Η Βυζαντινή αυτοκρατορία, στους πρώτους αιώνες αποτελούνταν κυρίως από πόλεις που επέζησαν από την αρχαιότητα και είχαν έντονα αποτυπωμένο στον πολεοδομικό τους ιστό το πνεύμα του αρχαίου κόσμου. Αργότερα, οι κατοικίες, οι δρόμοι και οι πλατείες επηρεάζονται κι αυτές από τις σημαντικές αλλαγές που συντελούνται στις δομές και τις προτεραιότητες της πόλης, με την επίδραση της εκκλησίας. Αργότερα κτίζονται αναρίθμητες πόλεις κάστρα που είχαν ως στόχο την προστασία των κατοίκων και των συνόρων από τις συνεχόμενες εχθρικές επιδρομές. Τα κάστρα οικοδομούνται σε φυσικά οχυρές θέσεις, σε κορυφές λόφων ή βουνών, από τις οποίες εξασφαλιζόταν ο έλεγχος των δρόμων και των περασμάτων που υπήρχαν στην ενδοχώρα. Εξωτερικά, τα κάστρα προστατεύονταν από οχυρωματικούς περιβόλους με πύργους ενώ στο εσωτερικό τους διαμορφώνονταν δρόμοι που ξεκινούσαν από τις πύλες της οχύρωσης και οδηγούσαν στους χώρους του οικισμού. Οι δρόμοι αυτοί ήταν κατά κανόνα στενοί, ανηφορικοί και λιθόστρωτοι, ενώ το πλάτος τους διέφερε ανάλογα με το διαθέσιμο χώρο. Εκατέρωθέν τους αναπτύσσονταν οι οικίες, οι οποίες συχνά ήταν μονώροφες ή διώροφες και βρίσκονταν σε άμεση επαφή μεταξύ τους. Στις βυζαντινές πόλεις κάστρα επικρατούσε γενικά άναρχη δόμηση και στενότητα χώρου που είχε ως αποτέλεσμα σχεδόν την έλλειψη μεγάλων πλατειών και εξαρχής σχεδιασμένων ελεύθερων χώρων. Οι διαθέσιμοι ανοιχτοί χώροι περιορίζονταν γύρω από τους ναούς και τους περιβόλους των μοναστηριών, και συχνά λειτουργούσαν και ως χώροι πανηγύρεων, αγοραπωλησιών και κοινωνικής συναναστροφής. Οι βυζαντινές πόλεις τελούσαν υπό αυτόνομη διοίκηση. Οι πλουσιότεροι τοπικοί γαιοκτήμονες συμμετείχαν σε αστικά βουλευτήρια (βουλαί, curiae) και συνήθως ονομάζονταν βουλευτές, ή δεκουρίωνες. Όλοι οι γαιοκτήμονες που διέθεταν μια καθορισμένη κτηματική περιουσία, καθώς και οι κληρονόμοι τους, ήταν υποχρεωμένοι από τον νόμο να υπηρετούν στα συμβούλια. Τα συμβούλια ήταν υπεύθυνα για τις αστικές υπηρεσίες, την λειτουργία και συντήρηση των υποδομών (αστικών και αμυντικών), τον αννώνα , την καθαριότητα και τις επισκευές των κοινών εγκαταστάσεων καθώς και την λειτουργία του ταχυδρομείου. Παράλληλα, ήταν υπεύθυνα για τις έκτακτες υποχρεώσεις που επέβαλε κατά περιόδους το κράτος όπως ο στρατωνισμός στρατευμάτων, η στρατολόγηση στρατευσίμων και η αγορά προμηθειών. Τα απαραίτητα έξοδα, καλύπτονταν από τα κτήματα και τους φόρους της πόλης, αλλά συχνά οι δεκουρίωνες καλούνταν να συνεισφέρουν ατομικά. Ο πληθυσμός συμβουλεύεται κάποτε το συμβούλιο για τις ιδιωτικές του υποθέσεις (γάμους, συμβόλαια, εμπορικές συμφωνίες), ενώ όταν χρειαστεί επεμβαίνει δυναμικά, προσλαμβάνοντας ρήτορες για να επηρεάσει τις δικαστικές αποφάσεις. Επίσης, συγκεντρώνεται σε συνελεύσεις για να συζητήσει υποθέσεις που τον αφορούν, ενώ συχνά συστήνει πολιτοφυλακή για να βοηθήσει τη φρουρά της πόλης στην υπεράσπιση των τειχών. Σαν αποτέλεσμα των εξόδων στα οποία υποβάλλονταν οι δεκουρίωνες, οι περισσότεροι κτηματίες προσπαθούσαν να αποφύγουν να συμμετέχουν στα συμβούλια, εκμεταλλευόμενοι κάθε νόμιμο δικαίωμα σους παρέχονταν σε αυτή την κατεύθυνση, όπως το να γίνουν μέλη της Συγκλήτου στην Κωνσταντινούπολη ή δημόσιοι υπάλληλοι. Άλλο έμεναν άγαμοι, ώστε να μην αφήσουν κληρονόμους, γίνονταν κληρικοί ή δημόσιοι καθηγητές, με αποτέλεσμα ο θεσμός των βουλευτών να έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα. Το κενό εξουσίας πληρώθηκε κατά ένα μέρος από τους διοικητές των επαρχιών και κατά ένα άλλο από τους επισκόπους. Αυτοί συχνά ήταν λαϊκοί που προέρχονταν από την τοπική αριστοκρατία, κατείχαν περιουσία και χειροτονούνταν κατευθείαν επίσκοποι. Από τα τέλη του 4ου ως τα τέλη του 5ου αι. το Στέμμα, σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει τα έσοδα του, διορίζει σε κάθε δημοτική περιφέρεια επόπτες και φοροεισπράκτορες, οι οποίοι εξασφαλίζουν τους κρατικούς δημοσιονομικούς πόρους με την κατάσχεση και κατόπιν την εκμετάλλευση των κτημάτων που ανήκαν στην πόλη. Η αστική ανάπτυξη της περιόδου από τον 3ο έως τον 5ο αι. οφειλόταν κυρίως στην επιθυμία των αυτοκρατόρων να οικοδομήσουν ένα δίκτυο κέντρων που θα ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις του δημοσιονομικού συστήματος. Όταν πια το κράτος αναγκάστηκε να εμπλακεί ενεργά στις διαδικασίες διαχείρισης των πόλεων, αυτές έχασαν την πρότερη σημασία τους. Ο 7ος και ο 8ος αι. εκτός των συμφορών που θα παρουσιάσουμε παρακάτω, υπήρξαν και εξαιρετικά ασταθείς πολιτικά. Σε αυτό το διάστημα ανέβηκαν στο θρόνο 22 αυτοκράτορες, αποδυναμώνοντας έτσι το ρόλο του Στέμματος και ενισχύοντας τους στρατιωτικούς διοικητές των επαρχιών και τις φιλοδοξίες τους. Κατά την Πρώιμη βυζαντινή περίοδο παρατηρείται μια αύξηση του αστικού τύπου οικισμών. Παρόλο που οι περισσότερες πόλεις του 6ου αι. είχαν αρχαία καταγωγή (από την απώτερη αρχαιότητα ως την ελληνιστική εποχή), υπήρξαν και αρκετές πόλεις που ιδρύθηκαν από χριστιανούς αυτοκράτορες, αν και οι περισσότερες δεν εξελίχθηκαν σε σημαντικά κέντρα. Οι περισσότερες είναι τειχισμένες με αρχαία τείχη ή τειχίζονται μεταξύ του 3ου ή 4ου αι., την εποχή των επιδρομών. Τα ρωμαϊκό σύστημα των δύο διασταυρούμενων λεωφόρων που ενώνουν τις πύλες της πόλεως και στη συμβολή των οποίων αναπτύσσεται η αγορά συνεχίζει να υφίσταται, για να υποχωρήσει σταδιακά σε ένα πιο ελεύθερο σχήμα. Η ευρεία κύρια οδός φτάνει κάποτε τα 23 μέτρα φάρδος. Πλαισιώνονται από στοές με κολώνες που είναι επίσης στέγασμα για τα μαγαζιά των εμπόρων και των τεχνιτών. Συνήθως γύρω από την αγορά βρίσκονταν συγκεντρωμένα τα δημόσια κτίρια: λατρευτικός χώρος, λουτρά, το βουλευτήριο, μια βασιλική που χρησιμοποιούνταν για δικαστικούς και άλλους σκοπούς, ένα θέατρο και σπανιότερα ένα αμφιθέατρο, ενώ στις μεγαλύτερες πόλεις και ιππόδρομος. Τα κοιμητήρια ήταν εγκατεστημένα έξω από την πόλη, μαζί με τα περιβόλια, κάποιες επαύλεις και κάποτε μια εβραϊκή συνοικία με την συναγωγή της. Οι βασικές υποδομές των πόλεων έχουν υδραγωγεία, δεξαμενές συλλογής νερού (κινστέρνες) και αποθήκες δημητριακών (ωρεία). Στις βυζαντινές πόλεις ζούσαν έμποροι, τεχνίτες, καταστηματάρχες, εργάτες, μικροί και μεγάλοι γαιοκτήμονες, ζητιάνοι εταίρες κα. Οι εύποροι έδιναν προς καλλιέργεια τα χωράφια τους στα οποία πήγαιναν μόνο για τη συγκομιδή. Τον υπόλοιπο χρόνο τον περνούσαν σπαταλώντας τις προσόδους τους και συζητώντας κάτω από τις στοές της αγοράς με εμπόρους, πωλητές και κάπελες. Στην ύπαιθρο ζούσαν οι γεωργοί τους οποίους οι κάτοικοι των πόλεων περιφρονούσαν σαν απαίδευτους και ηλίθιους. Στα μέσα του 7ου αι. αρχίζει η μεγάλη γεωγραφική συρρίκνωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, εξαιτίας της αραβικής επέκτασης στα νότια και ανατολικά, καθώς και της παγίωσης των σλαβικών και βουλγαρικών κατακτήσεων στα Βαλκάνια. Η αυτοκρατορία γίνεται μικρότερη και φτωχότερη, με τα αποτελέσματα να φαίνονται πρώτα στις πόλεις που απέμειναν: ήταν εκτεθειμένες σε συχνές εχθρικές επιδρομές και έτσι από πόλεις έγιναν κάστρα-σημάδι μιας στρατιωτικοποίησης που την διαπιστώνουμε παραπάνω. Ήδη από τον 6ο αι. μια εντυπωσιακή σειρά από ξηρασίες, επιθέσεις ακρίδων και σεισμούς, κλονίζουν τις λεπτές ισορροπίες πάνω στις οποίες βασίζεται ο εφοδιασμός μιας πόλης. Την έλλειψη τροφίμων, τις φυσικές καταστροφές και τις βίαιες συγκρούσεις, διαδέχεται στα μέσα του 6ου αι. μια επιδημία βουβωνικής πανώλης. Σε πολλές πόλεις εξολοθρεύεται το ένα τρίτο ή το μισό του πληθυσμού. Η αστική ζωή καταρρέει. Οι πόλεις με την μορφή που είχαν στην αρχαιότητα συρρικνώνονται και στη συνέχεια ουσιαστικά εξαφανίζονται. Στα πρώτα χρόνια του 7ου αι. παρατηρούμε την ανάδυση μέσα από τους κατεστραμμένους οικισμούς νέων οχυρωμένων πολισμάτων σε στρατηγικά σημεία, που προσφέρουν μεγαλύτερη ασφάλεια στους κατατρεγμένους πληθυσμούς. Οι αρχαίες πόλεις γίνονται φαντάσματα του παλιού τους εαυτού. Συρρικνώνονται δραματικά μέσα στα τείχη της παλιάς ακρόπολης, με περιορισμένο πληθυσμό που αποτελείται από τους ντόπιους αγρότες, την εκκλησιαστική διοίκηση και την στρατιωτική φρουρά (όπου αυτή υπήρχε). Οι πόλεις σε πεδινό έδαφος συχνά εγκαταλείπονται, αφού η άμυνα τους ήταν δύσκολη σε περίπτωση επίθεσης. Τα κάστρο ήταν συχνά δυσπρόσιτο και σίγουρα στενόχωρο. Η ανέγερση τους σε απότομες πλαγιές λόφων για αμυντικούς λόγους, εμπόδιζε την ευθεία χάραξη δρόμων, που αντικαταστάθηκαν από δαιδαλώδεις δρομίσκους, με απότομες κλίσεις και στροφές, αποκλείοντας την πρόσβαση τροχοφόρων. Η επισκευή ή η ανέγερση γίνεται συχνά με τη χρήση αρχαίου υλικού από προηγούμενες κατασκευές, για λόγους ευκολίας και οικονομίας, ενώ πολύ σπάνια επιδιώκεται μια εντύπωση ιστορικής συνέχειας. Σε αντίθεση με την προηγούμενη εποχή, στη Μέση βυζαντινή περίοδο η ζωή αποκτά ένα έντονα ιδιωτικό χαρακτήρα. Τα μέρη που συγκέντρωναν τους ανθρώπους όπως τα θέατρα, οι αίθουσες συνεδριάσεων και οι δημόσιες βασιλικές δεν υπάρχουν πια. Ο μοναδικός τόπος δημόσιων συγκεντρώσεων ήταν τώρα η εκκλησία και μερικές φορές κάποια εμποροπανήγυρη. Όλες οι βιοτικές εκδηλώσεις του βυζαντινού κόσμου γίνονται υπερβολικά εσωστρεφείς. Την θέση των παλαιών civitates παίρνουν τώρα τα μικρά βυζαντινά πολίσματα τα oppida και τα μικρότερα oppidula. Είναι πάντα τειχισμένα, έχουν προμαχώνες και πύργους, ενώ ψηλότερα στέκεται η ακρόπολη. Το μέσο εμβαδόν τους είναι 2-6 εκτάρια. Οι πόλεις μετατρέπονται σε κώμες, με αντίστοιχες γεωργικές δραστηριότητες. Τη θέση της βυζαντινής πόλης παίρνει τώρα το βυζαντινό κάστρο, μιας περιορισμένης έκτασης οχυρωμένος οικισμός με καθαρά αμυντικό χαρακτήρα. Η αρχαία ελληνική λέξη πόλις, αντικαθίσταται σε πολλά κείμενα του 8ου αι. από τη λέξη κάστρον. Από τον 8ο αι. πολλές από τις κατεστραμένες πόλεις ανοικοδομούνται και συνοικίζονται, ενώ τον 9ο αι. με τη σταδιακή αναγέννηση της οικονομίας πολλές από τις παλιές πόλεις ανακτούν τον αστικό τους χαρακτήρα, που θα αποτελέσει εφαλτήριο για την ακμή του 10ου και 11ου αι. Στο δεύτερο μισό του 10ου αιώνα αρχίζει ραγδαία η ανάκαμψη. Η συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας ανακόπτεται, επαρχίες ανακτώνται και επαναστάσεις καταπνίγονται. Ο 11ος αιώνας είναι λιγότερο γόνιμος, αλλά η πολιτική σταθερότητα και η οικονομική άνθηση συνεχίζονται. Η ύστερη βυζαντινή πόλη αντανακλά εν μέρει τη συρρίκνωση που υφίσταται η αυτοκρατορία ως σύνολο, αλλά αποκτά βαρύνοντα ρόλο στη διοικητική συγκρότησή της, ενώ το τείχος ορίζει και ταυτόχρονα περιορίζει τον αστικό χώρο, ακόμη και σε «πόλεις-εμπόρια», όπως είναι η Θεσσαλονίκη. Οι πόλεις είναι οργανωμένες σε συνοικίες, με έμφαση στην εμπορική συνοικία που αναδείκνυε και την οικονομική τους σημασία. Ο κοινωνικός ιστός φαίνεται πως αναπτυσσόταν γύρω από το κάστρο με απλά ή διπλά τείχη, στα οποία διέμεναν οι αρχές και οι άρχοντες, ενώ στο ατείχιστο συχνά χώρο απλώνονταν η συνοικίες και το εμπορείο, εκτός των τειχών, όπως φαίνεται από το παράδειγμα του Μυστρά και της Αδριανούπολης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην πόλη της ύστερης βυζαντινής πόλης φαίνεται να παρουσιάζει ο δημόσιος χώρος που διαμορφώνεται με επίκεντρο τη θρησκευτική ζωή μάλλον παρά τον ιππόδρομο και τις πλατείες, που φαίνεται ότι έχασαν τη σημασία τους μετά τον 7ο αιώνα. Βασική διοικητική μονάδα για τη συγκρότηση της βυζαντινής αυτοκρατορίας στην Ύστερη Βυζαντινή Περίοδο, η πόλη ως κατεπανίκι με διευρυμένη δικαιοδοσία στον περιβάλλοντα χώρο, διατηρεί την οχύρωσή της και την οργάνωσή της σε συνοικίες, αλλά η έμφαση μετατοπίζεται ως προαναφέρθηκε στην εμπορική συνοικία, εκεί δηλαδή που η πόλη λειτουργεί συλλογικά ως οικονομική οντότητα, όπως φαίνεται από το παράδειγμα της Μονεμβασιάς, ενώ ταυτόχρονα το τείχος γίνεται καθοριστικό για τον κοινωνικό διαχωρισμό ανάμεσα στους άρχοντες, τους μέσους και τον δήμο. Στον ατείχιστο χώρο απλώνονταν συχνά οι συνοικίες και το εμπορείο, όπως φαίνεται από το παράδειγμα της Αδριανούπολης και τη διπλή σειρά τειχών της ή τον Μυστρά που εμφανίζει την ίδια ανάπτυξη στο ζήτημα της οχύρωσης.
Ή σπουδαιότερη πόλη στην χιλιοχρονη ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ήταν Ή Κωνσταντινούπολη. Η Κωνσταντινούπολη υπήρξε η ανατολική πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ., και μετά την κατάρρευση των δυτικών περιοχών στα τέλη του 5ου αιώνα η πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής /Βυζαντινής έως τα μέσα του 15ου αιώνα, μια συνολική περίοδο άνω των χιλίων ετών. Για λίγες δεκαετίες υπήρξε επίσης η έδρα της Λατινικής αυτοκρατορίας (1204–1261) μετά από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ μετά την άλωση του 1453 και έπειτα αποτέλεσε την πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους (1453–1924), και κατόπιν την μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας. Ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα, επί της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου το 324 π.Χ. ως η νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α´ τον Μέγα από τον οποίο και εγκαινιάστηκε επίσημα της στις 11 Μαΐου του 330 ως Νέα Ρώμη. Από τον 5ο έως και τις αρχές του 13ου αιώνα, η Κωνσταντινούπολη ήταν η μεγαλύτερη και πλουσιότερη πόλη στην Ευρώπη και αποτέλεσε μια από τις κύριες έδρες του Χριστιανισμού ως η βάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και ως το σημείο όπου κατά την παράδοση φυλάσσονταν πολλά σημαντικά ιερά κειμήλια του χριστιανισμού όπως το Ακάνθινο Στεφάνι και ο Τίμιος Σταυρός. Η πόλη φημίζονταν επίσης για τις πελώριες και περίπλοκες αμυντικές κατασκευές της, καθώς αν και δέχτηκε πολλές πολιορκίες κατά τη διάρκεια της ιστορίας της από διάφορους λαούς, τα τείχη της παρέμεναν απαραβίαστα για 9 αιώνες. Τα πρώτα τειχίσματα της πόλης ανεγέρθηκαν από τον Κωνσταντίνο Α´ τον Μέγα και περίκλειαν την πόλη από στεριά και θάλασσα. Αργότερα κατά τον 5ο αιώνα κατασκευάστηκαν τα Θεοδοσιανά τείχη τα οποία αποτελούνταν από ένα διπλό τοίχο μήκους περίπου 2 χλμ προς τα δυτικά του πρώτου τοίχου, και συνοδευόταν από μια τάφρο η οποία είχε τοποθετημένους πασσάλους μπροστά της. Η ισχυρή αυτή αμυντική προφύλαξη ήταν μια από τις πιο ανεπτυγμένες της ύστερης αρχαιότητας και η πόλη σκόπιμα είχε κτισθεί και επεκταθεί επί των 7 λόφων καθώς και ανάμεσα στον Κεράτιο Κόλπο και την Προποντίδα και αποτελούσε ένα απαραβίαστο φρούριο εντός του οποίου υπήρχαν μεγαλειώδεις παλάτια, θόλοι, και πύργοι. Διάσημη ήταν επίσης η αρχιτεκτονική των κτηρίων της, όπως ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας ο οποίος ήταν και η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το Μεγάλο Παλάτι όπου έμεναν οι αυτοκράτορες, ο Πύργος του Γαλατά, ο Ιππόδρομος της πόλης, η Χρυσεία Πύλη, καθώς και τα πολυτελή αριστοκρατικά παλάτια τα οποία υπήρχαν διάσπαρτα επί των κεντρικών οδών και οικοδομικών τετραγώνων της πόλης. Η πόλη επίσης διέθετε πλήθος καλλιτεχνικών και λογοτεχνικών θησαυρών οι οποίοι καταστράφηκαν ή λεηλατήθηκαν με τις διάφορες συγκρούσεις κατά το πέρασμα των αιώνων, μαζί με την αυτοκρατορική βιβλιοθήκη στην οποία περιέχονταν ότι είχε διασωθεί από την βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και όπου υπήρχαν πάνω από 100,000 τόμους αρχαίων κειμένων. Η πρώτη φορά όπου αλώθηκε η πόλη ήταν το 1204 από τους Σταυροφόρους της Δ´ Σταυροφορίας, και επανακτήθηκε από τους Βυζαντινούς το 1261 από τον Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγο. Η πόλη δεν κατάφερε ποτέ να ανακάμψει στην προηγούμενη ισχύ της μετά την άλωση της Δ´ Σταυροφορίας και τις δεκαετίες κακοδιαχείρισης που ακολούθησαν από τους Λατίνους ηγεμόνες. Αν και ανέκαμψε κατά ένα μικρό ποσοστό κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Παλαιολόγων, η συνεχής απώλεια εδαφών από τους Οθωμανούς οι οποίοι ενδυναμώνονταν και επεκτείνονταν, έφερε την πόλη σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση. Στις αρχές του 15ου αιώνα η βυζαντινή αυτοκρατορία είχε αποδυναμωθεί τόσο, ώστε το μόνο που απέμενε από αυτήν ήταν η ίδια η Κωνσταντινούπολη μαζί με τα περίχωρα της ως η πρωτεύουσα, καθώς και το Δεσποτάτο του Μυστρά στην Πελοπόννησο, η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας αποτελούσε αυτόνομη ηγεμονία από τον 14ο αιώνα. Με τον τελευταίο αυτοκράτορα να είναι ο Κωνσταντίνος ΙΑ´ Παλαιολόγος, η πόλη τελικά αλώθηκε από τους Οθωμανούς το 1453 μετά από πολιορκία η οποία διήρκεσε σχεδόν 2 μήνες, και κατακτήθηκε από τις δυνάμεις του Μωάμεθ Β´ ο οποίος την έκανε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του. Η ιστορική αυτή περίοδος της πόλης συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο σημαντικής διεθνούς ιστορικής και πολιτιστικής μελέτης, καθώς και κατέχει περίοπτη θέση στην ελληνική ιστοριογραφία, παραδόσεις, και έθιμα ως πόλη ορόσημο του νεότερου ελληνισμού ιδιαίτερα μετά την πρώτη άλωση.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βυζαντινή_Κωνσταντινούπολη
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βυζαντινή_πόλη
https://pateras.wordpress.com/2014/07/28/η-εξελιξη-τησ-βυζαντινησ-πολησ-κατα-τη/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου