Με την ονομασία Εκστρατεία της Κριμαίας, ή Εκστρατεία της Ουκρανίας, ή (παλαιότερα) Εκστρατεία στη μεσημβρινή Ρωσία, ειδικότερα στην ελληνική ιστορία, χαρακτηρίζεται η ελληνική συμμετοχή με εκστρατευτικό σώμα στην εκστρατεία που επιχείρησε η Γαλλία (ως κύριο μέλος της Αντάντ) κατά των Μπολσεβίκων στην Κριμαία και γενικότερα στη περιοχή της Ουκρανίας το 1918-1919. Ο Βενιζέλος, μόλις πληροφορήθηκε τις διαθέσεις των Γάλλων για την εκστρατεία της Κριμαίας, έσπευσε αμέσως να χαιρετήσει την ιδέα, προσφέροντας μάλιστα στη διάθεσή τους ολόκληρη δύναμη σώματος στρατού, ελληνικού, αποτελούμενη από τρεις μεραρχίες, δηλαδή μεγαλύτερη δύναμη από εκείνη με την οποία εκστράτευαν οι Γάλλοι. Μπροστά σε αυτή την προσφορά του Έλληνα πρωθυπουργού η γαλλική κυβέρνηση του Κλεμανσό αποδέχθηκε τη χειρονομία με ευγνωμοσύνη, παρέχοντας «υποσχέσεις» περί υποστήριξης των ελληνικών διεκδικήσεων, χωρίς όμως τίποτε το δεσμευτικό. Παρατηρήθηκε όμως ότι η αποστολή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος έγινε αφενός μεν βεβιασμένα, αφετέρου με πολύ παράδοξο τρόπο. Καταρχήν δεν υπήρχε οργάνωση της μεταφοράς, αλλά ούτε και προγραμματισμός αποστολής. Έτσι η αποστολή του γίνονταν κατά τμήματα από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, κυρίως με γαλλικά μεταγωγικά χωρίς το βαρύ οπλισμό, πυροβόλα κ.ά., τα οποία στέλνονταν στη συνέχεια με μεταγωγικά και φορτηγά πλοία. Δεν υπήρχε επίσης κεντρική ελληνική διοίκηση του εκστρατευτικού σώματος, αλλά με την άφιξή των τμημάτων του στη Κριμαία αυτά περιέρχονταν υπό τις διαταγές των επί τόπου Γάλλων διοικητών και διασκορπίζονταν ανά μικρότερες μονάδες, τάγματα και λόχους, χωρίς μεταξύ τους συνοχή. Αλλά και οι Γάλλοι δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο επιχειρήσεων, εκτός από το «βλέποντας και κάνοντας». Τις πρωινές ώρες της 20ης Ιανουαρίου του 1919 αποβιβάστηκαν στην Οδησσό τα πρώτα ελληνικά τμήματα της ΙΙης ελληνικής μεραρχίας, το 34ο Σύνταγμα Πεζικού και το 7ο Σύνταγμα Πεζικού. Ενώ το 2ο Σύνταγμα της ΧΙΙΙης Μεραρχίας αποβιβάστηκε στις 24 Μαρτίου στη Σεβαστούπολη. Λίγες ημέρες μετά αποβιβάστηκαν και τα τελευταία υπόλοιπα τμήματα. Τελικά από τις τρεις μεραρχίες που αρχικά προορίζονταν για την εκστρατεία αυτή από ελληνικής πλευράς στάλθηκαν μόνο δύο, η ΙΙ και η ΧΙΙΙ. Η Ιη μεραρχία δεν έλαβε μέρος. Σημεία αποβάσεων των συμμαχικών δυνάμεων στην εκστρατεία της Κριμαίας ήταν αρχικά η Οδησσός και στη συνέχεια η Σεβαστούπολη επί της χερσονήσου της Κριμαίας. Μετά την άφιξη της 156ης γαλλικής μεραρχίας στην Οδησσό και των πρώτων ελληνικών τμημάτων που τέθηκαν υπό τις διαταγές του στρατηγού Μποριούς (διοικητού της 156ης Μεραρχίας) δημιουργήθηκαν τρία μέτωπα: α) το μέτωπο της Μπερεζόφκας (110 χλμ. βόρεια της Οδησσού), β) το μέτωπο του Νικολάϊεφ (100 χλμ. βορειοανατολικά της Οδησσού), και γ) το μέτωπο της Χερσώνας (40 χλμ. ανατολικότερα του προηγουμένου), από το οποίο και ξεκίνησαν ο επιχειρήσεις. Στις 19 Απριλίου, προτού αποφασιστεί η εκκένωση της Κριμαίας, Γάλλοι ναύτες των θωρηκτών Φρανς, Ζαν Μπαρτ, Βερντέν, Ζυστίς και Μιραμπώ, τα οποία ναυλοχούσαν στο λιμένα της Σεβαστούπολης, όταν βγήκαν στην ξηρά ενώθηκαν με πλήθη κομουνιστών κατοίκων οι οποίοι, κρατώντας κόκκινες σημαίες, περιέρχονταν τους δρόμους φωνάζοντας «Ζήτω οι Μπολσεβίκοι». Φθάνοντας δε και διερχόμενοι μπροστά από τον στρατωνισμό του 10ου Λόχου του ελληνικού συντάγματος, οι Γάλλοι αποδοκίμαζαν τους Έλληνες στρατιώτες, προκαλώντας τους με υβριστικές φράσεις. Όταν ο διοικητής του λόχου ενημέρωσε σχετικά και ζήτησε από τον Γάλλο φρούραρχο Ντε Βιλπέν οδηγίες τι να πράξει, αντί ο τελευταίος να καλέσει γαλλικό απόσπασμα για τη σύλληψη των Γάλλων ναυτών, τη διάλυση των διαδηλωτών και την επιβολή της τάξης, αρμοδιότητα που ασκούσαν οι Γάλλοι, έδωσε εντολή στον ελληνικό λόχο να προβεί αυτός στις αναγκαίες ενέργειες, κάνοντας ακόμα χρήση όπλων, αν χρειαζόταν. Τότε ο διοικητής του λόχου διέταξε τους άνδρες του να βγουν στους δρόμους και να εκτελέσουν βολές στον αέρα για τη διάλυση των διαδηλωτών. Επειδή όμως ο λόχος δεχόταν πυρά από τον όχλο, ο διοικητής διέταξε το λόχο να ανταποδώσει. Από τα πυρά σκοτώθηκαν πέντε πολίτες σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν τρεις Γάλλοι ναύτες. Το πλήθος διασκορπίστηκε, ενώ πολλοί Γάλλοι ναύτες συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στα πλοία τους από γαλλικά αποσπάσματα που στάλθηκαν στη συνέχεια να τους παραλάβουν. Ο τραυματισμός όμως των Γάλλων ναυτών εξαγρίωσε τα πληρώματα των γαλλικών θωρηκτών, που απειλούσαν ανοιχτά το βομβαρδισμό των ελληνικών πλοίων και των ελληνικών θέσεων στην ξηρά. Στις κρίσιμες εκείνες ώρες ο Άγγλος συνταγματάρχης Σμάιτ που είχε καταπλεύσει την προηγουμένη με τρία αγγλικά αντιτορπιλικά διέταξε τα πλοία του να παρεμβληθούν ανάμεσα στα ελληνικά και τα γαλλικά και τηλεγράφησε στη Κωνσταντινούπολη για επείγουσα αποστολή θωρηκτών. Πράγματι την επομένη το απόγευμα κατέφθασαν τέσσερα αγγλικά θωρηκτά «ντρέντνωτ», υπό τον ναύαρχο Κάλθορπ, ο οποίος μετά την αποβίβασή του στη ξηρά έσπευσε να συγχαρεί το ελληνικό στράτευμα τηλεγραφώντας στην ελληνική κυβέρνηση: «Οι Έλληνες στρατιώται και ναύται δύνανται να είναι σήμερον υπερήφανοι ότι είναι Έλληνες».
Τελικά, μία εβδομάδα μετά το περιστατικό άρχισε η εκκένωση της Κριμαίας. Στις 28 Απριλίου 1919, μία ημέρα μετά τη λήξη της ανακωχής, επιβιβάστηκε το ελληνικό σύνταγμα, μαζί με τις υπόλοιπες δυνάμεις, και το βράδυ της ίδιας ημέρας όλα τα πλοία απέπλευσαν για Κωστάντζα Ρουμανίας, όπου και έληξε η εκστρατεία της Κριμαίας. Η πολιτική και οικονομική υποστήριξη της Σοβιετικής Ρωσίας υπήρξε για την Κεμαλική Τουρκία όχι απλώς η κρισιμότερη στρατηγική της σχέση αλλά ένας από τους κρισιμότερους παράγοντες της νίκης της. Και η αρχική ανασυγκρότηση της τουρκικής αντίδρασης κατά το 1920, και η δυνατότητά της να επιβιώσει κατά τις μείζονες ελληνικές επιχειρήσεις του 1921, και η δυνατότητά της να αντεπιτεθεί με αποφασιστικές επιχειρήσεις κατά το θέρος του 1922 οφειλόταν κατά κύριο λόγο στη σοβιετική υποστήριξη και θα ήταν απολύτως αδύνατη χωρίς αυτήν. Οι ρίζες της υποστήριξης οφείλονται στη στενότατη σύγκλιση των γεωπολιτικών συμφερόντων των δύο πλευρών, σύγκλιση που ήταν μάλλον προφανής και στα δύο μέρη και η οποία συνετέλεσε στο να ξεπεραστούν ταχύτατατα οι δυσκολίες που οφείλονταν σε δευτερεύοντες ιδεολογικούς ή πολιτιστικούς λόγους. Η μοναδική στιγμή που ετέθη σε κάποιο κίνδυνο η στρατηγική αυτή σύγκλιση υπήρξε το καλοκαίρι του 1921, όταν υπό την πίεση των ελληνικών επιθέσεων και της ελληνικής διείσδυσης σε μεγάλο βάθος, οι γάλλοι επιχείρησαν να προσεγγίσουν τους κεμαλικούς προκειμένου να τους αποσπάσουν από τη σοβιετική επιρροή. Παρά τη γαλλική προσέγγιση, η κεμαλική πλευρά είχε αποκαταστήσει τέτοια σχέση εμπιστοσύνης και συνεργασίας με τους μπολσεβίκους που απλώς βελτίωσε τη διαπραγματευτική της θέση έναντι των τελευταίων χωρίς ποτέ να τεθεί σοβαρά σε αμφισβήτηση η στρατηγική σχέση των δύο πλευρών. Επισημαίνεται ότι παρά το ετεροβαρές της συμμαχίας, η σχέση υπήρξε πάντοτε ισότιμη και σε καμία στιγμή το ασθενέστερο (και πλέον πιεζόμενο) μέρος, η Κεμαλική Τουρκία, δεν δέχθηκε ή δε φέρθηκε ως εξαρτώμενο ή υποδεέστερο μέρος της σχέσης. Αντίθετα, η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε το διάστημα αδυναμίας της Σοβιετικής Ρωσίας στον Καύκασο κατά το φθινόπωρο του 1921 προκειμένου να αποσπάσει για την ίδια την μεταξύ τους διαφιλονικούμενη περιοχή της Αρμενίας, υπολογίζοντας (ορθά) ότι η γενικότερη σύγκλιση των στρατηγικών συμφερόντων θα υπερίσχυε του εκνευρισμού που η στάση τους προκαλούσε. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι το σύνολο της (πολύ μεγάλης) βοήθειας, οικονομικής και στρατιωτικής, δε δόθηκε υπό μορφή δανείου αλλά ως δωρεά, ούτε ετέθη ποτέ τέτοιο θέμα.
Από οικονομικής απόψεως, η σοβιετική βοήθεια υπήρξε ο βασικός λόγος για τον οποίον το κεμαλικό κράτος διατηρούσε την ευχέρεια να λειτουργεί ως τέτοιο, εν απουσία ιδίων χρηματικών αποθεμάτων και με ελάχιστη δυνατότητα αγροτικής (και μηδαμινή δυνατότητα βιομηχανικής) παραγωγής κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ειδικότερη αναφορά στη σημασία της σοβιετικής οικονομικής βοήθειας θα γίνει σε μελλοντικό άρθρο σχετικά με την οικονομική πτυχή του πολέμου). Από στρατιωτικής απόψεως, η σημασία της σοβιετικής υποστήριξης υπήρξε επίσης ιδιαίτερα σημαντική. Επιχειρησιακά, οι φιλικές σχέσεις με τους μπολσεβίκους – σε συνδυασμό με τη στρατιωτική τους αδυναμία στην περιοχή του Καυκάσου λόγω των εμπλοκών τους αλλού – επέτρεψε τη μεταφορά στρατιωτικών δυνάμεων από το μέτωπο του Καυκάσου στο ελληνικό μέτωπο, ιδιαίτερα μετά τη σύναψη της συμφωνίας του Μαρτίου του ’21 και την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων. Οι δυνάμεις που μεταφέρθηκαν κατά τη φάση εκείνη εκ πρώτης όψεως δεν ήταν μαζικές. Όμως υπήρξαν ιδιαίτερα σημαντικές για τον εξής λόγο: Μετά την ανόητη «επιθετική αναγνώριση» του Δεκεμβρίου του ’20 και πολύ περισσότερο μετά τις ανεπιτυχείς επιχειρήσεις του Μαρτίου του ’21, η νέα ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία συνειδητοποίησε ότι οι κεμαλικές δυνάμεις ήταν σοβαρός αντίπαλος και απαιτούσε την κινητοποίηση όλου του δυναμικού που ήταν δυνατόν να κινητοποιηθεί προκειμένου να επιτύχουν οι επόμενες σχεδιαζόμενες επιχειρήσεις του Ιουνίου. Η αποδέσμευση τουρκικών δυνάμεων από το προσανατολισμένο προς τον Καύκασο τουρκικό XV Σώμα Στρατού (σε συνδυασμό με τις δυνάμεις που αποδεσμεύονταν από το XIII Σώμα Στρατού, όπως επέτρεπε η γαλλική πολιτική), εξουδετέρωνε την ελληνική στρατηγική υπερπροσπάθεια. Μάλιστα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι πέραν των σχηματισμών που κινήθηκαν προς τα δυτικά, το τουρκικό δυτικό μέτωπο τροφοδοτήθηκε κατά την περίοδο αυτή με υλικό και άντρες από τους σχηματισμούς της ανατολής, γεγονός που δεν αποτυπώνεται στη διάταξη μάχης των κεμαλικών δυνάμεων. Η οριακή έκβαση και ο επιχειρησιακά αμφίρροπος χαρακτήρας των μαχών του Ιουνίου και του Αυγούστου καθιστούσε κρίσιμη ακόμη και την κάθε μία επιπλέον μεραρχία που μπορούσε να εμπλακεί στον αγώνα. Η ίδια εύνοια παρασχέθηκε στον Κεμάλ κατά μείζονα λόγο κατά τον Αύγουστο του 1922, όταν ο τουρκικός στρατός είχε τη δυνατότητα να επιτύχει μια πρωτοφανή στρατηγική συγκέντρωση των δυνάμεών του νότια της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ. Από πλευράς εξοπλισμού, η σοβιετική υποστήριξη υπήρξε κρίσιμος παράγων. Η ενίσχυση του τουρκικού πυροβολικού με 54 πυροβόλα είναι σημαντική αλλά όχι εντυπωσιακή, καθώς συνεισέφερε περίπου το 15% της δυνάμεως πυροβολικού του Αυγούστου 1922. Χωρίς όμως πληροφορίες σχετικά με τους τύπους που αυτή αφορούσε δε μπορεί να αποτιμηθεί με ακρίβεια. Πολύ σημαντικότερη είναι βέβαιο ότι υπήρξε η προμήθεια ελαφρού οπλισμού που έλειπε δραματικά από τον κεμαλικό στρατό, ακόμη και κατά την τελική φάση των επιχειρήσεων. Τα πολυβόλα που παραχωρήθηκαν επαρκούσαν για τον εξοπλισμό περίπου 9 μεραρχιών, ενώ τα τυφέκια επαρκούσαν για τον εξοπλισμό περισσοτέρων από 6 μεραρχίες.
Πολύ σημαντικότερη όλων φαίνεται να είναι η ροή πυρομαχικών και λοιπόν εφοδίων που επέτρεπαν στον κεμαλικό στρατό να παραμένει επιχειρησιακός. Ο όγκος των βλημάτων πυροβολικού που παραχωρήθηκαν, καθώς και η πολύ περιορισμένη δυνατότητα ίδιας παραγωγής πυρομαχικών εκ μέρους της τουρκική πλευράς (που μέχρι την παραχώρηση της επιπλέον υποδομής από τους μπολσεβίκους περιοριζόταν στην υποδομή του πυριτιδοποιείου Τοπ Χανέ που οι τουρκικές υπηρεσίες είχαν μεταφέρει μυστικά και τμηματικά προς την Άγκυρα) έκαναν την σοβιετική υποστήριξη κρίσιμη για τη δυνατότητα διεξαγωγής μειζόνων επιχειρήσεων. Η σημασία της σοβιετικής υποστήριξης φαίνεται και από την διαβόητη ρήση του Κεμάλ μετά την Εκστρατεία ο οποίος αναφερόμενος στον βομβαρδισμό της Ινεπόλεως από το Βασιλικό Ναυτικό τον Ιούνιο του 1921 δήλωσε ότι «ενώ τα μάτια μου ήταν στο Σαγγάριο, τα αυτιά μου ήταν τεταμένα προς την Ινέπολη. Η οδός: ρωσικοί λιμένες (Νοβοροσίσκ/Τοπσίς/Μπατούμ) – Ινέπολη – Κασταμονή – Άγκυρα ήταν πιθανότατα η μία από τις δύο βασικές οδούς στρατηγικού εφοδιασμού κατά το θέρος του 1921.Ατυχής υπήρξε για την ελληνική πλευρά η λήξη των σοβιετο-πολωνικών εχθροπραξιών τον Οκτώβριο του 1920, που οδήγησε στην υπογραφή ειρήνης μεταξύ των δύο πλευρών τον Μάρτιο του 1921. Ο τερματισμός των μεγάλων πολεμικών συγκρούσεων της Σοβιετικής Ρωσίας (που απορροφούσαν πολύτιμους πόρους) σήμαινε ότι είχε πλέον τη δυνατότητα να αποδεσμεύσει ουσιώδεις πόρους προς την Τουρκία. Η στιγμή αυτή συνέπεσε με την έναρξη της ελληνικής εξόρμησης προς την ανατολή, προκειμένου να καταβληθεί η τουρκική αντίσταση. Η οριακή τουρκική επιβίωση την άνοιξη και το θέρος του 1921 δείχνουν πόσο κρίσιμη υπήρξε η σοβιετική παρέμβαση. Τέλος, η παρέμβαση αυτή ουσιαστικά σήμαινε την αντίστροφη πορεία της ισχύος των δύο εμπολέμων πλευρών. Στις αρχές του 1921 αρχίζει από την ελληνική πλευρά, ταυτόχρονα με την έναρξη της μεγάλης τελικής στρατιωτικής προσπάθειας, η φθίνουσα πορεία της συνολικής της ισχύος λόγω της αποκοπής της από τη συμμαχική υποστήριξη. Την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή η κεμαλική Τουρκία αρχίζει να δέχεται συνεχείς και έντονες ενέσεις υλικής, οικονομικής και πολιτικής βοήθειας από τη Σοβιετική Ένωση.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Εκστρατεία_της_Κριμαίας
https://belisarius21.wordpress.com/2013/09/10/μικρασιατική-εκστρατεία-οι-σοβιετικ/
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015
Η άγνωστη εκστρατεία του Ελληνικού στρατού στην Κριμαία το 1919 μ.χ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου