Στις αρχές του 6ου αιώνα, τα σλαβικά φύλα, μετακινούμενα από την αρχική τους κοιτίδα, η οποία τοποθετείται στην Σλοβακια, την Πολωνια και την Ουκρανία, έφτασαν στον Δούναβη, που αποτελούσε το βόρειο σύνορο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, κι άρχισαν επιδρομές εναντίον των βυζαντινών εδαφών. Από εκείνη την εποχή οι Σλάβοι αποτελούν μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας και η πορεία τους καταγράφεται από τους βυζαντινούς ιστορικούς και χρονικογράφους. Στα επόμενα χρόνια, οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν σε πολλά σημεία της Βαλκανικής Χερσονήσου (μέχρι και το ακρωτήριο Ταίναρο, το νοτιότατο δηλαδή άκρο της), είτε κατακτώντας πόλεις είτε -το συνηθέστερο- επιλέγοντας περιοχές αραιοκατοικημένες και σχετικά απομονωμένες, κατάλληλες για κτηνοτροφία και περιορισμένη γεωργική παραγωγή (κοιλάδες, κατά κανόνα). Τα σχετικά λίγα δάνεια από τη σλαβική που επιβιώνουν σήμερα στην ελληνική γλώσσα, προέρχονται ως επί το πλείστον από τη σφαίρα της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της ορολογίας φυτών και ζώων. Τα σλαβικά τοπωνύμια, διάσπαρτα στον ελλαδικό χώρο, αποτυπώνουν την κατανομή των νεοφερμένων πληθυσμών στην περιοχή αλλά επίσης παρέχουν στοιχεία -γλωσσολογικά και ιστορικά- για την εποχή της εγκατάστασης και τον ρυθμό αφομοίωσης από τον ιθαγενή, ελληνικό πληθυσμό. Παραδείγματος χάριν, η μορφή του τοπωνυμίου Πάργα (αντί Πράγα) καταδεικνύει ότι το σλαβικό αυτό τοπωνύμιο δημιουργήθηκε και αποκρυσταλλώθηκε πριν από τη μετάθεση των υγρών συμφώνων στη σλαβική γλώσσα το γεγονός ότι τόσο στο τοπωνύμιο αυτό όσο και σε όλα τα σλαβικά δάνεια της νεοελληνικής (π.χ. στη λέξη σβάρνα) τα υγρά σύμφωνα δεν έχουν μετατεθεί, δείχνει πως από τα πρώτα κιόλας χρόνια της εγκατάστασής τους στον ελλαδικό χώρο, οι σλαβικοί πληθυσμοί άρχισαν να αφομοιώνονται από το ντόπιο στοιχείο και να εξελληνίζονται και η σλαβική γλώσσα έπαψε να εξελίσσεται με τη δυναμική που εξελίχθηκε στις καθαυτό σλαβικές χώρες. Ακόμα, το γεγονός ότι υπάρχουν ελάχιστα χριστιανικά σλαβικά τοπωνύμια, οδηγεί σε παρόμοια συμπεράσματα: εκχριστιανισμός και εξελληνισμός ήταν διαδικασίες παράλληλες, αλληλένδετες και, σε αντίθεση με πολλές άλλες περιπτώσεις βίαιου εκχριστιανισμού και αφομοίωσης, αποτέλεσαν μια λίγο πολύ φυσική διαδικασία, στην οποία σημαντικό ρόλο έπαιξε η γειτνίαση και η οικονομική και πολιτισμική επαφή με τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό. Σκλαβηνίες (Σκλαυινίαι) ονομάζονται πολιτικά αυτόνομες νησίδες σλαβικού πληθυσμού διάσπαρτες ανάμεσα σε Έλληνες. Ιδρύθηκαν στις αρχές του έβδομου αιώνα από τις εγκαταστάσεις Σλάβων σε εδάφη της σημερινής ηπειρωτικής Ελλάδας. Αρχικά ο πληθυσμός εκεί ζούσε από τις λεηλασίες αλλά έπειτα ανέπτυξαν εμπόριο και ήρθαν σε επαφή με τους ντόπιους πληθυσμούς. Έπειτα ακολούθησε ο εξελληνισμός τους που έγινε σε 3 στάδια. Πρώτα υποτάχθηκαν στρατιωτικά, εκχριστιανίστηκαν και αφομοιώθηκαν κοινωνικά και εθνολογικά. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Νικηφόρος Α' δημιούργησε τις σκλαβηνίες και τις συμπεριέλαβε στην πρώτη κάκωση στην Νομοθεσία του. Κακώσεις ονομάζονταν τα τολμηρά οικονομικά μέτρα που απέβλεπαν στην ανάκαμψη του εμπορίου και την αύξηση των εσόδων του βυζαντινού κράτους. Στο γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας, όπως προαναφέρθηκε, οι σκλαβηνίες αποτελούσαν αυτόνομες νησίδες σλαβικού πληθυσμού, μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης. Στη διάρκεια του 9ου αι. μ.Χ., οι σκλαβηνίες που βρίσκονταν βορειοδυτικά της Χερσονήσου του Αίμου (Βαλκανική Χερσόνησος) εξελίχθηκαν στα πρώτα κρατίδια Σέρβων και Κροατών. Η ύπαρξη και ανάπτυξη αυτών των κρατιδίων διευκόλυνε τον εκχριστιανισμό τους από τον Βασίλειο Α' . Την ίδια εποχή, οι σκλαβηνίες που βρίσκονταν στα νότια της Χερσονήσου του Αίμου άρχισαν να ενσωματώνονται στην επεκτεινόμενη θεματική διοίκηση του Βυζαντινού κράτους. Οι σκλαβηνίες ήταν αρχικά ημιαυτόνομες και πλήρωναν φόρο υποτέλειας. Η Σκλαβοαρχοντία Θεσσαλονίκης ήταν περιοχή Σκλαβηνίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με αυτόνομη διοίκηση στο Θέμα Θεσσαλονίκης, δηλαδή στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Η Σκλαβηνία αποτελούνταν από μεικτά χωριά Σλάβων και Ελλήνων. Η αρχοντία περιελάμβανε ορεινή περιοχή της σημερινής Βέροιας και κατά εκτίμηση το σλαβικό φύλλο των Δρουγουβιτών που είχε μετακινηθεί εκεί από την περιοχή της Πελαγονίας. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος στο έργο του περί βασιλείου τάξεως, αναφέρει την Αρχοντία και δίνει την πληροφορία ότι οι Σλάβοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ τον 9ο αιώνα. Στην συνέχεια αναφέρει ότι οι Σλάβοι αυτοί αποστάτησαν αλλά ο Μιχαήλ κατέπνιξε την εξέγερση. Σε σφραγίδες με ονόματα διοικητών, αρχόντων, αναφέρονται οι διοικητές με ελληνικά χριστιανικά ονόματα, εκτιμάτε ότι ήταν είτε εκχριστιανισμένοι Σλάβοι ή Βυζαντινοί. Η Σκλαβοαρχοντία Στρυμόνος ήταν περιοχή Σκλαβηνίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας που είχε ξεχωριστή διοίκηση από την υπόλοιπη αυτοκρατορία που διοικούνταν με τα Θέματα. Η αρχοντία βρισκόταν στην σημερινή Ελληνική Μακεδονία και περιελάμβανε μεγάλη περιοχή γύρω από τον ποταμό Στρυμόνα, στον σημερινό Νομό Σερρών, όπου είχαν εγκατασταθεί Σλάβοι ή Σκλάβοι όπως λέγονταν τότε. Η αρχοντία μνημονεύεται σε μεταγενέστερο έγγραφο του 11ου αιώνα χωρίς να είναι γνωστό πότε δημιουργήθηκε ή πως διοικούνταν. Η εγκατάσταση των Σλάβων στην περιοχή έγινε τον 7ο αιώνα και πιθανόν να είχε γίνει παλαιότερη εγκατάσταση και να προϋπήρχε αρχοντία ή Σκλαβηνία στη περιοχή. Η Αρχοντία ήταν εντεταμένη στην αυτοκρατορία πολιτικά, πλήρωνε φόρους και διατηρούσε ένα είδος αυτονομίας στα πλαίσια του Θέματος Στρυμώνος. Μέχρι τον 9ο αιώνα αναφέρονται αποτυχημένες εξεγέρσεις των κατοίκων που αποδίδεται στους βαρείς φόρους που πλήρωναν. Μέχρι τον 9ο αιώνα οι Σλάβοι της αρχοντίας διέμεναν σε δύσβατα ορεινά σημεία και από τότε φαίνεται να εγκατασταίνονταν σταδιακά στα πεδινά και αργότερα αφομοιώθηκαν. Αναφέρεται η ένταξη τους στον Βυζαντινό στρατό ήδη από τον 7ο αιώνα και ο εκχριστιανισμός τους. Οι Μηλιγγοί ήταν σλαβική φυλή που εγκαταστάθηκε τον 8ο μ.Χ. αιώνα στη νότια Πελοπόννησο και κυρίως στις δυτικές πλαγιές του Ταϋγέτου . Το ίδιο διάστημα οι Εζερίτες, μία συγγενική τους φυλή, εγκαταστάθηκαν στις ανατολικές περιοχές του νομού Λακωνίας, από την πεδιάδα του Έλους μέχρι το ακρωτήριο Μαλέας και κάποιοι από αυτούς στην Αχαία στην περιοχή που σήμερα αποκαλείται Νεζερά. Ήταν γνωστοί και ως Μελιγγοί ή Μελίγγοι, Μιλτζάνοι, Μιλένζοι, Μιλτσάνοι και Μηλίγγοι. Το όνομα "Μελιγγοί" υπάρχει ακόμη σήμερα σε χρήση, όχι στην Πελοπόννησο αλλά στην Ήπειρο, στο όνομα του χωριού Μελιγγοί Ιωαννίνων. Όπως και οι περισσότεροι Σλάβοι ζούσαν ως κτηνοτρόφοι, αλλά δούλευαν και σε γεωργικές εργασίες. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο, ζούσαν άτακτα και απείθαρχα, και δημιουργούσαν προβλήματα στους ντόπιους με τις αρπαγές και τους εμπρησμούς που έκαναν. Εξεγέρθηκαν αρκετές φορές κατά των Βυζαντινών. Το 842 στάλθηκε από τον Μιχαήλ Γ' στην περιοχή ο Θεοφύλακτος Βρυέννιος για να υποτάξει τους εξεγερμένους του θέματος Πελοποννήσου, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι Μηλιγγοί και οι Εζερίτες, οι οποίοι υποτάχθηκαν και αναγκάστηκαν να πληρώνουν ετήσιο φόρο 60 και 300 χρυσά νομίσματα αντίστοιχα. Αλλά και ο τελευταίος τους ξεσηκωμός, στα χρόνια του Ρωμανού Α' Λακαπηνού είχε δυσμενή κατάληξη. Το 921 ο στρατηγός Κρινίτης Αροτράς διατάχθηκε να τους υποτάξει. Η εκστρατεία διήρκεσε από την άνοιξη μέχρι το Νοέμβριο του ιδίου έτους. Οι Μηλιγγοί νικήθηκαν και υποχρεώθηκαν να πληρώνουν ετήσιο φόρο στην αυτοκρατορία 540 χρυσά νομίσματα, ποσό που αργότερα ελαττώθηκε. Οι Μηλιγγοί ήταν ειδωλολάτρες και ο εκχριστιανισμός τους άρχισε τον 10ο μ.Χ. αιώνα με τη συμμετοχή ιεραποστόλων, όπως του Νίκωνος του Μετανοείτε. Αυτή ήταν μία πολιτική που συνειδητά ακολουθήθηκε και υποστηρίχθηκε από την αυτοκρατορία για την αφομοίωση των Μηλιγγών. Όταν έφτασαν οι Φράγκοι στην περιοχή οι Μηλιγγοί διατηρούσαν ακόμη τη φυλετική τους υπόσταση και τους αντιστάθηκαν. Αυτό ανάγκασε τον πρίγκιπα της Αχαΐας, Γουλιέλμο Β' Βιλλαρδουίνο, να εκστρατεύσει εναντίον τους και να χτίσει τα κάστρα του Μυστρά, της Μαΐνης (ή Μάινας) και του Λεύκτρου (Μπωφόρ) για να τους υποτάξει. Τα κάστρα αυτά εμπόδιζαν την κάθοδο των Μηλιγγών από τα ορεινά στα πεδινά και έτσι δεν μπορούσαν να διαχειμάσουν σε περιοχές με ηπιότερο κλίμα και να βρίσκουν νέα βοσκοτόπια στη διάρκεια του χειμώνα, ούτε μπορούσαν να προμηθευτούν περισσότερα τρόφιμα. Έτσι, αναγκάστηκαν να υποταχθούν στον Γουλιέλμο. Αργότερα, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β' Παλαιολόγος κατόρθωσε να τους εκχριστιανίσει πλήρως, και στη συνέχεια αφομοιώθηκαν από το ελληνικό στοιχείο της περιοχής. Στη δυτική πλευρά του Ταϋγέτου βρισκόταν και ο λεγόμενος Ζυγός του Μελιγγού και ο Δρόγκος του Μελιγγού, ονόματα δοσμένα από τους Μηλιγγούς. Οι Εζερίτες ή Νεζερίτες ήταν σλαβική φυλή που εγκαταστάθηκε τον 8ο μ.Χ. αιώνα στη νότια Πελοπόννησο και κυρίως στις ανατολικές περιοχές του νομού Λακωνίας, από την πεδιάδα του Έλους μέχρι το ακρωτήριο Μαλέας ενώ κάποιοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Αχαΐα στην περιοχή που σήμερα αποκαλείται Νεζερά. Το ίδιο διάστημα οι Μηλιγγοί, μία συγγενική τους φυλή, εγκαταστάθηκαν στις δυτικές πλαγιές του Ταϋγέτου.Το όνομά τους προέρχεται από σλαβική λέξη που σημαίνει λίμνη, έλος και απαντάται και σε άλλα σημεία της Ελλάδας ως τοπωνύμιο (Νεζερός), πως και οι περισσότεροι Σλάβοι ζούσαν ως κτηνοτρόφοι, αλλά δούλευαν και σε γεωργικές εργασίες. Εξεγέρθηκαν αρκετές φορές κατά των Βυζαντινών, αλλά γενικά ήταν πιο φιλήσυχοι από τους Μηλιγγούς. Αναφέρονται οι εξής εξεγέρσεις: Το 783, ο βυζαντινός στρατηγός λογοθέτης του δρόμου και πατρίκιος Σταυράκιος κατατρόπωσε αυτούς του Εζερίτες που επαναστάτησαν στην Λακεδαίμονα και τους ώθησε στις ανατολικές πλευρές του Ταϋγέτου, όπου διατηρήθηκαν για πολύ καιρό. Το 811, ο στρατηγός Λέων Σκληρός κατατρόπωσε όσους Νεζερίτες κάτοικους της Ήλιδας επαναστάτησαν κατά των βυζαντινών αρχών και τους εξανάγκασε αν αφήσουν τα πεδινά μέρη και να καταφύγουν στην Ωλένη. Το 842 στάλθηκε από τον Μιχαήλ Γ' στην περιοχή ο Θεοφύλακτος Βρυέννιος για να υποτάξει τους εξεγερμένους του θέματος Πελοποννήσου, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι Μηλιγγοί και οι Εζερίτες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να πληρώνουν ετήσιο φόρο 60 και 300 χρυσά νομίσματα αντίστοιχα. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο ο οποίος ήταν αυτοκράτορας μεταξύ 908 και 920, ζούσαν άτακτα και απείθαρχα, και δημιουργούσαν προβλήματα στους ντόπιους με τις αρπαγές και τους εμπρησμούς που έκαναν το 921, στα χρόνια του Ρωμανού Α' Λακαπηνού, ο τελευταίος τους ξεσηκωμός είχε δυσμενή κατάληξη. Ο στρατηγός Κρινίτης Αροτράς διατάχθηκε να τους αποτρέψει να κάνουν άλλη εξέγερση και να τους υποτάξει. Η εκστρατεία διήρκεσε από την άνοιξη μέχρι το Νοέμβριο του ιδίου έτους και τους επέβαλλε ετήσιο φόρο 600 χρυσών νομισμάτων ο οποίος μετά από λίγο καιρό μετριάστηκε στο μισό. Οι Εζερίτες μετά τον 10ο αιώνα, σταδιακά εξελληνίστηκαν και συγχωνεύθηκαν με τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους.Οι Στρυμονίτες ήταν μία φυλή των Σκλαβηνων (Σλάβοι), οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του ποταμού Στρυμόνα. Πήραν μέρος στην σλαβική πολιορκία της βυζαντινής πόλης της Θεσσαλονίκης το 677 μ.χ. Όπως διηγείται ο βυζαντινός συγγραφέας στα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου, χρησιμοποίησαν τα πλοία τους για να λεηλατούν τις ακτές του βορείου Αιγαίου, σύμφωνα με πληροφορίες, ακόμη και στην Θάλασσα του Μαρμαρά έξω από την Κωνσταντινούπολη. Μπορούν επίσης ενδεχομένως να βοήθησαν τον αραβικό στόλο των πειρατών της Κρήτης στην λεηλασία της πόλης το 904. Οι Σαγουδατες (Σαγουδάται) ήταν Νότια σλαβική φυλή που ζούσε στη Μακεδονία, στην περιοχή μεταξύ της Θεσσαλονίκης και της Βέροιας. Οι Σαγουδατες για πρώτη φορά πιστοποιούνται σε βυζαντινό έγγραφο των 686 ως σύμμαχοι και πολιορκητές της βυζαντινής Θεσσαλονίκης σε συμμαχία με άλλες σλαβικές φυλές, των Ρυγχινων και των Δραγουβιτων. Τον 7ο αιώνα, μαζί με άλλες φυλές που χρησιμοποιούσαν πολεμικά πλοία λεηλατούν τις ακτές της Θεσσαλίας. Τον 9ο αιώνα οι Σαγουδατες ζούσαν σε μικτά χωριά μαζί με Έλληνες και με τους Δραγουβιτες και κατέβαλλαν φόρους στις βυζαντινές αρχές της Θεσσαλονίκης. Οι Δραγουβιτες ήταν μια Νότια σλαβική ομάδα (σκλαβηνίες) που εγκαταστάθηκαν στα Βαλκάνια κατά τον 7ο αιώνα. Οι δύο διακριτές ομάδες που αναφέρονται στις πηγές, με εγκατάσταση η μια στη μεσαιωνική Μακεδονία στα βόρεια και ανατολικά της Θεσσαλονίκης και γύρω από Βέροια (στη σύγχρονη Ελλάδα), ενώ η άλλη έζησε στη Θράκη, γύρω από Φιλιππούπολη (της Βουλγαρίας). Το 7ο αιώνα μ.χ., ο βυζαντινός συγγραφέας γράφει τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, που εξιστορούν τις σλαβικές επιδρομές και διακανονισμού στα Βαλκάνια, καταγράφοντας στο πρώτο σκέλος του τους Δραγουβιτες μαζί με άλλες τέσσερις σλαβικές φυλές που ζούσαν στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με την Θαύματα, οδηγήθηκαν από βασιλείς, και ήταν υποτελείς σύμμαχοι στους Βυζαντινούς. Τα θαύματα καταγράφουν επίσης τη συμμετοχή τους σε δύο ανεπιτυχείς επιθέσεις από συνασπισμους των Σκλαβηνιων στην Θεσσαλονίκη, στο 617/618 και 677. Το 879, υπάρχει μια επισκοπή Δρουγουβιτεία που είχε ιδρυθεί, με βοηθό επίσκοπο από την μητρόπολη της Θεσσαλονίκης. Ο Νικόλας Οικονομίδης ανέφερε ότι την ίδια περίπου εποχή, η φυλή είχε τοποθετηθεί κάτω από ένα βυζαντινό στρατιωτικό διοικητή με τον τίτλο του στρατηγού. Στα τέλη του 10ου και 11ου αιώνα, η Σκλαβηνία των Δραγου μαρτυρείται ως ενωμένη με τα θέματα της Θεσσαλονίκης και Στρυμόνα σε μια ενιαία επαρχία. Στις αρχές του 10ου αιώνα, Ιωάννης Καμινιάτης μιλάει για τους Δραγουβιτες όπως ζουν γύρω από τη Βέροια, ενώ το 13ο αιώνα, ο Δημητριος Χωματιανός τους αναφέρει ως κυβερνώντες όλη τη γη από τη Βέροια μέχρι τα Σκόπια. Οι Βελεγιζιτες (Βελεγεζίται) ήταν μια Νότια σλαβική φυλή (Σκλαβηνοι) που ζούσαν στην περιοχή της Θεσσαλίας στον Πρώιμο Μεσαίωνα. Είναι μία από τις φυλές που αναφέρονται στα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου. Σύμφωνα με τον συγγραφέα του έργου Θαύματα του Αγίου Δημητρίου, εγκαταστάθηκαν γύρω από την Δημητριαδα και τις Φθιώτιδες Θήβες στις βόρειες ακτές του Παγασητικού κόλπου. Η ίδια περιοχή εξακολουθεί να ονομάζεται Βελεχατουΐα (Velechativa στα λατινικά) στο χρυσόβουλο του 1198 προνομίων χορήγηση στη Δημοκρατία της Βενετίας, και το 1204 Partitio Romaniae. Εκείνη την εποχή, διαμορφώθηκε σε αυτοκρατορική φορολογική περιφέρεια. Αργότερα, το υπάρχων όνομα του 13ου / 14ου αιώνα ως "γη της Levachatai" (γηῆτων Βελεβαχάτων), καθώς και το όνομα του χωριού Levache (Λεβάχη), που βρέθηκαν στα κατάστιχα της Μονής Λυκουσαδας, επίσης, πιθανόν να προέρχεται από το ίδια τοποθεσία. Η περιοχή της Βελζετιας, η οποία επίσης βρίσκεται στην Ελλάδα και αναφέρεται ως περιοχή που κυβερνάται από τον Ακαμηρο το 799, πιθανότατα δεν προέρχεται από τους Βελεγεζίτες, αλλά μάλλον από την σλαβική φυλή των Βερζιτων. Μετά την βυζαντινή διευθέτηση της περιοχής της Θεσσαλίας, στις οικονομικές δραστηριότητες της φυλής περιλαμβάνεται και το εμπόριο με τη βυζαντινή πόλη της Θεσσαλονίκης με 670-80. Όταν η πόλη πολιορκήθηκε από τους Σαγουδατες, Δραγουβιτες και άλλες φυλές στα τέλη του 7ου αιώνα, οι ηγέτες των Βελεγεζίτων παρείχαν προμήθειες για το πολιορκημένο Βυζαντινό πληθυσμό. Κατά την ίδια περίοδο, μαζί με άλλες φυλές χρησιμοποιούσαν πολεμικά πλοία για να λεηλατούν τις ακτές της Θεσσαλίας. Ένας από τους αρχηγούς της φυλής στα τέλη του 7ου αιώνα ήταν ένα άτομο που ονομάζεται Τίχομιρ, του οποίου το όνομα έχει βρεθεί σε αντικείμενα της ίδιας περιόδου. Τα Θρησκευτικά κτίρια του 8ου αιώνα στη Θεσσαλία έχουν συνδεθεί με τον εκχριστιανισμό της φυλής, μετά από τις εκστρατείες του Βυζαντινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Α 'εναντίον των Σλάβων της περιοχής. Οι Βαϊουνίτες (Βαϊουνίται) ήταν μια Σκλαβηνία, (Νότια σλαβική) φυλή που εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Μακεδονίας στα τέλη του 6ου αιώνα. Οι Βαιουνιτες εγκαταστάθηκαν αρχικά περιοχής δυτικά της Θεσσαλονίκης. Ανήκαν σε μια ομάδα από σλαβικά φύλα που προσπάθησε ανεπιτυχώς να καταλάβει την πόλη στις αρχές του 7ου αιώνα, μετά την οποία πιστεύεται ότι έχουν μεταναστεύσει στην περιοχή βόρεια των Ιωαννίνων στη βόρεια Ήπειρο. Τον 6ο αιώνα, πολλά σλαβικά φύλα κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή γύρω από τη βυζαντινή πόλη της Θεσσαλονίκης. Στην περιοχή, το 614-616, οι Βαιουνιτες αναφέρονται στα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου ως μία από τις σλαβικές φυλες. Είχαν το έδαφός τους στη δυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης. Το έδαφος που κατοικούνταν από τους Βαιουνιτες σχημάτιζε μία Σκλαβηνία. Στην περιοχή, το 614-616 οι Βαιουνιτες και άλλες γειτονικές σλαβικές φυλές βρέθηκαν ενωμένες κάτω από έναν ηγέτη που ονομαζόταν Χατζων και πολιόρκησαν την πόλη. Οι δυνάμεις που αποτελούνταν από πολλά διαφορετικά σλαβικά φύλα επιτέθηκαν στην πόλη με πολιορκητικές μηχανές που προσπαθουσαν να σπάσουν τα τείχη της πόλης, ενώ τα μικρά και ευέλικτα πλοία τους επιτέθηκαν στην πόλη από τη θάλασσα. Οι προσπάθειές τους απέτυχαν και Χατζων σκοτώθηκε μετά την είσοδό του στην πόλη για να διαπραγματευτεί. Μετά από αυτή την αποτυχία τους να καταλάβουν την Θεσσαλονίκη, πολλά μέλη των ηττημένων σλαβικων φύλων μετακινήθηκαν μακριά από την πόλη. Σύμφωνα με ορισμένους, οι Βαιουνιτες μετακόμισαν από τη Μακεδονία στο έδαφος της Ηπείρου, και εγκαταστάθηκαν στην βόρεια περιοχή των Ιωαννίνων. Κάποιοι συνδέουν την περιοχή της Θεσπρωτίας, γνωστή ως Βαγενετια μέχρι τα 1270, στην φυλή αυτή. Δύο προσωπικές σφραγίδες των αρχόντων της Βαγενετιας έχουν βρεθεί, του βυζαντινού σπαθάριου Θεόδωρου χρονολογείται στον 7ο ή 8ο αιώνα, και του βυζαντινού πρωτοσπαθαριου Ιλαρίωνα χρονολογείται στα τέλη του 9ου και στις αρχές του 10ου αιώνα. Παρόμοια τοπωνύμια όπως Βιγιανιται ή Βιγιανιτζαι επέζησαν μέχρι τον 16ο αιώνα, όταν αντικαταστάθηκαν με το όνομα Δελβινο το οποίο έγινε επίσης ένα επίσημο όνομα του οθωμανικού σαντζακίου του Δελβίνου. Το έδαφος γύρω από τον ποταμό Αώο (ή Vojuša / Vjosë, σήμερα στη νότια Αλβανία) ήταν κατά πάσα πιθανότητα και το όνομά του αυτό από την φυλή. Στα ελληνικά επίσης η φυλή καθίσταται ως Βαιουνιται. Η ονομασία τους είναι επίσης ποικιλοτρόπως αγγλοποιημένη ως Baiunetes, Vajunites, ή Vajunits. Σε νότιες σλαβικές γλώσσες, το όνομά τους καθίσταται Vajuniti. Το όνομα αυτής της φυλής έχει προταθεί ως απορρέουν από τη σλαβική λέξη vojnici ("πολεμιστές"), έτσι ώστε το όνομα αυτής της φυλής μπορεί να μεταφραστεί ως « φυλή των πολεμιστών». Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς η Baiounitai (Vajuni) είναι ίδιοι με τους Βαβουνους, ενώ κάποιοι άλλοι συγγραφείς πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για τον εν λόγω ισχυρισμό. Οι Ρυγχίνοι ήταν Νότια σλαβική φυλή στην περιοχή της νότιας Μακεδονίας τον 7ο αιώνα. Σύμφωνα με Traian Stoianovich, ήταν σλαβική ή αβαροσλαβικη, και το όνομά τους προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από ένα τοπικό, άγνωστο ποτάμι, πιθανότατα μεταξύ του κάτω Αξιού και κάτω Στρυμόνα. Η φυλή μαρτυρείται στα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου καθώς έχει σχηματιστεί ως Σκλαβηνία κοντά στην πόλη της Θεσσαλονίκης, κάτω από ένα βασιλιά που ονομάζεται Περβούνδος στα μέσα του 7ου αιώνα. Ήταν προφανώς μια ισχυρή φυλή. Ο Περβούνδος συνελήφθη και εκτελέστηκε από βυζαντινές αρχές, οι Ρυγχίνοι ξεσηκώθηκεαν και μαζί με συμμάχους τους από δύο άλλες κοντινές σκλαβηνίες, των Σαγουδιτων και των Δραγουβιτων ξεκίνησαν μια αποτυχημένη πολιορκία της Θεσσαλονίκης. Τον 8ο και 9ο αιώνα οι Ρυγχίνοι, οι Βλαχορυγχινοι και οι Σαγουδάτες μετακινήθηκαν προς τα ανατολικά στην Χαλκιδική. Ο Πορφυρίος Ουσπένσκι βρήκε ένα χειρόγραφο του 17ου αιώνα, στην Μονή Κασταμονιτου που αναφέρουν τους Ρυγχίνους και Σαγουδάτες που προέρχονται από την τοτε Βουλγαρία και μετακινήθηκαν νότια σε όλη την βυζαντινή Μακεδονία και στο Άγιο Όρος, κατά τη στιγμή της Εικονομαχίας. Το όνομα "Vlachorynchinoi» σημαίνει ανάμειξη των Βλάχων και Σλάβων στην φυλή.
Πηγή : https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σκλαβηνίες
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σκλαβοαρχοντία_Θεσσαλονίκης
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σκλαβοαρχοντία_Στρυμόνος
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Sclaveni
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Strymonites
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Sagudates
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Drugubites
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Belegezites
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Baiounitai
https://en.m.wikipedia.org/wiki/Rhynchinoi
http://www.elia.org.gr/default.fds?langid=1&pagecode=08.03.04.02&pageid=150
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου