Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Οι εμπορικές και στρατιωτικές σχέσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τους Βάραγγους της μεσαιωνικής Ρωσίας

Οι Βάραγγοι είναι το όνομα που δόθηκε από τους Βυζαντινούς και τους ανατολικούς Σλάβους στον λαό των Βίκινγκ που κατευθύνθηκε ανατολικά. Έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ρωσίαςαφού μεταξύ 9ου και 12ου αιώνα δημιούργησαν και εξουσίαζαν το πρώτο μεσαιωνικό κράτος των Ρως και συγκρότησαν την βυζαντινή αυτοκρατορική φρουρά με σημαντική ισχύ μέχρι τον 13ο αιώνα. Ο ρόλος των Βαράγγων στη ρωσική ιστορία υπήρξε τόσο κομβικός, που ακόμα και το όνομα «Ρωσία» είναι βαραγγικό και όχι σλαβικό. Ασχολούνταν κυρίως με τον πόλεμο (ως μισθοφόροι), την πειρατεία και το εμπόριο. Αρχικά ο χαρακτήρας των Βαράγγων ήταν πολεμικός, όπως των Βίκινγκ συγγενών τους. Κατοικούσαν στα εδάφη της σημερινής Δανίας και Σουηδίας. Στο ιστορικό προσκήνιο εμφανίζονται κατά τα μέσα του 8ου αιώνα μ.Χ., όταν άρχισαν να μετακινούνται προς τα ανατολικά και τα νοτιοανατολικά ιδρύοντας τις δικές τους πόλεις πάνω στις εμπορικές οδούς του Δνείπερου και του Βόλγα.
Οι Ρως ήταν ένα από τα πολλά βαραγγικά φύλα, όμως κατά την περίοδο της εγκατάστασής τους στην ανατολική Ευρώπη κυριάρχησαν επί των ομοφύλων τους σε τέτοιο βαθμό που οι δύο ονομασίες έγιναν πρακτικά ταυτόσημες (Χαγανάτο των Ρως). Απέκτησαν τον έλεγχο μιας τεράστιας περιοχής που εκτεινόταν από το Φινλανδικό Κόλπο έως το Μέσο Δνείπερο ποτάμι και από τα Καρπάθια μέχρι το Βόλγα, εγκαθιδρύοντας το Κράτος των Ρως με πρωτεύουσα το Κίεβο (Ηγεμονία του Κιέβου). Σύμφωνα με το Πρώτο Χρονικό, την πρώτη γραπτή ρωσική ιστορία όπου όμως είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ αλήθειας και μύθου: " οι Βάραγγοι ήταν σκληροί πολεμιστές, που το έτος 6367 (859 μΧ) εισέπραξαν φόρο υποτέλειας από τα φιννικά και σλαβικά φύλα της σημερινής βορειοδυτικής Ρωσίας. Το 862 οι υποτελείς εξεγέρθηκαν και τους εξεδίωξαν, αλλά αμέσως μετά άρχισαν να πολεμούν μεταξύ τους! Τότε κάλεσαν το βασιλιά Ρούρικ και τους αδελφούς του Τρούβορ και Σινέα, αρχηγούς της βαραγγικής φυλής Ρως τους προσέφεραν γη και ύδωρ, υπό τον όρο ότι θα έπαιζαν το ρόλο του επιδιαιτητή στις διαφορές τους και θα διασφάλιζαν την ειρήνη. Οι Ρως δέχθηκαν την πρόταση, και δημιούργησαν τους πρώτους οικισμούς τους στη Λάντογκα και στην περιοχή γύρω από το Νόβγκοροντ."
Η εγκατάσταση των Βαράγγων στα σλαβικά εδάφη έγινε σταδιακά μεταξύ 8ου και 9ου αιώνα με προγεφύρωμα το Χαγανάτο που εκτεινόταν στη σημερινή ΒΔ Ρωσία, δηλ. έναν αιώνα νωρίτερα απ' ό,τι αναφέρει το Πρώτο Χρονικό. Η πλήρης κυριαρχία τους και η ίδρυση του Κράτους των Ρως, που ήταν αποτέλεσμα της στρατιωτικής υπεροχής και της ηγεμονίας τους στο εμπόριο, τοποθετείται στα τέλη του 9ου αιώνα. Στο νέο κράτος η στρατιωτική και διοικητική αριστοκρατία ήταν βαραγγική και αποκαλούνταν Ρουρικίδες, δηλ. παιδιά του Ρούρικ, ενώ η σύνθεση του απλού λαού κυρίως σλαβική. Αφού σταθεροποίησαν την ηγεμονία τους, οι Ρως προσπάθησαν να μιμηθούν τους πλουσιότερους και πιο ανεπτυγμένους νότιους γείτονές τους, τους βυζαντινούς: εισήγαγαν το χριστιανισμό (γάμο του Βλαδιμήρου του Κιέβου με τη βυζαντινή πριγκίπισσα Άννα) και είχαν μόνιμες οικονομικές και πολιτιστικές επαφές με την Πόλη. Γρήγορα όμως, οι Βάραγγοι αφομοιώθηκαν στο πολιτισμικό επίπεδο από το πληθυσμιακά υπέρτερο σλαβικό στοιχείο. Αν και παρέμειναν η άρχουσα τάξη του κράτους, η εθνική τους συνείδηση σταδιακά έγινε σλαβική. Η γλώσσα τους εξαφανίσθηκε το 13ο αιώνα.
Πριν ακόμα κυριεύσουν την περιοχή που σήμερα ονομάζεται Ρωσία, οι Βάραγγοι είχαν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με τους Βυζαντινούς, οι οποίοι τους ονόμαζαν επίσης Αβαρυάγους. Το 839 ο αυτοκράτορας Θεόφιλος στρατολογεί κάποιους ως μισθοφόρους, και από τότε ξεκινά μια σχέση αγάπης και μίσους. Άλλοτε υπηρετούσαν ως μισθοφόροι, άλλοτε επέδραμαν ως εχθροί. Μεταξύ 860 και 1043 έχουν καταγραφεί επτά εκστρατείες των Ρως εναντίον της Κωνσταντινούπολης καμία από αυτές δεν ήταν νικηφόρα αφού οι βυζαντινοί υπερτερούσαν στρατιωτικά, τόσο σε στρατό όσο και εξοπλισμό, ιδιαίτερα με το υγρό πυρ. Οι Ρως αποκόμιζαν οφέλη από την επαναδιαπραγμάτευση των εμπορικών συμφωνιών που συνόδευαν τις συνθήκες ειρήνης.
Η δυσπιστία του Βασιλείου Β' προς τους ντόπιους στρατιώτες, οι δεσμοί που δημιούργησε με το Κίεβο (και τον εκχριστιανισμό των Ρως) αλλά και η αξιοπιστία των Βαράγγων μισθοφόρων, οδήγησε τον αυτοκράτορα στη δημιουργία ειδικού τάγματος σωματοφυλάκων που αποκαλέστηκε Τάγμα των Βαραγγίων και Βαραγγική Φρουρά. Με το πέρασμα των χρόνων, οι επόμενοι αυτοκράτορες στρατολογούσαν νέους μισθοφόρους και από άλλους βίκινγκ λαούς Νορβηγοί, Σουηδοί, Δανοί. Σε αυτούς προστέθηκαν και Αγγλοσάξονες πρόσφυγες, μετά τη νορμανδική εισβολή στην Αγγλία. Σε αντίθεση με τους βυζαντινούς στρατιώτες, που ήταν συνήθως επιρρεπείς σε πραξικοπήματα βάσει προσωπικών φιλοδοξιών των στρατηγών, η Βαραγγική Φρουρά είχε το χαρακτηριστικό της απόλυτης πίστης στο θρόνο και όχι στα πρόσωπα. Κύριο όπλο της ήταν το μακρύ τσεκούρι, αλλά ήταν καλή και στη χρήση του σπαθιού και του τόξου. Οι αναφορές λένε στην μέχρι θανάτου πίστη της Βαραγγικής Φρουράς στο θρόνο να είναι υπερβολικές. Έχει καταγραφεί μέχρι και συμμετοχή της σε πραξικόπημα το 1071, όταν ο Ρωμανός Διογένης ηττήθηκε από τον Τούρκο σουλτάνο Αλπ Αρσλάν στο Μαντζικέρτ. Επικεφαλής της κίνησης ήταν ο θετός γιος του αυτοκράτορα Ιωάννης Δούκας. Αυτός χώρισε τους Βαράγγους σε δύο τμήματα - ένα πήγε στο παλάτι και ανακήρυξε νέο αυτοκράτορα το Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (Παραπινάκη), και το άλλο συνέλαβε την Ευδοκία, σύζυγο του Ρωμανού. Πέρα από την προστασία του αυτοκράτορα σε καιρό ειρήνης, η Φρουρά συμμετείχε ενεργά ως επίλεκτο σώμα και στους πολέμους. Ήταν παρόντες στη μάχη της Βέρροιας υπό τον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό, ενώ κατά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) ήταν το μόνο τμήμα του στρατού που κατάφερε να νικήσει τους Φράγκους στη ζώνη ευθύνης του.
Οι πολεμικές μέθοδοι αλλά και οι καθημερινές συνήθειες των μελών της Βαραγγικής Φρουράς είχαν γίνει πολλές φορές αντικείμενο σαρκασμού. Ο απλός λαός τους αποκαλούσε πελεκοφόρους βαρβάρους και βασιλικές κρασοσακούλες για τη ροπή που έδειχναν προς το αλκοόλ. Αυτό έφερε πολλές φορές τον αυτοκράτορα σε δύσκολη θέση, ακόμα και μπροστά σε ξένους ηγεμόνες που επισκέπτονταν την Κωνσταντινούπολη, ο Δανοε βασιλιά Ερρίκος, που το 1103 ζήτησε από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα να τους επιβάλει ένα πιο σοβαρό τρόπο συμπεριφοράς! Το πιο διάσημο μέλος της Βαραγγικής Φρουράς υπήρξε ο Χάραλντ Σίγκουρντσον. Γεννημένος στη Νορβηγία το 1015 και φυγάς μετά το πραξικόπημα κατά του πατέρα του, κατέφυγε αρχικά στους Ρως μέχρι που στα είκοσί του στρατολογήθηκε από τους Βυζαντινούς. Αργότερα επέστρεψε στη Νορβηγία, όπου το 1046 ανακηρύχθηκε βασιλιάς ως Χάραλντ Γ'. Το 1066 εισέβαλε στην Αγγλία, αλλά η εκστρατεία απέτυχε και ο ίδιος σκοτώθηκε στη μάχη της Στάμφορντ Μπριτζ. Για τις μεθόδους του ο Χάραλντ έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο Hardråde, αδίστακτος.
Η Εμπορική οδός Βαράγγων - Ελλήνων ήταν η εμπορική δραστηριότητα μεταξύ των Βαράγγων και των Βυζαντινών κατά το Μεσαίωνα. Υπήρξε μία από τις δύο βασικές εμπορικές γραμμές των Βαράγγων - η άλλη ήταν η Οδός του Βόλγα. Η πρώτη φορά που υπάρχει γραπτή αναφορά στην Εμπορική Οδό Βαράγγων - Ελλήνων είναι στο ρωσικό Πρώτο Χρονικό. Οι συνέπειές της όμως είχαν παρατηρηθεί νωρίτερα, όταν οι βυζαντινοί κατέγραψαν την ύπαρξη ενός νέου λαού στα βόρειά τους, των Βαράγγων. Αν και σήμερα για κάποιους λαούς η ονομασία Βάραγγος είναι συνώνυμο του Βίκινγκ, οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν αυτόν τον όρο μόνο για τους Σκανδιναβούς που εγκαταστάθηκαν και βασίλευσαν στη Ρωσία.
Η Οδός πρωτοξεκίνησε στα τέλη του 8ου αι. μ.Χ., όταν Βάραγγοι εξερευνητές κατευθύνθηκαν προς τα ανατολικά και τα νότια, αναζητώντας σκλάβους αλλά και εμπορικά αγαθά. Η σημασία της για ολόκληρη την ευρωπαϊκή ιστορία είναι τεράστια. Η εγκατάσταση των Βαράγγων ανάμεσα στους ανατολικούς Σλάβους, η ίδρυση του κράτους των Ρως (πρώτο ρωσικό βασίλειο) και η ανάπτυξή του, ίσως να μην είχαν συμβεί ποτέ εάν δεν υπήρχε η Εμπορική Οδός Βαράγγων - Ελλήνων. Η Οδός άρχισε να ατονεί στα τέλη του 11ου αιώνα, όταν το κράτος των Ρως απέκτησε ισχυρότερους δεσμούς με τη δυτική Ευρώπη και έστρεψε προς εκεί τα εμπορικά ενδιαφέροντά του, ενώ το Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε φάση αποσύνθεσης. Σταμάτησε οριστικά με την άλωση της Κωνσταντινουπόλης από τους Φράγκους το 1204.
Το εμπόριο διεξαγόταν από τους Βαράγγους, με τρόπο που θυμίζει τα καραβάνια της Ανατολής, και κάλυπτε μία τεράστια περιοχή περνώντας μέσα από δεκάδες διαφορετικές φυλές και πόλεις. Σε κάθε σημείο αγοράζονταν και πωλούνταν νέα αγαθά. Η διαδρομή ξεκινούσε με πλοία από σκανδιναβικά εμπορικά κέντρα, όπως η Μπίρκα και το Γκότλαντ, και εκμεταλλευόταν στο έπακρο το υδάτινο ανάγλυφο της βορειοδυτικής και κεντρικής Ρωσίας. Τα πλοία ακολουθούσαν την εξής πορεία: Ανατολική Βαλτική, ο σημερινός Φινλανδικός Κόλπος. Είσοδος στον ποταμό Νέβα, στο σημείο της σημερινής Αγίας Πετρούπολης. Ανάπλους του ποταμού και έξοδος στην λίμνη Λάντογκα. Εκει γινόταν μεταφόρτωση των εμπορευμάτων σε κωπήλατα ποταμόπλοια στον εμπορικό σταθμό Λάντογκα.
Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ' (Πορφυρογέννητος) τα αποκαλεί μονόξυλα, που είχαν μέχρι και 40 άνδρες πλήρωμα. Κατάπλους του ποταμού Βολκόφ και είσοδος στη λίμνη Ιλμέν δίπλα από το Νόβγκοροντ, τη σπουδαιότερη πόλη της περιοχής. Κατάπλους του ποταμού Λόβατ. Από εκεί τα πλοία έβγαιναν στην ξηρά και μεταφέρονταν πάνω σε κάρα μέχρι τον ποταμό Δνείπερο. Κατάπλους του Δνείπερου. Στην πορεία τα πλοία περνούσαν από το Κίεβο. Έξοδος στη Μαύρη Θάλασσα. Εκεί τα πλοία εξοπλίζονταν με πανιά και έπλεαν νοτια προς την "μεγάλη πόλη" Κωνσταντινούπολη. Τα κυριότερα προϊόντα ήταν τα ακόλουθα: Όπλα, χειροποίητα αγαθά (Σκανδιναβία). Κεχριμπάρι (Βαλτική). Ξυλεία, γούνες, μέλι, κερί (Λάντογκα, Νόβγκοροντ). Ψωμί, χειροποίητα αγαθά, ασημένια νομίσματα (Κίεβο). Κρασί, μπαχαρικά, πολυτελή υφάσματα, εικόνες, βιβλία (Βυζαντινή Αυτοκρατορία).
Το Πρώτο Χρονικό είναι ένα αφηγηματικό κείμενο, γραμμένο στην αρχαία σλαβική γλώσσα, το οποίο περιγράφει την ιστορία των Ρως από το 850 έως το 1110. Συνετέθη γύρω στο 1113 στο Κίεβο και ο πρωτότυπος τίτλος του είναι Ιστορία των Περασμένων Χρόνων. Πιθανότερος δημιουργός του είναι ένας μοναχός ονόματι Νέστωρ, γι' αυτό απαντάται και ως «Νεστοριανό Χρονικό».
Για τη συγγραφή του Χρονικού χρησιμοποιήθηκαν πολλές διαφορετικές πηγές: τοπικοί θρύλοι, σκανδιναβικές σάγκες, παλαιότερα σλαβικά κείμενα, τα χρονικά των βυζαντινών Ιωάννη Μαλάλα και Γεωργίου Αμαρτωλού, βυζαντινά θρησκευτικά κείμενα, συμφωνίες του Κράτους των Ρως με την Κωνσταντινούπολη, προφορικές αφηγήσεις στρατιωτικών κι εξερευνητών. Το πρωτότυπο χειρόγραφο θεωρείται χαμένο, όπως και τα δύο παλαιότερα γνωστά αντίγραφά του (ο Λαυρεντιανός και ο Υπατιανός Κώδικας). Η γνώση μας για το Πρώτο Χρονικό περιορίζεται στα διασωθέντα αντίγραφα των δύο τελευταίων. Παρ' όλους τους υποκειμενισμούς την μίξη μυθολογικών και ιστορικών πηγών, την αποδεδειγμένη ανακρίβεια των ημερομηνιών που αναφέρει, καθώς και τη γνώση του περιεχομένου του μόνο μέσα από αντίγραφα, το Πρώτο Χρονικό αποτελεί τη μοναδική πρωτογενή πηγή για τη μελέτη του ανατολικού σλαβικού κόσμου πριν από το 12ο αιώνα. Είναι επίσης πολύτιμο ως πρώιμο δείγμα της αρχαίας σλαβικής λογοτεχνίας.

Πηγή:https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βάραγγοι

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Τάγμα_των_Βαράγγων

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Τάγμα_των_Βαράγγων

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Πρώτο_Χρονικό

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου