Η Αλεξάνδρεια είναι η δεύτερη πρωτεύουσατης σύγχρονης Αιγύπτου (μετά το Κάιρο), η οποία ιδρύθηκε το 331 π.Χ. από τονΑλέξανδρο τον Μέγα. Υπήρξε το σπουδαιότερο λιμάνι και πρωτεύουσα της χώρας κατά την Αρχαιότητα, ενώ στην ακμή της αποτελούσε μία από τις επιφανέστερες εστίες πολιτισμού, διάσημη για την βιβλιοθήκη της. Η πόλη της Αλεξάνδρειας βρίσκεται στα δυτικά του Δέλτα του Νείλου μεταξύ τηςΜαρεώτιδος λίμνης και της νήσου του Φάρου. Συνδεόταν τεχνητά με ένα είδος γέφυρας, το λεγόμενο Επταστάδιο, που ένωνε το νησί Φάρος με την πόλη δημιουργώντας έτσι τα δύο λιμάνια της: τον Μεγάλο Λιμένα στα ανατολικά και τον Εύνοστο προς τη δύση. Με τον καιρό οι προσχώσεις πλάτυναν το Επταστάδιο τόσο ώστε κατά τους νεότερους χρόνους να κτιστεί εκεί η τουρκική συνοικία της Αλεξάνδρειας και η νήσος Φάρος να γίνει συνέχεια και προέκταση της πόλης στη θάλασσα. Για να διακρίνεται από τις υπόλοιπες 31 Αλεξάνδρειες έγινε γνωστή ως «Αλεξάνδρεια η εν Αιγύπτω» (Alexandria ad Aegyptum) και σήμερα ονομάζεται Ισκανταρίγια. Νωρίτερα οι Έλληνες είχαν ιδρύσει μιαν άλλη πόλη στο Δέλτα του Νείλου, τη Ναύκρατη. Ο Μέγας Αλέξανδρος όμως θέλησε να κατασκευάσει τη νέα στις όχθες αδιαφορώντας για την κακή ποιότητα του χώματος και τους κινδύνους του Δέλτα. Κατά το πέρασμά του από την Αίγυπτο το 333 π.Χ. ο Αλέξανδρος εμπιστεύτηκε τον Έλληνααρχιτέκτονα Δεινοκράτη τον Ρόδιο για να χτίσει την πόλη βάσει ορθογώνιου πολεοδομικού σχεδίου, με διασταυρούμενες κεντρικές οδούς. Η νέα πόλη περιέβαλε ένα παλιό αιγυπτιακό χωριό (Ρακώτις), το οποίο αργότερα αποτέλεσε το οικιστικό κέντρο των ιθαγενών. Η πόλη άρχισε να ακμάζει, όταν έγινε πρωτεύουσα της Αιγύπτου μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου και κατά τη βασιλεία του Πτολεμαίου Α', γιου του Λάγου και ιδρυτή της δυναστείας των Πτολεμαίων ή Λαγιδών. Από το πρώτο ήμισυ του 3ου αιώνα π.Χ. η Αλεξάνδρεια στολίζεται με μνημεία και αποκτά σταδιακά τον χαρακτήρα με τον οποίο θα μείνει γνωστή μέχρι το τέλος της Αρχαιότητας: τα Ανάκτορα, το Μουσείο, τη Βιβλιοθήκη, το Σεράπειον (ναός αφιερωμένος στον μυστηριακό θεό Σέραπι), το ναό της Ίσιδος, αγορές, το θέατρο και φυσικά ένα από τα επτά θαύματα της Αρχαιότητας, το φάρο του Σώστρατου πάνω στο νησί Φάρος, από όπου πήραν και το όνομά τους οι φάροι. Για περισσότερο από μία χιλιετία και μέχρι την κατάκτησή της από τους Άραβες το 641, η Αλεξάνδρεια θα παραμείνει η πολιτιστική και διανοητική πρωτεύουσα του ανατολικού μεσογειακού κόσμου, αφού είχε υπάρξει και πολιτική πρωτεύουσα της Αιγύπτου κατά την ελληνιστική εποχή. Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας θεωρείται ένα από τα Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Κατασκευάστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. και παρέμεινε σε λειτουργία ώς την πλήρη καταστροφή του από δύο σεισμούς τον 14ο αιώνα μ.Χ. Ήταν ένας πύργος συνολικού ύψους 140 μέτρων και ήταν για εκείνη την εποχή το πιο ψηλό ανθρώπινο οικοδόμημα του κόσμου μετά τις πυραμίδες του Χέοπα και του Χεφρήνου ή Χεφρένης. Κατασκευάστηκε από κομμάτια άσπρης πέτρας και ήταν δομημένος σε τέσσερα επίπεδα. Το χαμηλότερο ήταν η τετράγωνη βάση, το δεύτερο ήταν ένα τετράγωνο κτίσμα, το τρίτο οκτάγωνο κτίσμα και το τέταρτο το ψηλότερο ένα κυκλικό κτίσμα επί της κορυφής του οποίου το άγαλμα του Ποσειδώνα ή Απόλλωνα. Στο τέταρτο επίπεδο υπήρχε ένας καθρέπτης που αντανακλούσε το φως του ήλιου κατά τη διάρκεια της μέρας ενώ το βράδυ έκαιγε μία φλόγα για να προειδοποιεί τα διερχόμενα πλοία για την ύπαρξη εμποδίων. Η λέξη φάρος υιοθετήθηκε από πολλές χώρες και χρησιμοποιήθηκε ευρέως στο λατινογενέςλεξιλόγιο και σε γλώσσες όπως τα Γαλλικά (phare), τα Ιταλικά (faro), Πορτογαλικά (farol) και Ισπανικά (faro). Με τον όρο Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας εννοείται η αρχαία βιβλιοθήκη της πόλης της Αλεξάνδρειας, στηνΑίγυπτο, η οποία ιδρύθηκε στην Ελληνιστική εποχή επί διακυβέρνησης Πτολεμαίου Α', του επονομαζόμενου Σωτήρος, με την παρότρυνση του Δημήτριου Φαληρέα, και έγινε το εκδοτικό κέντρο του τότε γνωστού κόσμου, υπερσκελίζοντας ως προς τον πλούτο των χειρογράφων της κάθε άλλη γνωστή βιβλιοθήκη της εποχής της και του παρελθόντος. Κατά την εποχή του Δημητρίου οι ελληνικές βιβλιοθήκες ήταν στην πραγματικότητα ιδιωτικές συλλογές χειρογράφων, όπως εκείνη του Αριστοτέλη. Όσον αφορά στην Αίγυπτο, είναι γνωστό ότι στους ναούς υπήρχαν βιβλιοθήκες με θρησκευτικά και κρατικά έγγραφα, όπως σε ορισμένα μουσεία, στην ελληνική επικράτεια. Ήταν η μεγάλη φιλοδοξία του Πτολεμαίου να συσσωρεύσει όλη τη γνώση, που οδήγησε αυτές τις μικρές συλλογές στην επικράτεια μιας αληθινής βιβλιοθήκης. Ο Τζέτζης αναφέρει, αρκετούς αιώνες αργότερα, ότι ο Καλλίμαχος κατέγραψε 400.000 μικτούς παπύρους και 90.000 αμιγείς. Σε αυτούς βέβαια θα πρέπει να προσθέσουμε και 42.000 παπύρους που βρίσκονταν στο Σαράπειο. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν οι διάδοχοι του Πτολεμαίου προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους ήταν σίγουρα μοναδικές. Ο Πτολεμαίος Γ΄ συνέταξε μια επιστολή "προς όλους τους ηγεμόνες του κόσμου", ζητώντας να δανειστεί τα βιβλία τους. Όταν οι Αθηναίοι του έστειλαν τα κείμενα του Ευριπίδη, του Αισχύλου και του Σοφοκλή, εκείνος τα αντέγραψε και επέστρεψε πίσω τα αντίγραφα, κρατώντας τα πρωτότυπα για τη βιβλιοθήκη. Επίσης, όλα τα πλοία που ελλιμενίζονταν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, ήταν υποχρεωμένα να υποστούν έρευνα όχι για λαθρεμπόριο, αλλά για παπύρους που αντιγράφονταν και παραδίδονταν πίσω στους κατόχους τους, αν το επιθυμούσαν. Αυτές οι ανορθόδοξες μέθοδοι, στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν τον πρώτο συστηματικό τρόπο συλλογής έργων.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αλεξάνδρεια
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Φάρος_της_Αλεξάνδρειας
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βιβλιοθήκη_της_Αλεξάνδρειας
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αλεξάνδρεια
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Φάρος_της_Αλεξάνδρειας
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βιβλιοθήκη_της_Αλεξάνδρειας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου