Τα Αρβανίτικα (arbërisht) αποτελούν αρχαίο κλάδο της τόσκικης διαλέκτου της Αλβανικής γλώσσας που ομιλείται στην σημερινή Βόρεια Ήπειρο καθώς και σε κάποια μέρη της Ελλάδας. Τα αρβανίτικα έχουν δεχτεί επιρροές σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα από διαφορετικές ιστορικές γλώσσες, νεκρές και ζώσες, όπως τα ελληνικά και τα λατινικά, αλλά κυρίως από ποικίλες ελληνικές διαλέκτους διαφόρων περιοχών και εποχών. Αρχαϊκά στοιχεία που έχουν εκλείψει σε άλλες γλώσσες διατηρούνται στα Αρβανίτικα, γεγονός που τα καθιστά μια πολύτιμη πηγή για τους γλωσσολόγους. Αυτές οι επιρροές αποδεικνύουν επίσης τα κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία διαβίωσαν οι ομιλητές τους, οι Αρβανίτες, στο πέρασμα των αιώνων. Ως αρβανιτόφωνες περιοχές στην Ελλάδα μπορούν να θεωρηθούν οι παρακάτω: ένα μέρος της Αττικής και της Βοιωτίας, το ανατολικό άκρο του νομού Φθιώτιδος, η νότια Εύβοια, η βόρεια Άνδρος, τα νησιά Σαλαμίνα, Αγκίστρι, Ύδρα, Σπέτσες και Πόρος, η Τροιζηνία και τα Μέθανα, μεγάλο μέρος του νομού Κορινθίας, το μεγαλύτερο ανατολικό τμήμα του νομού Αργολίδος, μέρος του νομού Αχαϊας, μέρος της επαρχίας Τριφυλλίας του νομού Μεσσηνίας, που αποτελούν διοικητικά τους σημερινούς δήμους Δωρίου και Αετού, το χωριό Δάρας Αρκαδίας καθώς και ένας μικρός θύλακας στην περιοχή του τ.δήμου Ζάρακα Λακωνίας. Τον 19ο αιώνα τα αρβανίτικα ομιλούνταν και σε χωριά της Ηλείας, της Αρκαδίας και της επαρχίας Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Τα αρβανίτικα που ομιλούνται σε κάποια χωριά των νομών Θεσπρωτίας και Πρεβέζης, στον νομό Έβρου από απογόνους προσφύγων από τα αλβανόφωνα χωριά της Ανατολικής Θράκης, στις Μάνδρες Κιλκίς από τους απογόνους προσφύγων από τη Μανδρίτσα της Ανατολικής Ρωμυλίας, στο Νομό Ροδόπης καθώς και στα χωριά Λέχοβο, Δροσοπηγή και Φλάμπουρο Φλωρίνης, πρέπει να διακριθούν από τα αρβανίτικα της νότιας Ελλάδας, λόγω της ιδιαίτερα στενής τους συγγένειας με τη σύγχρονη νοτιοαλβανική (τοσκική) διάλεκτο. Σε σύγκριση με τις αλβανικές διαλέκτους των παραπάνω περιοχών, τα αρβανίτικα της νότιας Ελλάδας είναι σαφώς περισσότερο αρχαϊκά, κυρίως ως προς το λεξιλόγιο, και εγγύτερα προς τη μεσαιωνική μορφή της τοσκικής διαλέκτου.
Η Βλάχικη γλώσσα είναι γλώσσα του ανατολικού κλάδου των Λατινογενών γλωσσών. Διαμορφώθηκε τους πρώτους αιώνες μετά την κατάκτηση των Βαλκανίων από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αποκαλείται πρωτίστως από τους ομιλούντες της Armãneashce/Armãneashti/Rãmãneshti (Αρωμανική) όρος που δημιουργήθηκε από την τάση για προσθήκη ενός προθετικού Α- (Romanus>Aromãn) . Στην Ελληνική γλώσσα έχει επικρατήσει η ονομασία Βλάχικη (Vlach, Vlãheshte), ενώ στην αγγλική Aromanian. Είναι μία από τις τέσσερις λατινογενείς γλώσσες της Βαλκανικής με πολλές λέξεις να προέρχονται από την Ελληνική. Το Ετυμολογικόν Λεξικό της Κουτσοβλάχικης Γλώσσης του Κ. Νικολαΐδη (1909) περιλαμβάνει 6.657 λέξεις εκ των οποίων οι 3.560 έχουν ελληνική προέλευση, 2.605 λατινική, 185 σλάβικη, 150 αλβανική και οι υπόλοιπες 157 άγνωστη. Μάλιστα σε πολλές από τις ελληνογενείς λέξεις η ετυμολογία ανάγεται στους πρωτοαρχαιοελληνικούς και ομηρικούς χρόνους. Η βλάχικη γλώσσα έχει σαφή λατινογενή προέλευση. Ανήκει στον κλάδο των Ρωμανικών Γλωσσών , των ιδιωματικών μορφών που παρήχθησαν από την (Λατινική γλώσσα) μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ανήκει στην οικογένεια των Ανατολικών Ρωμανικών γλωσσών, στη γλωσσική ομάδα των Βαλκανικών Ρωμανικών που ανήκουν επίσης οι βόρειες διάλεκτοι της Δακορουμανικής (σημερινά Ρουμάνικα) και της Ιστρο-ρουμάνικης και η νότια δίαλεκτος της Μεγλενο-ρωμανικής Στις χώρες που κατέκτησαν οι Ρωμαίοι εξελίχθηκε η δημώδη μορφή της Λατινικής και όχι η λόγια που ομιλούνταν στην Ρώμη από Συγκλητικούς, ποιητές, λόγιους κ.α. Η βλάχικη επομένως μπορούμε να πούμε ότι είναι η εξέλιξη της τραχείας μορφής της λατινικής που χρησιμοποιούσε ο Ρωμαϊκός Στρατός. Αυτόχθονες βλαχόφωνες κοινότητες απαντώνται σήμερα στην Ελλάδα, την Αλβανία και τηνΠ.Γ.Δ.Μ. Στη Σερβία και το Μαυροβούνιο, τη Ρουμανία καθώς και την Βουλγαρία διατηρούνται κοινότητες η ύπαρξη των οποίων χρονολογείται από τον 18ο αιώνα. Υπάρχουν ακόμα κοινότητες Βλάχων μεταναστών σε χώρες της δυτικής Ευρώπης, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και στην Αυστραλία. Στον ελλαδικό χώρο βλαχόφωνα χωριά και πόλεις βρίσκονται σήμερα κυρίως στις περιοχές της Φλώρινας, της Κοζάνης και της Ηπείρου. Ορισμένες περιοχές με βλαχόφωνους πληθυσμούς είναι: Μέτσοβο, Νάουσα, Σαμαρίνα, Ντένισκο, Νυμφαίο στη Φλώρινα, Λιβάδι Ελασσόνας, στη Λάρισα, Κλεισούρα, Κάτω Βέρμιο (Σέλι), στη Βέροια, Σελενίτσα στην Αυλώνα της Β.Ηπείρου. Σε παλιότερες εποχές σημαντικοί βλαχόφωνοι πληθυσμοί υπήρχαν και σε άλλες περιοχές, όπως στη Θεσσαλία (π.χ. Τύρναβος). Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η Θεσσαλία ήταν γνωστή και ως Μεγάλη Βλαχία. Σε άλλες χώρες, αξιόλογο βλαχόφωνο πληθυσμό φιλοξενούν η Μοσχόπολη στην Αλβανία και το Μοναστήρι στην Π.Γ.Δ.Μ..
H Πομακική ή Πομάκικα (πομακικά: πομάτσκου) είναι γλώσσα συγγενής της Βουλγαρικής. Γλωσσολογικά ανήκει στην οικογένεια των Νοτιοσλαβικών γλωσσών και ειδικότερα στην ομάδα των Βουλγαρο-σλαβικών. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για Πομακικές διαλέκτους, παρατηρείται όμως ότι στην περιοχή της Ανατολικής Θράκης έχει επηρεασθεί από την Τουρκική, ενώ αντίθετα στο δυτικό τμήμα της από τη Βουλγαρική, ενώ πάμπολλες είναι οι ελληνικές λέξεις. Oμιλείται στην περιοχή της οροσειράς της Ροδόπης και στην Τουρκία, στην περιοχή της Αδριανούπολης και τις υπόλοιπες δυτικές επαρχίες της Τουρκίας. Στην Ελλάδα η Πομακική γλώσσα θεωρείται κοντινή στην Σέρβικη και τη Βουλγάρικη γλώσσα, διάλεκτος της Βουλγαρικής. Η Πομακική ομιλείται κυρίως στα βόρεια τμήματα των περιοχών της Ξάνθης και της Ροδόπης καθώς και στη νοτιοανατολική Βουλγαρία από Μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Στην περιοχή της Αδριανούπολης (Τουρκία) και στις δυτικές επαρχίες η Πομακική ομιλείται από Βούλγαρους μετανάστες που ήρθαν στην Τουρκία. Στα Ελληνικά σχολεία δεν διδάσκεται, αφού οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί διδάσκονται όλοι ανεξαιρέτως την Τουρκική γλώσσα παρά το ότι η συνθήκη της Λωζάνης εγγυάται για τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς τη διδασκαλία της μητρικής τους γλώσσας. Ανεπίσημα στην Ελλάδα η Πομακική γλώσσα χρησιμοποιείται για την επικοινωνία μέσα στο σπίτι και παράλληλα χρησιμοποιείται η Τουρκική και η Ελληνική γλώσσα. Σύμφωνα πάντα με τη Συνθήκη της Λωζάνης η Πομακική μπορεί να χρησιμοποιείται και στο δικαστήριο με υποχρεωτική παροχή διερμηνέα αν και υπάρχουν αναφορές αντ' αυτού να παράσχεται διερμηνέας της Τουρκικής. Παρόλα αυτά η Πομακική γλώσσα δεν φαίνεται να απειλείται άμεσα με εξαφάνιση ούτε ότι η χρήση της αποδοκιμάζεται από τις ελληνικές αρχές. Φαίνεται όμως να υπάρχει μια μικρή μείωση στη χρήση της από τους νεώτερους. Τα Πομάκικα είναι αμιγώς προφορική γλώσσα και δεν είχε μέχρι πρόσφατα δικό της αλφάβητο. Πιο κατάλληλο για τη φωνητική απόδοση θεωρούνταν το κυριλλικό αλφάβητο.Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έγινε προσπάθεια καταγραφής της Πομακικής με το ελληνικό αλφάβητο. Ο Πομάκος λεξικογράφος και εκπαιδευτικός Ριτβάν Καραχότζα δημιούργησε, με βάση το λατινικό αλφάβητο, το αλφάβητο της Πομακικής. Αυτό χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα σε νεώτερες εκδόσεις λαογραφικού υλικού (τραγούδια, παροιμίες, παραμύθια) μετά το 2004.
Οι Σλαβόφωνοι της ελληνικής Μακεδονίας στις μέρες μας είναι πληθυσμιακή ομάδα δίγλωσσων, όπως οι Αρβανίτες και οι Βλάχοι, όσοι απέμειναν εντός ελλαδικού χώρου μετά τις τρεις ελληνοβουλγαρικές αναταράξεις (1880-1912), το Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ (1924) (περί εθελουσίας ανταλλαγής πληθυσμών) που υπογράφτηκε μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας στα πλαίσια της συνθήκης του Νεϊγύ (1919), την εισβολή των Βουλγάρων κυρίως στη Δυτική Μακεδονία κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ως συμμάχων του άξονα και συνακόλουθα μετά την ήττα το ΔΣΕ (1949) ακολουθώντας τις τύχες του στις ανατολικές χώρες. Υπολογίζονται σήμερα από 10.000 έως 30.000. Αυτού του είδους το εύρος μεταξύ ελαχίστου και μεγίστου πληθυσμού οφείλεται τόσο στην έλλειψη στατιστικών στοιχείων, στις επιμειξίες αλλά και στη μαζική σχεδόν αστυφιλία που παρατηρήθηκε κυρίως στις δεκαετίες του 1950 και 1960. Πρόκειται για γλωσσικό προφορικό, απλό κι ευκολομάθητο ιδίωμα, χωρίς επιστημονικούς όρους με λέξεις καθημερινότητας, που ομιλείται σήμερα ως δεύτερη γλώσσα από τους σλαβόφωνους της ελληνικής Μακεδονίας, όπως ομιλούνταν στο ευρύτερο βιλαέτι του Μοναστηρίου μέσα σ΄ ένα πολυεθνικό περιβάλλον με Ελληνόφωνους Τούρκοφωνους, Βουλγάροφωνους, Σέρβους, Αλβανόφωνους, Εβραίους, Βλάχους κ.α. επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το κοινό της σημείο με τη βουλγαρική και τη σημερινή «Σλαβομακεδονική» είναι η φωνητική σλαβική της χροιά και ένα μέρος λέξεων καθημερινής χρήσης που στο σύνολό της μαζί με τις ελληνικές και τουρκικές δεν υπερβαίνει τις 1.500 περ. λέξεις για έναν καλό γνώστη. Οι σλαβόφωνοι της ελληνικής Μακεδονίας βρίσκονται σε μια γεωγραφική ζώνη που άλλοτε διευρύνεται και άλλοτε σμικρύνεται από βορειοδυτικά της λίμνης της Καστοριάς κατά μήκος των συνόρων της ΠΓΔΜ, που καταλήγει στο όρος Όρβηλο συνοριακά της Βουλγαρίας, όπως αυτά διαμορφώθηκαν και ισχύουν μέχρι τις μέρες μας μετά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1908) βάσει της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913).
Καραμανλήδες ήταν ονομασία τουρκόφωνων Ελλήνων Χριστιανών ορθοδόξων (Rum) που κατοικούσαν στη Μικρά Ασία, συγκεκριμένα στην Καραμανία. Ήταν το τουρκικό Μπεηλίκι των τουρκομανων Καραμανιδών, στην περιοχή της αρχαίας Κιλικίας και την Καππαδοκία. Έγραφαν την τουρκική γλώσσα με χαρακτήρες του ελληνικού αλφαβήτου (Καραμανλήδικα). Το πρώτο γνωστό καραμανλήδικο κείμενο ανάγεται στα μέσα του 15ου αιώνα, ενώ το πρώτο έντυπο στο 1718. Τα παλαιότερα καραμανλήδικα κείμενα ήταν θρησκευτικού περιεχομένου ενώ από το τέλος του 18ου αι. τυπώνονται και κείμενα ιστορικά, γεωγραφικά, διδακτικά κ.ά. Το τελευταίο έντυπο τυπώθηκε το 1921. Αυτά τυπώνονταν σε τυπογραφεία της Κωνσταντινούπολης, Αθηνών, Βενετίας, Σμύρνης κ.ά. Πολύ σημαντικό ρόλο στη διάδοση της καραμανλήδικης γραφής έπαιξε ο Ευαγγελινός Μισαηλίδης ο οποίος το 1851 άρχισε να εκδίδει στην Κωνσταντινούπολη την εφημερίδα Ανατολή σε καραμανλήδικη γραφή. Λόγω των εξισλαμισμών που σημειώνονταν ως τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα στη Μικρά Ασία, μεγάλο μέρος των Ελλήνων λησμόνησαν τη μητρική τους γλώσσα και χρησιμοποιούσαν την Τουρκική. Ένας περιορισμένος αριθμός Ελλήνων που βρισκόταν σε περιοχές μακριά από τα παράλια και από μεγάλα αστικά κέντρα αφομοιώθηκαν μεν γλωσσικά από τον κατακτητή, κατάφεραν όμως να διατηρήσουν τη συνείδηση της θρησκευτικής και φυλετικής τους αυτοτέλειας. Για τους τουρκόφωνους αυτούς Έλληνες τυπώθηκαν από τις αρχές του 18ου αιώνα και συνεχίσθηκαν να τυπώνονται επί δύο αιώνες βιβλία, κυρίως θρησκευτικά, αλλά και ιστορικά δοκίμια, διηγήματα και λεξικά σε τουρκική γλώσσα, αλλά με ελληνικούς χαρακτήρες, που μπορούσαν να τα διαβάζουν και να τα κατανοούν.
Στην Ιταλία ομιλούνται πολλές διάλεκτοι των Ιταλικών. Μερικοί εκτιμούν πως πολλές από αυτές αποτελούν ξεχωριστές γλώσσες. Υπάρχουν περίπου 33 διάλεκτοι, εκ των οποίων σημαντικότερες, ως προς τον αριθμό των ομιλούντων είναι η διάλεκτος της Λομβαρδίας και της Λιγουρίας, τα Ναπολιτάνικα, τα Σικελιάνικα, η διάλεκτος της Σαρδηνίας και της Μπολόνια. Στην Καλαβρία παρόλο του ότι επίσημη γλώσσα είναι τα Ιταλικά ομιλούνταν πολλές διάλεκτοι ειδικά πριν την ενοποίηση με την Ιταλία. Αυτές οι διάλεκτοι ήταν η Γραικάνικη ή Γκρίκο , η Ναπολιτάνικη, η Οσιτανική, η Σικελική και Αρβανίτικα όπου είχαν εγκατασταθεί Αρβανίτες.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αρβανίτικη_γλώσσα
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βλάχικη_γλώσσα
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Πομακική_γλώσσα
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σλαβόφωνοι_της_ελληνικής_Μακεδονίας
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Καραμανλήδες
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Καραμανλήδεια_γραφή
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ιταλία
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Καλαβρία
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Τρίτη 12 Ιουλίου 2016
Οι σύγχρονες διάλεκτοι των μη ελληνόφωνων Ελληνων
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου