έντονα από τους Ρωμαίους, που έπρεπε να περάσουν 500 χρόνια για να επανακάμψει και πάλι. Η 'Ηπειρος υπαγόταν από το 167 π.Χ. στην αχανή ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας ως το 27 π.Χ., οπότε είχε υπαχθεί (για έναν περίπου αιώνα) στη νεοιδρυθείσα ρωμαϊκή επαρχία της Αχαϊας. Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση του 168 π.Χ. από τις λεγεώνες του ύπατου Αιμιλίου Παύλου, έπαψε και η ανεξαρτησία της Ηπείρου. Το 146 π.Χ. προσαρτήθηκε οριστικά με το όνομα «Παλαιά Ήπειρος» (λατινικά: Epirus Vetus). Η παράκτια περιοχή γνώρισε σχετική εμπορική άνθιση, ενώ η κατασκευή της Εγνατίας Οδού, έδωσε περαιτέρω ώθηση στην εμπορική και οικονομική δραστηριότητα. τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ένας από τους δύο πιο σημαντικούς δρόμους που ξεκινούσαν από την πρωτεύουσα Ρώμη ήταν η Via Egnatia, ουσιαστικά προέκταση της Via Traiana. Ξεκινώντας από τη Ρώμη και με νοτιοανατολική κατεύθυνση διέσχιζε την Απουλία (Puglia), μέχρι την παραθαλάσσια πόλη Γνάθια (Εgnazia) που βρισκόταν μεταξύ των πόλεων-λιμένων της Απουλίας Μπάρι και Μπρίντιζι και πιο συγκεκριμένα των πόλεων Monopoli και Fasano στις δυτικές πλευρές της Αδριατικής. Το επί ιταλικής χερσονήσου χερσαίο οδικό τμήμα ονομαζόταν Via Traiana προς τιμήν του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού. Ακολουθούσε η υπερπόντια προέκτασή της από τη Γνάθια στην απέναντι ανατολική πλευρά της Αδριατικής την αρχαία Επίδαμνο, το σημερινό Δυρράχιο, αποτελώντας ένα είδος πορθμείου μεταξύ των δυτικών και ανατολικών ακτών της Αδριατικής. Διέσχιζε τη Βαλκανική χερσόνησο από την ανατολική Αδριατική ως τα Κύψελα, περνώντας από την Επίδαμνο (Δυρράχιο), Λυχνιδό (Οχρίδα), Ηράκλεια, Βεύη, Πέλλα, Θεσσαλονίκη, Αμφίπολη, Φιλίππους, Τόπειρο, Μαξιμιανού-πολη, Σάλη και Τραϊανούπολη, συνδέοντας τη νότια Ιταλία και τη δυτική Μεσόγειο με το Αιγαίο, την ανατολική Μεσόγειο, τον Εύξεινο Πόντο και τελικά την Ασία. Όταν οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να κατασκευάσουν έναν από τους πιο σημαντικούς δρόμους για να συνδέσουν την Αδριατική με τον Ελλήσποντο, δεν ξέφυγαν και πολύ από τα ίχνη του προρωμαϊκού δικτύου που εκτεινόταν ανάμεσα στις αδριατικές χώρες και στο Αιγαίο φθάνοντας, πιθανόν, μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, κάτι που αναφέρει και ο Αριστοτέλης. Γι' αυτό δεν αποτελούν έκπληξη προϊστορικοί και μεταγενέστερων εποχών οικισμοί που αποκαλύπτουν οι ανασκαφές των τελευταίων χρόνων, με αφορμή τη χάραξη της σύγχρονης Εγνατίας Οδού. Ουσιαστικά αποτέλεσε για πάνω από 2.000 χρόνια τον πρώτο οδικό άξονα όπως νοείται στις μέρες που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τύχη της Ρώμης και όλων των άλλων δυνάμεων που κυριάρχησαν στα Βαλκάνια. Κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας η ιλλυρική άρχουσα τάξη δεν κατόρθωσε να προωθηθεί στην αυτοκρατορική ιεραρχία: οι γηγενείς περιορίστηκαν να υπηρετούν στον στρατό και στο ναυτικό. Στην εποχή του Τραϊανού (98-117 μ.Χ) οι ιλλυρικές κοινότητες της νοτιοανατολικής Παννονίας οι Σκορδίσκοι και οι Βρεύκοι απέκτησαν δικαίωμα ρωμαίου πολίτη. Σε σχέση με άλλες ρωμαϊκές επαρχίες οι Ιλλυριοί παρουσίαζαν χαμηλό ρυθμό αστικοποίησης. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο που εκδηλώθηκε ύστερα από τον θανατο του Αυτοκράτορα Κόμμοδου, το 192 μ.Χ., οι Ιλλυριοί αποκτούν σταδιακά σοβαρό ρόλο στα ρωμαϊκά πράγματα, καθώς αναγορεύουν τα εκεί στρατεύματα ως αυτοκράτορα τον διοικητή της Άνω Παννονίας Λεύκιο Σεπτίμιο Σεβήρο, εκδιώκοντας τον Δίωνα Κάσσιο. Ο σημαντικός ρόλος της περιοχής φαίνεται και από το ότι επανεμφανίζεται η ονομασία Illyricum (Ιλλυρικό). Κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα, σημαντικοί αυτοκράτορες κατάγονται από το Ιλλυρικό (Δέκιος,Κλαύδιος B΄ Γοτθικός, Αυρηλιανός, Πρόβος, Διοκλητιανός, Μαξιμιανός, Κωνσταντίνος Α΄ ο Μέγας). Οι ιστορικοί τους έχουν δώσει την επωνυμία Ιλλυριοί αυτοκράτορες. Ιλλυριοί είναι κι αυτήν την περίοδο βυζαντινοί Αυτοκράτορες: ο Ιοβιανός από τη Σιγγιδώνα (Βελιγράδι) ο Βαλεντινιανός από τις Κιβάλες (Βίνκοβτσι-Παννονίας). Το ρωμαϊκό Ιλλυρικό έπαψε να υφίσταται στις 9 Αυγούστου του 378 μ.Χ. μετά την ήττα του Ουαλεντινιανού Β΄. στη μάχη της Ανδριανούπολης. Στις αρχές του 5ου αι. το Ιλλυρικό πλήττεται λόγω των συνεχών επιδρομών Γότθων, Ούννων, Αλανών. Ο Αναστάσιος, ο Ιουστίνος και ο ανιψιός του Ιουστινιανός ήταν οι τελευταίοι Ιλλυριοί αυτοκράτορες. Οι βόρειες περιοχές του ρωμαϊκού Ιλλυρικού καταλήφθηκαν από τους νομάδες Αβάρους και του γερμανόφωνους Λομβαρδούς αλλά το νότιο Ιλλυρικό εξακολουθεί να αποτελεί πηγή τροφοδότησης του ρωμαϊκού(Βυζαντινού) στρατού με έμψυχο δυναμικό.Οι Ιλλυριοί αναφέρονται για τελευταία φορά στη συλλογή αγιολογικών κειμένων, γνωστή ως Θαύματα του Αγίου Δημητρίου (Miracula Sancti Demetri), η οποία γράφτηκε κατά τον 7ο αιώνα μ.Χ. Το 48-45 π.Χ. ιδρύθηκαν στο έδαφός της Ηπείρου από τον Καίσαρα δυο ρωμαϊκές αποικίες, το Βουθρωτό (σημ. Butrint) και η Φωτική (κοντά στη σημ. Παραμυθιά), που η επικράτειά της εκτεινόταν σε ολόκληρη τη Θεσπρωτία.Μετά τη ναυμαχία του Άκτιου (31 π.Χ.), ο νικητής Οκταβιανός Αύγουστος ίδρυσε κοντά στη σημερινή Πρέβεζα μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Βαλκανικής, τη Νικόπολη, που η επικράτειά της («χώρα») είχε συμπεριλάβει μέσα στα όριά της το έδαφος των σημερινών νομών Πρέβεζας και Άρτας, καθώς και ένα μέρος του σημερινού νομού Αιτωλοακαρνανίας. Την Ήπειρο διέσχιζαν παρακλάδια της ρωμαϊκής Εγνατίας οδού, που εξασφάλιζαν την επικοινωνία με την Κεντρική και Νότια Ελλάδα. Στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα η Ήπειρος γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της, όταν στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης της επαρχιακής διοίκησης από τον αυτοκράτορα Τραϊανό (98-117 μ.Χ.), αποτέλεσε αυτόνομη επαρχία με πρωτεύουσα τη Νικόπολη, όπου είχε την έδρα του ο Ρωμαίος επίτροπος-διοικητής της επαρχίας. Η ακμή της διάρκεσε ενάμιση περίπου αιώνα και συγκεκριμένα ως το 235 μ.Χ., οπότε με την κρίση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τις επακόλουθες βαρβαρικές επιδρομές δέχτηκε και αυτή όλες τις αρνητικές συνέπειες. Μετά από μισό αιώνα παρακμής, η Ήπειρος κατάφερε να ορθοποδήσει μόνο στα χρόνια του Διοκλητιανού (Τετραρχία), με τις διοικητικές του μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούσαν στην ίδρυση μικρότερων επαρχιών. Τότε η Ήπειρος διαιρέθηκε σε δυο επαρχίες, στην «Παλαιά Ήπειρο» (Epirus Vetus) και τη «Νέα Ήπειρο» (Epirus Nova), που υπάγονταν στη «Διοίκηση» των Μοισιών. H «Παλαιά ΄Ηπειρος», με πρωτεύουσα τη Νικόπολη, που υπαγόταν από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου στη «Διοίκηση» της Μακεδονίας, είχε συμπεριλάβει μέσα στα όριά της, εκτός από την Ακαρνανία, ολόκληρη την Ήπειρο ως τα Κεραύνια όρη (προς βορρά), καθώς και τρία νησιά του Ιονίου, την Κέρκυρα, τη Λευκάδα και την Ιθάκη. Η Ήπειρος περιήλθε στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία (Βυζάντιο), όταν διαιρέθηκε η αυτοκρατορία το 395 μ.χ.. Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη από τους σταυροφόρους το 1204, ο Μιχαήλ Α' Κομνηνός Δούκας κατέλαβε την Ήπειρο και ίδρυσε το ανεξάρτητο Δεσποτάτο της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα. Γεωγραφικά, το Δεσποτάτο περιλάμβανε εκτός από την Ήπειρο (από τον ποταμό Γενουσό στην κεντρική Αλβανία στα βόρεια ως τον Αμβρακικό κόλπο στα νότια), την Αιτωλία, την Ακαρνανία και περιοχές της FYROM(Σκόπια). Το 1318 την περιοχή την κατέλαβαν προσωρινά Σέρβοι και αργότερα για ένα διάστημα κατέλαβαν κάποιες πόλεις Αρβανίτες. Η κάθοδος των ορθοδόξων αρβανίτικων φύλων στον ελλαδικό χώρο ξεκινά στα τέλη του 13ου αιώνα μ.χ. και σταματάει περίπου το 1600, έχοντας ως αρχική κοιτίδα την περιοχή Άρβανον στο βυζαντινό Δεσποτάτο της Ηπείρου των Κομνηνών, στην κεντρική περιοχή της σημερινής Αλβανίας και ως τόπο αρχικής εγκατάστασης στην βυζαντινή Θεσσαλία των Παλαιολόγων γύρω στο 1325. Μία άποψη ως προς τον δρόμο που ακολούθησαν είναι ότι διέσχισαν την άνω λεκάνη του Αλιάκμονα και διαμέσου Κορυτσάς, Καστοριάς και Γρεβενών έφτασαν στον θεσσαλικό κάμπο. Άλλη άποψη υποστηρίζει την κάθοδό τους μέσω των Ιωαννίνων στην Αιτωλοακαρνανία και τη μετακίνησή τους από εκεί στην Θεσσαλία. Επίσης δεκάδες χιλιάδες Αρβανίτες βρέθηκαν μετά την καταστροφή της Μοσχόπολης και της Κορυτσάς (Β.Ήπειρος) τον 17ο αιώνα στην Ανατολική Θράκη. Το 1329 το Δεσποτάτο της Ηπείρου πέρασε στην επικράτεια του Βυζαντίου, αλλά όχι για πολύ. Λίγο πριν την Οθωμανική κατάκτηση, η Ήπειρος ελέγχονταν από την Ιταλική οικογένεια των Τόκκων. Παρά την εναλλαγή διοικήσεων και κατακτητών, τουλάχιστον οι πόλεις της Ηπείρου διατηρούσαν κυρίως Ελληνικό πληθυσμό. Όπως αναφέρεται σε πανηγυρικό κείμενο που γράφτηκε μεταξύ 1427-1446, "Αι δε πόλεις καθαρόν έτι σώζουσι το ελληνικόν γένος, ...".
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ήπειρος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αρχαία_Ήπειρος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αρχαία_Εγνατία_Οδός
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ιλλυρία
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αρβανίτες
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αρχαία_Ήπειρος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αρχαία_Εγνατία_Οδός
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ιλλυρία
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αρβανίτες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου