Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Το αρβανίτικο λεξιλόγιο των Ελλήνων της Νεότερης Ελλάδος, η ετυμολογία των λέξεων και τα παραδοσιακά τραγούδια

Οι Αρβανίτες είναι δίγλωσσοι. Εκτός από ελληνικά μιλούν και αρβανίτικα. Τα αρβανίτικα της περιοχής, όπως και της υπόλοιπης Ελλάδας, είναι παρακλάδι αρχαϊκής αλβανικής τόσκικης εμπλουτισμένο με μεγάλο αριθμό ελληνικών λέξεων. Για ένα γλωσσάρι της αρβανίτικης βλ. το βοηθητικό κατάλογο του λήμματος. Γενικά, παρ’ όλη τη γλωσσική απαξίωση, την περιορισμένη ιδεολογική αυτοεκτίμηση για τη γλώσσα και την ελάχιστη πίεση από το κράτος, τα αρβανίτικα αλλού έχουν εξαφανισθεί, αλλού έχουν επιβιώσει. Πάντως στη Βοιωτία σήμερα όλοι θεωρούν καλό να γνωρίζουν μια γλώσσα την οποία δε μιλούν άλλοι, έστω και ελάχιστα χρήσιμη. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι στα ορεινά αρβανιτοχώρια η αρβανίτικη γλώσσα, σε αντίθεση με άλλες περιοχές, είναι πολύ ζωντανή και κατανοητή και από τα μικρά παιδιά, ενώ χρησιμοποιείται συχνά στο δρόμο και στα καφενεία. Μέχρι σήμερα πολλοί γύρω στα 40 συνεννοούνται άνετα στα αρβανίτικα, ενώ και νεότεροι, 20-30 ετών, την κατανοούν. Αυτό εξηγείται γιατί τα ορεινά αρβανιτοχώρια του Ελικώνα είναι απομονωμένα και απόλυτα ενδογαμικά. Έτσι οι γλωσσικές απώλειες είναι πολύ μικρές. Αυτό δε σημαίνει ότι οι Αρβανίτες των χωριών αυτών δεν κάνουν άνετη χρήση της ελληνικής. Για παράδειγμα, πέρα από την καθομιλουμένη ελληνική, εκτός από τα αρβανίτικα, τραγουδούν και ελληνικά τραγούδια. Τα αρβανίτικα τραγούδια όμως χαρακτηρίζονται από την ιδιομορφία του επτασύλλαβου στίχου που εναλλάσσεται με οκτασύλλαβο, ενώ τα ελληνικά είναι σε δεκαπεντασύλλαβο. Η ταυτότητα των Αρβανιτών είναι ισχυρή ακόμα και σήμερα στα ορεινά χωριά αλλά και στα πεδινά, έστω κι αν οι Αρβανίτες αυτοί δεν έχουν πλέον καλή ή ικανοποιητική γνώση της αρβανίτικης γλώσσας. Το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας με αυτή την ομάδα (π.χ. πεδινή Αττική, Κερατέα, Καλύβια, Σπάτα). Επίσης σε επίπεδο συμπεριφορών οι Αρβανίτες ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους κατοίκους της Βοιωτίας. Και αν δεν μπορούμε να μιλάμε για στερεότυπα, αξίζει τον κόπο να παρουσιάσουμε πώς αντιλαμβάνονται οι ίδιοι τους εαυτούς τους σε μια ανθρωπολογική emic προσέγγιση (αυτοαναφορά). Συσχετίζοντας πάντα την εθνοτική ομάδα τους με τους αρχαίους Δωριείς, στο βαθμό που έχουν επηρεαστεί από τα δημοσιεύματα του Μπίρη, αναφέρουν ως χαρακτηριστικά της ομάδας τους: τη σκληρότητα, τον αγέλαστο χαρακτήρα (δωρικό ύφος), τον πατριωτισμό, τη συντηρητική ψυχοσύνθεση (πίστη στα πατροπαράδοτα), ότι είναι μισόξενοι, το σεβασμό προς τους γέροντες, τη λιτότητα κ.λπ. Από άποψη ιδιαίτερων συμπεριφορών: την μπέσα (λόγος), την εκδίκηση του αίματος, την πίστη στη βλαμιά (αδελφοποιία), τη ζωοκλοπή και τις απαγωγές γυναικών.
Τα αρβανίτικα έχουν δεχτεί επιρροές σε όλα τα γλωσσικά επίπεδα από διαφορετικές ιστορικές γλώσσες, νεκρές και ζώσες, όπως τα ελληνικά και τα λατινικά, αλλά κυρίως από ποικίλες ελληνικές διαλέκτους διαφόρων περιοχών και εποχών. Αρχαϊκά στοιχεία που έχουν εκλείψει σε άλλες γλώσσες διατηρούνται στα Αρβανίτικα, γεγονός που τα καθιστά μια πολύτιμη πηγή για τους γλωσσολόγους. Αυτές οι επιρροές αποδεικνύουν επίσης τα κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία διαβίωσαν οι ομιλητές τους, οι Αρβανίτες, στο πέρασμα των αιώνων. Η ονομασία είναι προσαρμογή του παλαιότερου arbërisht στα ελληνικά. Η ονομασία της γλώσσας ως "αρβανίτικα" έχει πλέον καθιερωθεί και στις ίδιες τις γλωσσικές κοινότητες ως arvanite, όχι όμως σε όλες, καθώς σε αρκετές αρβανιτόφωνες κοινότητες, ειδικά μάλιστα στη Βορειοανατολική Πελοπόννησο, χρησιμοποιείται ο όρος arbërisht. Στο Κυριάκι Βοιωτίας χρησιμοποιείται ο όρος arvanite από τους σύγχρονους ομιλητές της γλώσσας, αναφέρεται όμως ότι οι παλιότερες γενιές χρησιμοποιούσαν τον παλιότερο όρο arbërisht. Στην Άνδρο χρησιμοποιείτο και ο όρος arbërishtiqë. Αντίθετα, οι αλβανόφωνοι ομιλητές της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκηςπου προαναφέραμε προσδιορίζουν τη γλώσσα τους με τον νεότερο όρο shqip, ο οποίος χρονολογείται από τον 16ο αιώνα και είναι άγνωστος στους αρβανιτόφωνους της νότιας Ελλάδας. Συστηματική κατάταξη των διαλέκτων της αρβανίτικης γλώσσας έκανε ο Γερμανός γλωσσολόγος Καθηγ. Hans-Jürgen Sasse στη μονογραφία Arvanitika. Die albanischen Sprachreste in Griechenland. Όσο αφορά στην δυνατότητα κατανόησης των Αρβανιτών με τους Αλβανούς της Αλβανίας, οι εκτιμήσεις διαφέρουν. Σύμφωνα με τον Peter Trudgill η συνεννόηση είναι εύκολη, ενώ σύμφωνα με το Ethnologue η συνεννόηση με ομιλητές της τόσκικης διαλέκτου είναι εν μέρει δυνατή, ενώ με ομιλητές της γκέκικης διαλέκτου η συνεννόηση είναι πολύ δύσκολη. Η εκτίμηση αυτή φαίνεται να είναι και η ορθότερη. Σύμφωνα με το Ethnologue πάλι, τα αρβανίτικα ομιλούνται από 150.000 ομιλητές (εκτίμηση του 2005). Σήμερα τα αρβανίτικα συγκαταλέγονται στις απειλούμενες από εξαφάνιση γλώσσες της Ευρώπης. Η συρρίκνωσή τους επιταχύνθηκε μετά τη δεκαετία του 1970 από κοινωνικοοικονομικούς και ιδεολογικούς παράγοντες. Την συρρίκνωση της αρβανίτικης γλώσσας ευνόησε έμμεσα η πολιτική του ελληνικού κράτους, η οποία ευνοούσε τη μονογλωσσία. Παράλληλα όμως υπήρξε και υπάρχει σημαντική απροθυμία των ίδιων των αρβανιτόφωνων να μεταδώσουν τη μητρική τους γλώσσα στους απογόνους τους. Στην Αττική, ο σημαντικότερος πυρήνας αρβανιτοφωνίας σήμερα, από την άποψη του μέσου όρου ηλικίας των ομιλητών ή όσων έχουν παθητική γνώση της γλώσσας, εντοπίζεται στη Φυλή (Χασιά) και δευτερευόντως σε άλλες πόλεις και οικισμούς της δυτικής κυρίως Αττικής, όπως η Μάνδρα, τα Βίλια και ο Ασπρόπυργος. Εντούτοις, οι παθητικοί γνώστες της αρβανίτικης γλώσσας είναι πολυάριθμοι σε ολόκληρο σχεδόν τον νομό Αττικής, ακόμα και σε περιοχές που είναι πλέον τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας, όπως τα Άνω Λιόσια, οι Αχαρνές (Μενίδι), η Βάρη, ίσως μάλιστα και η Μεταμόρφωση (Κουκουβάουνες). Τα Άνω Λιόσια πήραν το όνομά τους από τον πρώτο Ηπειρώτη (Αρβανίτη) που ήρθε και ονομαζόταν Λιόσια Πέτρου.
Η γλώσσα των ομηρικών επών χαρακτηρίζεται από σπάνια  ποικιλομορφία, η  οποία  προκύπτει  από  την  συνύπαρξη  αρχαίων  και  νεοτέρων  γλωσσικών  στοιχείων σε μια σχέση  πολύπλοκη, με  την ανάμειξη διαλεκτικών  τύπων, την  χρήση  του  δίγαμμα(F)(όχι  παντού), την  παρουσία  συνηρημένων  και  ασυναίρετων  τύπων. «Σε  καμία  άλλη   λογοτεχνική  γλώσσα  δεν  διακρίνουμε  πράγματι  τόσο  σαφώς  την  σύνδεση  ανόμοιων  στοιχείων . Σ’ αυτή  διατηρήθηκαν  όχι  μόνο  τύποι  διαφόρων  εποχών  αλλά  και  διαφόρων  διαλέκτων» παρατηρούν στην ομηρική γλωσσα. "Επί των οροπεδίων της Αλβανίας απαντώνται πλείστοι νομάδες καί ποιμένες λαοί, παρ' οίς ανευρίσκονται Ομηρικά έθη καί ήθη καί έθιμα.Εν τη Αλβανία πολλαί σκηναί της Ιλιάδος καί της Οδυσσείας αλλά καί της Αινειάδος διαδραματίζονται πολλά ολίγον αυταίς παραλάσσουσαι" (ελληνική εφημερίς της Ρουμανίας «Δεκέβαλος» 1874, αρ.2 καί 7).
Ο Μάρκος Μπότσαρης (1790 - 1823) ήταν Έλληνας στρατηγός, ήρωας της επανάστασης του 1821 και καπετάνιος των Σουλιωτών. Γεννήθηκε στο Σούλικαι ήταν ο δεύτερος γιος του Κίτσου Μπότσαρη, που ήταν μια από τις επιφανέστερες μορφές του Σουλίου. Ύστερα από την πτώση του Σουλίου, πήγε στην Κέρκυρα μαζί με άλλους Σουλιώτες όπου κατατάχτηκε ως υπαξιωματικός στο σώμα των Ηπειρωτών και Σουλιωτών που συγκρότησαν οι Γάλλοι. Το 1819ανταμώθηκε από τον Καραϊσκάκη, ο οποίος τον μύησε στη Φιλική Εταιρία. Ο Μάρκος Μπότσαρης έμεινε στην ιστορία για την ανδρεία του και τη σημαντική συμβολή του στον Αγώνα για την ανεξαρτησία των Ελλήνων και δίκαια θεωρείται εθνικός ήρωας. Σύμφωνα με την μελέτη, ο Πουκεβίλ γνώρισε τον Μάρκο Μπότσαρη όταν ήταν σε ηλικία 19 χρονών και ζούσε στη Κέρκυρα. Εκεί, προέτρεψε τον 19χρονο Μπότσαρη να συντάξει το Ελληνοαλβανικό λεξικό (Λεξικόν της Ρωμαικής και Αρβανιτικης Απλής). Τον νεαρό Μάρκο βοήθησαν, ο πατέρας του Κίτσος Μπότσαρης, ο θείος του Νότης Μπότσαρης και ο πεθερός του Χρηστάκης Καλογήρου. Στο χειρόγραφο του Μπότσαρη συμπεριλαμβάνεται και ένα είδος ελληνο-αλβανικής μεθόδου άνευ διδασκάλου με ελληνο-αλβανικούς διαλόγους. Είναι γραμμένο με ελληνικά γράμματα μερικά των οποίων είναι ιδιόμορφα και δυσανάγνωστα. Ο ίδιος γνώριζε λίγα γράμματα που πιθανώς είχε διδαχθεί ή από τον καλόγηρο Σαμουήλ ή στη Μονή του Προφήτου Ηλιού.
Αρβανίτικες λέξεις στα Ρωμαίικα ή αλβανικά δάνεια στη δημοτική γλώσσα του Δημήτρη Λιθοξόου. Στον πίνακα που παρουσιάζω στη συνέχεια, συγκεντρώνω 89 λέξεις που έχουν θεωρηθεί αλβανικά δάνεια στη δημοτική γλώσσα. Αρχίζω με τη συλλογή (των 64 λέξεων) του κορυφαίου γερμανού γλωσσολόγου του 19ου αιώνα Gustav Meyer, από το έργο του Neugriechische Studien (Akademie der Wissenschaften in Wien Philosophisch-Historische Classe, Wien 1894-1895). Μετά δίνω, σε χωριστές στήλες δίπλα, τις λέξεις που ετυμολογεί σαν αλβανικές ο Νικόλαος Ανδριώτης  στο Ετυμολογικό Λεξικό της κοινής νεοελληνικής (τρίτη έκδοση, Αθήνα 1983), τις αντίστοιχες  του Εμμανουήλ Κριαρά, στο Λεξικό της σύγχρονης ελληνικής δημοτικής γλώσσας (Αθήνα 1995) και τέλος εκείνες του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής, του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών, του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1998 και ηλεκτρονική έκδοση: Πύλη για την ελληνική γλώσσα). Θεώρησα καλό να προσθέσω, μέσα σε παρένθεση, την ερμηνεία των  λέξεων και την επίσημη αλβανική γραφή, σύμφωνα με το Αλβανο-Ελληνικό λεξικό του Νίκου Γκίνη (Τίρανα 1971). Να σημειώσω, πως πρόκειται μόνο για λέξεις που βρίσκονται στα βασικά αυτά λεξικά και έχουν χαρακτηριστεί ως δάνεια από την αλβανική. Λείπουν όμως αρκετές λέξεις που υπάρχουν σε διαλέκτους της ρομέικης γλώσσας και δεν έχουν καταγραφεί, όπως: καστραβέτσι (αγγούρι), μελιγκόνι (μυρμήγκι), καναπίτσα (λυγαριά), καλικούτσα (καβάλα στην πλάτη), τάτας (πατέρας), τσουράπι (κάλτσα) και άλλες.
αλητάμπουρας: αλήτης + αλβ. berrü μπουρι, μπουρας «άντρας»;
αμπάριζα: αλβαν. ambarezë, παιδικό παιχνίδι
βάλτος: alb. bal’tε < alt. slov. blato (Γκίνης: balt/ë, λάσπη)
βάρκος: alb. vl’akε (Γκίνης: vlag/ë, -a, η υγρασία της γης)
βλάμης: αλβαν. vlam (Γκίνης: vëllam, -i, αδελφοποιτός), βλα ιμ : αδερφός μου
γερόπλιακος: alb. pl’ak (Γκίνης: plak, παλιός, γέρος) Πλιακ : Αρχαίος, γέρος, παλιός
γκιόνης: αλβαν. gjon (Γκίνης: gjon, -i)
γκιόσα: αλβαν. gjosë, η γριά γίδα
γκοριτσιά: αλβαν. goritsë (Γκίνης: gorric/ë, αγριαχλαδιά), Γκορυτσα δένδρο.
γκουντουλώ: alb. gudulis (Γκίνης: gudulis, γαργαλάω)
γούβα: αλβ. guvë «κοίλωμα», πρβ. βλάχ. guva (Γκίνης: guv/ë, -a, η σπηλιά, η κουφάλα, το βαθούλωμ
δούσκος: alb. dušk (Γκίνης: dush/k, -ku, η βελανιδιά)
ζουλάπι: αλβαν. zullap (Γκίνης: zullap, -i, το αγρίμι)
ζουπώ: žup
ζούτσα: alb. zutsε, κατακάθι υγρού
καλαμπόκι: αλβαν. kalambok (Γκίνης: kallamboq, -i) Αραβόσιτος.
καλέσσα: alb. kal’šε, ξανθιά προβατίνα
καρκαλέτσος: αλβ. karkalec (Γκίνης: karkalec, -i, η ακρίδα) Καρκαλετσι.
κατσίκι: αλβαν. kec (Γκίνης: kec, -i, το κατσίκι)
κατσούπι: alb. katšup (Γκίνης: kaçup, -i, το ασκί)
κοκορέτσι: αλβαν. kokoreci (Γκίνης: kukurec, -i, το κοκορέτσι)
κοπέλα: πιθ. αλβαν. copile, κοπιλιε
κοπέλι: αλβ. kopil (Γκίνης: kopil, -i, ο υπηρέτης για βαριές δουλειές, το κοπέλι)
κριτσανίζω: alb. krεtsas
κρούτα: alb. kεrutε, προβατίνα με κέρατα
λάιου: alb: l’aj, λάγιος, ψαρός, στάχτης, γκρί.
λιάρος: alb. l’arε, παρδαλός, πολύχρωμος
λιαχούρι: alb. l’akuri, είδος υφάσματος από την Λαχωρη (Γκίνης: lahur, -i, το λαχούρι)
λουλούδι: αλβ. lule ή λατ. lilium «κρίνο» (Γκίνης: lul/e, το λουλούδι)
λούμπα: αλβ. luba «λάκκος»
λούτσα: alb. l’utsε, μούσκεμα (Γκίνης: lucë-a, μούσκεμα)
μάγκας: αλβ. mangë < τουρκ. manga (Γκίνης: mang/ë , -a, ο μάγκας)
μαγούλα: alb. magul’ε, ο λόφος
μαρκαλίζω: αλβαν. marrkal, βατεύω, ζευγαρώνω, αναπαραγω, ερωτοτροπω
μαρμάγκα: αλβ. merimangë (Γκίνης: merimang/ë, η αράχνη)
μελίγκρα: αρχ. μελίκηρα, πρβ. αλβ. milingre, έντομο που πίνει το ζουμί φυτών.
μούρσια: alb. mor (Γκίνης: morr, -i, n ψείρα)
μπάκα: αλβ. baka «η κοιλιά» (Γκίνης: bar/k, -u, η κοιλιά)
μπάλιος: alb. bal’oš, άσπρος, αλλά και παρδαλός
μπαμπέσης: αλβαν. pabesë, άπιστος (Γκίνης: pabës/ë), πακ μπέσα : λίγη πίστη.
μπας: alb. mbase, μήπως (Γκίνης: mbase, ίσως, πιθανόν)
μπάστο: alb. bašto, μπάσταρδος
μπέσα: αλβαν. besa (Γκίνης: bes/ë, -a, ο λόγος τιμής), μπέσα : πίστη, τιμή.
μπλετσώνω: alb. blεndzε, χορταίνω
μπλιούρι: alb. mbl’on, γεμάτο
μποκρίλες: alb. bokεri, άγονοι τόποι
μπομπότα: αλβ. bobot ; αλεύρι από αραβόσιτο.
μπουλούκι: αλβ. buluk < τουρκ. bölük «στρατιωτικό απόσπασμα»
μπούμπα: alb. bubε, μπούμπουρας, μπούρμπουλας (Γκίνης: bubë  -a , το ζωύφιο)
μπουσουλώ: αλβ. bishulla «με τα τέσσερα» ή βλάχ. bušulunda «αρκουδίζοντας»
μπουχαρί: alb. buhar, καμινάδα
ντρόμιζες: alb. dromtsε, είδος ζυμαρικού
πάι: alb. pal’e (Γκίνης: pal/ë, -a, η δίπλα, η πιέτα,)
παραδάγγαλο: alb. dange, βουβώνας
πέτα: alb. petε, είδος ζυμαρικού
πίπιζα: αλβαν. pipëza (Γκίνης: pipëz -a, τσαμπούνα)
πλιάτσικο: αλβαν. plaçkë (Γκίνης: plaçkit, λαφυραγωγώ)
προυτσαλίζω: pertsel’is (Γκίνης: përcëlloj, καψαλίζω)
ρέπιτα: alb. rεpitε, απόκρημνα μέρη (Γκίνης: rreptë, τραχύς)
σβέρκος: αλβαν. zverk (Γκίνης: zver/k, -ku, ο σβέρκος)
σέγκι: alb. šeng (Γκίνης: shenj/ë, -a, το σημάδι, ο στόχος)
σελίπα: alb. sεlibε, βραχνάς
σιάρκα: alb. šarkε, (Γκίνης: shar/k, -u, η φλοκάτα, η κάπα των βοσκών)
σιγκούνι: αλβαν. shegun (Γκίνης: shegun/e, -ja, η σεγκούνα, το σιγκούνι, γυναικείο πανωφόρι)
σιουμαλίζω: alb. šumε (Γκίνης: shum/ë, -a, το άθροισμα)
σιούτους: alb. šut, χωρίς κέρατα
σκόπι: alb. škop (Γκίνης: shkop, -i, το ραβδί, η μαγκούρα)
σκούμπα: alb. škumbε, το πρωτοράκι
σκουρτίζω: alb. škurtε
σκραπατώ: alb. škrep (Γκίνης: shkrep, ανάβω, σπινθηρίζω)
σκρούμος: alb. škrump, λειχήνας ή καμένο μαλλί
σόκος: alb. šok, παλληκαράς
σπέρα: alb. špetε, μεγάλη τρύπα (Γκίνης: shpell/ë, η σπηλιά)
σπρούζα: alb. špuzε (Γκίνης: prush, -i, η αθρακιά, η θράκα)
στόκη: alb. štok, άνθη κουφοξυλιάς
τάτσι μίτσι κότσι: ίσως < αλβ. αντίστοιχα των Tάσος, Mήτσος, Kώτσος
τρίλιζα: ιταλ. triglia, μέσω της αλβανικής, παιδικό παιχνίδι
τσιάπος: alb. tsjap (Γκίνης: cjap, -i, ο τράγος)
τσιούμα: alb. tšumε, πέτρινο γουδί
τσίφτης: αλβ. qift «γεράκι» (Γκίνης: qift, -i, τσίφτης, ψαλιδάρης)
τσόρα: alb. džore, γκλίτσα
τσουνί: αλβαν. tşuni, το τσουτσούνι, από «το αγόρι» (Γκίνης: çun, -i, το αγόρι)
τσούπρα & τσούπα: αλβαν. çupëri  (Γκίνης: çup/ë, -a, η κοπέλλα, το κορίτσι)
φάρα: αλβαν. fara, η γενιά (Γκίνης: farë far/ë, -a, ο σπόρος), φατρία : οικογένεια.
φέρμελη: αλβ. fermelé, κεντητό γιλέκο
φλετουράω: alb. fluturon (flutur/oj, πετώ)
φλογέρα: αλβαν. flojerë
φρουμανίζω: alb. frümε, ρουθουνίζω (Γκίνης: frym/ë, η ανάσα)
χουμπώνω: alb. hump, χώνω
Τα αρβανίτικα τραγούδια έχουν ομοιότητες με την Αλβανική και την Ηπειρώτικη μουσική. Ένα από αυτά με την απόδοσή του είναι και αυτό το οποίο είναι γραμμένο για μια νεαρή κοπέλα με μακριά μαλλιά:
Μωρ κοτσίδε δρακολέ : Μωρή, κοτσίδα που μοιάζεις με δρακολιά,
βετ'μ στρώ, βετ'μ φλιέ : μόνη σου στρώνεις, μόνη σου κοιμάσαι
Μωρ κοτσίδε ντρέδουρ' : Μωρή στριφτοκοτσίδω
σουμ' τ' καμ μπλιέδουρ' : πολλά σου έχω μαζεμένα
Ντο τα πρες κοτσίδε τ' : Θα στις κόψω τις κοτσίδες
ντο τα βερβιτ ντε σκιντετ : και στα σκίνα θα της ρίξω
Ντο τα πρες κοτσίδε τ' γκλιάτ' : Θα στις κόψω τις κοτσίδες τις μακριές,
πω τσε τ'ρμπεμ γκα ιτ τατ' : μόνο φοβάμαι τον πατέρα σου.
Τα αρβανίτικα Κάλαντα Πρωτοχρονιας (οι Αρβανίτες ήταν πιστοί χριστιανοί ορθόδοξοι) όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες της περιοχής τους.
Σίν Βασίλη βγιέν, : Ο Άγιος Βασίλης έρχεται,
μπόρα η πιλκιέν. : το χιόνι του αρέσει.
Βγιέν μ΄ντα νε μές ε νάτες, : Έρχεται μέσα στη μέση της νύχτας,
δεμάτ τε κα γιάπιν. : δώρα να μας δώσει.
Σίν Βασίλη βγιέν, : Ο Άγιος Βασίλης έρχεται,
Γενάρη ντίχετ. : ο Γενάρης προβάλει.
Ζόνιεν περιμένιμ, : Την κυρά περιμένουμε,
τσί βγιέν σίπερ πάρ, : που έρχεται από τον επάνω δρόμο,
δίπλιετ γκαρκούαρ νε γκομάρ. : δίπλιες( γλυκά) φορτωμένες στο γαϊδούρι.
Παραδοσιακό αρβανίτικο τραγούδι Λιανότράγουδο της Νότιας Ελλάδας. Η Γεωργία Μητσάκη το έχει τραγουδήσει με ελληνικά λόγια με τίτλο "Σγουρέ βασιλικέ μου".
Νιε βάιζε,νιε κοπίλιε   (Ένα κορίτσι, μια κοπέλα)
-ι ντάρι ου-                     (ο δόλιος εγώ)
κετού νε γκιτόνι           (εδώ στη γειτονιά)
Αγιό μ'α μούαρ μέντιν  (Αχ Αυτή μου πήρε το μυαλό)
δε σ'βέτε νε σστεπί     (και δεν πάω σπίτι μου)
Τρεγκόβα νιε μενάτε   (Έστειλα ένα πρωινό)
νιε πλάκε νε σστεπί     (μια γριά σπίτι της)
Ι θα: "μόι βάιζα ίμε.       (Της είπε: "Γιατί βρε κορίτσι μου)
ψε νουκ μαρτόνε τι"     (δεν τον παντρεύεσαι)
Αρβανίτικο παραδοσιακό τραγούδι "Χτυπά η καμπάνα της Υπαπαντής" (Μιχαλης Μενιδιατης).
Ρά καμπα – ρα καμπάνα Υπαπαντήσα : Χτύπησε η καμπάνα της Υπαπαντής.
Μωρέ ρα καμπάνα Υπαπαντήσα : Μωρέ χτύπησε η καμπάνα της Υπαπαντής
γκρέου μόι βάιζν τ’ βέτς ν’ κλίσα. : σήκω κόρη πήγαινε στην εκκλησία.
Ρα καμπα – ρα καμπάνα ντι τρι χέρα : Χτύπησε η καμπάνα δυο τρεις φορές.
Μωρέ ρα καμπάνα ντι τρι χέρα : Μωρέ χτύπησε η καμπάνα δυο τρεις φορές
γκρεου μόι βάιζν τ’ βούρ τσεμπέρα. : σήκω κόρη βάλε το τσεμπέρι.)
Πηγή: http://kassiani.fhw.gr/boeotia/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaId=12803
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αρβανίτικη_γλώσσα
http://ellines-albanoi.blogspot.gr/2010/03/blog-post_9453.html
http://omiriki-ereuna.blogspot.gr/p/blog-page_6469.html
http://arvanitis.eu/?p=471
http://kithara.to/ss.php?id=MjE5MzY3NDQz
http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=22331
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μάρκος_Μπότσαρης
http://www.lithoksou.net/p/arbanitikes-lekseis-sta-romaiika-i-albanika-daneia-sti-dimotiki-glossa-2011
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αρβανίτες



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου