Ο Οσμάν Α΄ ή Οσμάν Γαζής (που σημαίνει νικητής), (1258 -1326) ήταν ιδρυτής και σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γεννήθηκε στο χωριό Θηβάσιο (Söğüt) της Βιθυνίας. Ήταν γιος του Τούρκου φύλαρχου Ερτογρούλ και της Χαλιμέ Χατούν. Ο Πατέρας του ήταν αρχηγός της φυλής των Καγί ο οποίος εγκαταστάθηκε στο Θηβάσιο αφού μετανάστευσε με την φυλή και την οικογένειά του από τη Αρμενία. Μετά τον θάνατο του πατέρα του έγινε Μπέης. Σε νεαρή ηλικία,ο Οσμάν, επιτέθηκε εναντίον του βυζαντινού φρουρίου της Αγγελοκώμης (İnegöl), το οποίο και κατέλαβε. Έγινε στρατηγός του Σελτζούκου σουλτάνου Μαχσούντ Β΄ και στη συνέχεια, μετά τον θάνατο του τελευταίου, έγινε ηγεμόνας της Βιθυνίας. Το 1299 αυτοανακηρύχτηκε Σουλτάνος του δικού του ανεξάρτητου κράτους, στο οποίο έδωσε το όνομα του. Σταδιακά άρχισε να επεκτείνει την κυριαρχία του, αρχικά στην περιοχή του Μαρμαρά και αργότερα στη Μικρά Ασία. Πολιόρκησε την Προύσσα, την οποία τελικά κατέλαβε ο γιος του Ορχάν στις 6 Απριλίου 1326. Η πρωτεύουσα του κράτους του ήταν το Καρά Χισάρ ενώ είχε κόψει νομίσματα τα οποία έφεραν το όνομά του. Ο Ορχάν (1281 -1362) ήταν σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1336 μέχρι τον θάνατό του το 1362. Ήταν πρωτότοκος γιος του ιδρυτή του Οίκου των Οσμανιδών Οσμάν Α΄ και της Μαλχούν Χατούν. Ο Ορχάν ανήλθε στην εξουσία το 1326, μετά το θάνατο του πατέρα του. Κατέλαβε τη Νίκαια και την Προύσα , την οποία έκανε και πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας του. Το 1337 κατέλαβε την Νικομήδεια και τον επόμενο χρόνο εμφανίστηκε στις ακτές του Βοσπόρου, όπου οι ίδιοι οι Βυζαντινοί τον βοήθησαν να περάσει απέναντι, ενισχύοντας έτσι τις επεκτατικές του βλέψεις. Υποστήριξε τον Ιωάννη Στ΄ Καντακουζηνό στην διαμάχη του με τους Σέρβους και τού παραχωρήθηκε ως σύζυγος η 13χρονη κόρη του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Θεοδώρα Μαρία, καθώς και ένα φρούριο, την Τζυμπη στην Ευρωπαϊκή ακτή των Δαρδανελίων. Το 1354 κατέλαβε την Καλλίπολη και το Διδυμότειχο θέτοντας τις βάσεις της οθωμανικής κυριαρχίας στη Βαλκανική Χερσόνησο. Ήταν επίσης ο πρώτος που καθιέρωσε θεσμούς διοίκησης, σε συνεργασία με το μεγάλο βεζίρη (και αδελφό του) Αλαεντίν. Έκοψε τα πρώτα νομίσματα, ίδρυσε το πρώτο νομισματοκοπείο στην Προύσα, κατασκεύασε πολλά τζαμιά και σχολεία, ίδρυσε το τάγμα των Γενίτσαρων κ.ά.
H Προύσα ήταν πόλη της Βιθυνίας, στη Mικρά Aσία, σε απόσταση 26 χλμ. νοτίως της Προποντίδας, οικοδομημένη στους πρόποδες του Oλύμπου, στην ευρύτερη ιστορική περιοχή της Mυσίας. Η πόλη ιδρύθηκε από τον βασιλιά της Βιθυνίας Προυσία A΄ (236-180 π.X.). O Πλίνιος όμως θεωρεί πως η πόλη ιδρύθηκε από τον Kαρχηδόνιο στρατηγό Aννίβα, όταν φιλοξενήθηκε από τον Προυσία A΄. H ίδρυση της Προύσας τοποθετείται στο διάστημα 185-183 π.X., χρονολόγηση που μαρτυρείται έμμεσα από τον φιλόσοφο Δίωνα τον Xρυσόστομο. Ο πρώτος οικισμός οικοδομήθηκε στην ακρόπολη, όπου σώζονται λείψανα ρωμαϊκών και βυζαντινών τειχών, ενώ στη συνέχεια ιδρύθηκε και έτερος οικισμός από τον Προύσιο Α΄, κατόπιν συμβουλής του Aννίβα, στη θέση που σήμερα βρίσκεται η σύγχρονη Bursa. Τη μέση βυζαντινή εποχή, η πόλη/πολίχνη της Προύσας ήταν γνωστή ως τόπος αναψυχής των Βυζαντινών αυτοκρατόρων λόγω των "βασιλικών θερμών" της Eπρόκειτο για σιδηρούχες θερμές ιαματικές πηγές, σε τοποθεσία δύο χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πόλης, στην κοιλάδα του σημ. Nilüfer Çay. Aπό το 12ο αιώνα και εξής, οπότε η Προύσα απέκτησε στρατηγικό ενδιαφέρον στον πόλεμο εναντίον των Σελτζούκων, οι μαρτυρίες για την πόλη πληθαίνουν. H Προύσα απέκτησε ειδική σημασία για την απόκρουση των Σελτζούκων, λόγω της θέσης της. Αποτέλεσε στόχο αλλεπάλληλων επιθέσεων και κάποια φορά λεηλατήθηκε, γύρω στο 1112. Mετά την κατάληψη της Kωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204, πολλοί από τους κατοίκους της βυζαντινής πρωτεύουσας κατέφυγαν σε πόλεις της Bιθυνίας. Mαρτυρία δίνει ο Νικηφόρος Bλεμμύδης για την Προύσα, που υπήρξε τόπος σπουδών του. Η πόλη την περίοδο αυτή αποτελούσε πνευματικό κέντρο. H Προύσα δεν περιήλθε στη λατινική κυριαρχία. Η προσπάθεια των Λατίνων να την κατακτήσουν το 1204-5 δεν τελεσφόρησε. Tο 1204, στην Προύσα κατέφυγε ο Θεόδωρος A΄ Λάσκαρις (1205-1221) ο οποίος δεν έγινε δεκτός στη Νίκαια όπου καταρχήν κατευθύνθηκε όταν διέφυγε από την Kωνσταντινούπολη. Οι ιθύνοντες της πόλης της Νίκαιας πείσθηκαν να επιτρέψουν τη διαμονή μόνο στην οικογένειά του. O ίδιος άσκησε στο εξής την αυτοκρατορική εξουσία, στη θέση του πεθερού του Aλεξίου Γ΄(1195-1203), από την Προύσα και τη γύρω περιοχή. Η Προύσα ήταν έδαφος της αυτοκρατορίας της Νικαίας. Αφότου ανακαταλήφθηκε η Κωνσταντινούπολη, το 1261, βίωσε, όπως όλες οι βιθυνικές πόλεις, τις συνέπειες του Αρσενιατικού σχίσματος. Η πόλη της Προύσας ήταν οχυρή, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, και κατά την περιγραφή του Νικήτα Χωνιάτη ήταν οικοδομημένη σε λόφο και διέθετε ισχυρά τείχη. Η Πολιορκία της Προύσας έλαβε χώρα από 1317/20 μέχρι τις 6 Απριλίου 1326 και έληξε με κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς. Οι Οθωμανοί δεν είχαν καταλάβει πόλεις νωρίτερα - η έλλειψη εμπειρίας και η έλειψη κατάλληλου οπλισμού σ' αυτό το στάδιο του πολέμου σήμανε την κατάληψη της πόλης μετά από 6 ή 9 χρόνια πολιορκίας. Σύμφωνα με μερικές πηγές, ο Οσμάν Α' απεβίωσε από φυσικά αίτια λίγο πριν την κατάληψη της πόλης, ενώ άλλοι θεωρούν πως έζησε αρκετά για να μάθει για την κατάληψη της πόλης στο νεκρικό του κρεβάτι και να θαφτεί στην Προύσα. H Προύσα παραδόθηκε εν τέλει στους Oθωμανούς λόγω του λιμού, συνέπεια μακροχρόνιας πολιορκίας, στις 6 Aπριλίου του 1326. Yποχρεώθηκε να καταβάλει 30.000 χρυσά νομίσματα με τον όρο να αποχωρήσουν σώοι οι κάτοικοί της, μεταφέροντας μαζί τους περιουσιακά στοιχεία.
Η Νίκαια, (σημερινό Ιζνίκ), ήταν πόλη στην ιστορική περιοχή της αρχαίας Βιθυνίας, στη βορειοδυτική Τουρκία. Ο ιστορικός Μέμνων ήθελε την πόλη να κτίζεται από Έλληνες μετανάστες από την πόλη Νίκαια της Λοκρίδος, πλησίον των Θερμοπυλών. Πράγματι η τελευταία καταστράφηκε κατά τον Ιερό πόλεμο και οι Φωκείς γείτονες ξερρίζωσαν τους Νικαείς από την πόλη τους. Οι άστεγοι πλέον κάτοικοι ακολούθησαν τον Μ. Αλέξανδρο μέχρι την Ινδία και κατά την επιστροφή ίδρυσαν στην Βιθυνία μια ομώνυμη πόλη σε ανάμνηση της κατεστραμμένης τους πατρίδας. Οι ιστορικοί μελετητές όμως συμφωνούν ότι η πόλη της Βιθυνίας είχε μακεδονικές καταβολές. Προτού κτιστεί η Νίκαια, υπήρχε στο μέρος εκείνο μια αρχαιότερη ελληνική αποικία ονόματι Ολβία που κτίστηκε επί του παλαιοτέρου φρυγικού χωρίου Αγκώρη ή Ελικώρη. Κατά την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου προς ανατολάς, Μακεδόνες άποικοι από την Βοττιαία (Πέλλα) εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Ολβίας και μετονόμασαν την πόλη σε Βοττίειον. Στην συνέχεια όταν η Μικρά Ασία περιήλθε στην κατοχή του βασιλιά Αντιγόνου Α΄ το 311 π.Χ. η πόλη μετονομάστηκε σε Αντιγόνεια. Το 301 π.Χ. η πρώην επικράτεια του Αντιγόνου περιήλθε στον βασιλιά Λυσίμαχο, ο οποίος κληροδότησε στην πόλη την τελική της ονομασία: Νίκαια, για να τιμήσει την σύζυγό του και θυγατέρα του Αντιπάτρου. Έγινε γνωστή, διότι εκεί συνήλθε η Πρώτη και η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος. Τον 11ο αι. καταλήφθηκε από τους Σελτζούκους Τούρκους για να ανακαταληφθεί στη συνέχεια από τους Βυζαντινό Αυτοκράτορα Αλέξιο Α' Κομνηνό και τους Σταυροφόρους κατά την Α' Σταυροφορία. Αργότερα έγινε πρωτεύουσα της Ελληνικής Αυτοκρατορίας της Νικαίας (1204 -1259) μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης. Την περίοδο εκείνη είχε μεταφερθεί στη Νίκαια και η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η Πολιορκία της Νίκαιας από τις δυνάμεις του Ορχάν έλαβε χώρα από το 1328 μέχρι το 1331 και έληξε με την κατάληψη της βυζαντινής πόλης από τους Οθωμανούς. Η κατάληψη της Νίκαιας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, οι Βυζαντινοί συγκέντρωσαν δυνάμεις για να ανακαταλάβουν τα εδάφη τους στην Ελλάδα. Οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν να μεταφέρουν δυνάμεις από το ανατολικό μέτωπο της Μικράς Ασίας στην Πελοπόννησο, αφήνοντας εκτεθειμένα τα εδάφη της πρώην Αυτοκρατορίας της Νίκαιας στους Οθωμανούς. Οι Οθωμανοί προχώρησαν σε πολλές επιδρομές στα εδάφη της Ανατολίας, με αποτέλεσμα οι Βυζαντινοί να χάνουν σταδιακά τον έλεγχο της περιοχής. Μέχρι το 1326, τα εδάφη γύρω από τη Νίκαια είχαν καταληφθεί από τον Οσμάν Α' . Ο Οσμάν είχε καταλάβει την Προύσα, εγκαθιδρύοντας μια πρωτεύουσα που βρισκόταν πολύ κοντά στην πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το 1328, ο Ορχάν, γιος του Οσμάν, ξεκίνησε την πολιορκία της Νίκαιας, η οποία ήταν περικυκλωμένη από το 1301. Οι Οθωμανοί δεν μπορούσαν να ελέγξουν την πόλη εξαιτίας ενός λιμένα από την πλευρά της λίμνης, με αποτέλεσμα η πολιορκία να διαρκέσει για αρκετά χρόνια. Το 1329, ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ' Παλαιολόγος προσπάθησε να λύσει την πολιορκία. Καθοδήγησε ένα εκστρατευτικό σώμα για να απωθήσει τους Οθωμανούς από τη Νικομήδεια και τη Νίκαια. Αν και είχε μερικές μικρές επιτυχίες στην αρχή, ωστόσο, το σώμα ηττήθηκε στη μάχη του Πελεκάνου και υποχώρησε. Όταν έγινε φανερό πως κανένα βυζαντινό σώμα δεν ήταν σε θέση να σταθεροποιήσει το μέτωπο και να απωθήσει τους Οθωμανούς, τα τείχη της πόλης έπεσαν το 1331. Η Νίκαια είχε καταληφθεί από τους Τούρκους στο παρελθόν και είχε ανακαταληφθεί κατά τη διάρκεια της πρώτης Σταυροφορίας μέσω της βυζαντινής διπλωματίας το 1097. Αποτέλεσε πρωτεύουσα των Ελλήνων αυτοκρατόρων κατά την περίοδο της Λατινικής Αυτοκρατορίας από το 1204 μέχρι το 1261. Ήταν η πιο σημαντική ασιατική πόλη της Αυτοκρατορίας μέχρι την κατάληψη της από τους Οθωμανούς. Οι οθωμανικές κατακτήσεις συνέχισαν με την άλωση της Νικομήδειας το 1337.
Η Νικομήδεια, το σημερινό Izmit, στη βόρεια ακτή του κόλπου του Αστακού ιδρύθηκε το 264 (ή 262) π.Χ. από το βασιλιά Νικομήδη Α΄ της Βιθυνίας. Καθώς σκοπός του βασιλιά ήταν να ξαναχτίσει στην ουσία την κατεστραμμένη από το Λυσίμαχο πόλη του Αστακού, η θέση που είχε επιλεγεί ήταν αυτή της παλιάς πόλης. Οι θεοί όμως είχαν αποφασίσει αλλιώς. Κατά τη θυσία που πρόσφερε ο Νικομήδης, το όρνεο που άρπαξε το σφάγιο από το βωμό πέταξε στην απέναντι ακτή του κόλπου του Αστακού, στα ερείπια της αρχαίας Ολβίας. Στο σημείο εκείνο χτίστηκε η πόλη. Ο Νικομήδης απλώς ακολούθησε τον ιδρυτή της βασιλικής δυναστείας της Βιθυνίας, το Ζιποίτη, ο οποίος είχε οικοδομήσει εκεί μια άλλη πόλη, το Ζιποίτιον. Ο Νικομήδης την εποίκισε διά του συνοικισμού, μεταφέροντας εκεί τους κατοίκους του Αστακού, και την καθιέρωσε ως δυναστική του πρωτεύουσα. Η πόλη χτίστηκε αμφιθεατρικά πάνω από τη θάλασσα. Στο βόρειο και ψηλότερο τμήμα της ανεγέρθηκαν τα βασιλικά ανάκτορα. Στη χαμηλότερη ζώνη βρίσκονταν τα δημόσια κτήρια, καθώς και οι ιδιωτικές κατοικίες, χτισμένες σε ορθογώνιες «νησίδες». Τέλος, στις όχθες της θάλασσας βρίσκονταν οι εκτεταμένες λιμενικές εγκαταστάσεις. Η πόλη περιβαλλόταν από ισχυρό τείχος, που κατέληγε στην οχυρωμένη ακρόπολη. Η δομή αυτή της πόλης φαίνεται πως διατηρήθηκε μέχρι την Ύστερη Αρχαιότητα. Τον 3ο αιώνα ο Διοκλητιανός επέλεξε τη Νικομήδεια για αυτοκρατορική πρωτεύουσα και φρόντισε να την αναδιοργανώσει και να την αναδείξει σε πόλη αντάξια ενός αυτοκράτορα. Έχτισε λαμπρό ανακτορικό συγκρότημα, πιθανότατα στη θέση όπου αιώνες πριν είχαν οικοδομηθεί και τα ανάκτορα των ηγεμόνων της Βιθυνίας, στην άνω πόλη. Ως πρωτεύουσα του βιθυνικού βασιλείου η Νικομήδεια έγινε συχνά το θέατρο μαχών και αντικείμενο πολιορκίας. Λόγω της γειτνίασης με τον Πόντο, και παρά το γεγονός ότι οι ηγεμόνες της ακολουθούσαν φιλορωμαϊκή πολιτική, η Βιθυνία αναμείχθηκε στους Μιθριδατικούς πολέμους. Με το τέλος του τελευταίου Μιθριδατικού πολέμου η Νικομήδεια άρχισε να κόβει νομίσματα για τη ρωμαϊκή επαρχία Βιθυνίας. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, η Νικομήδεια ανταγωνιζόταν με τη Νίκαια για την πρωτοκαθεδρία στην καινούρια επαρχία Πόντου-Βιθυνίας. Πάντως σε πολλές επιγραφές, που καλύπτουν την περίοδο από τα μέσα του 1ου έως τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ., η Νικομήδεια κατονομάζεται μητρόπολις και πρώτη πόλη της Βιθυνίας και του Πόντου, τίτλο που η Νίκαια δε φαίνεται να έφερε. Το 120 η πόλη σχεδόν ισοπεδώθηκε από σεισμό. Ο αυτοκράτορας Αδριανός έδωσε γενναία δωρεά για την ανοικοδόμησή της και σε αντάλλαγμα η πόλη τον τίμησε, φέροντας έκτοτε το επίθετο «Αδριανή». Η Νικομήδεια ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του επιστήθιου φίλου του Αρριανού, μαθητή του Επίκτητου και ιστορικού των εκστρατειών του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η Νικομήδεια γνώρισε περίοδο ευημερίας την περίοδο των Σεβήρων. Τον 3ο αιώνα, ωστόσο, η Νικομήδεια άρχισε να χάνει την αίγλη της. Το 258 υπέστη επιδρομή από στίφη Γότθων που θέλησαν να επεκταθούν στη Μικρά Ασία, αλλά δεν μπόρεσαν να περάσουν το φυσικό εμπόδιο του ποταμού Ρυνδάκου. Σύμφωνα με το Ζώσιμο, οι κάτοικοι, ειδοποιημένοι για την επιδρομή, είχαν προλάβει να διαφύγουν, αλλά η πόλη λεηλατήθηκε και πολλά κτήρια καταστράφηκαν. Δέκα χρόνια αργότερα ένας ακόμα καταστροφικός σεισμός χτύπησε την πόλη. Η Νικομήδεια θα είχε ενδεχομένως οδηγηθεί σε σταδιακή παρακμή, αν ένα σημαντικό πολιτικό γεγονός δενλάμβανε χώρα στα περίχωρά της. Συγκεκριμένα, στις 20 Νοεμβρίου του 284, σε ένα ύψωμα 3.000 χλμ. έξω από την πόλη, το ρωμαϊκό στράτευμα αναγόρευσε αυτοκράτορα το στρατιωτικό διοικητή Διοκλή, μετέπειτα Διοκλητιανό, ο οποίος ανέλαβε να εκδικηθεί το θάνατο του νόμιμου αυτοκράτορα Νουμεριανού. Ο Διοκλητιανός δε στάθηκε αγνώμων προς την πόλη. Για να τιμήσει το γεγονός της αναγόρευσής του, αλλά ακόμη περισσότερο επειδή συνειδητοποίησε τη σπουδαιότητα του ανατολικού συνόρου, όπου είχε αναβιώσει ο περσικός κίνδυνος από τους Σασσανίδες, μετέφερε το κέντρο βάρους της διοίκησής του ανατολικά και ανακήρυξε τη Νικομήδεια αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Τιμητικά μάλιστα της έδωσε και τον τίτλο της ρωμαϊκής colonia. Η πόλη ξαναχτίστηκε με τη μεγαλοπρέπεια που της άρμοζε. Καταρχήν οχυρώθηκε με ισχυρά και εντυπωσιακά τείχη, για να μπορεί να αντιστέκεται στις επιδρομές. Στην πόλη ιδρύθηκε εργοστάσιο όπλων, που κατασκεύαζε κυρίως ασπίδες και πανοπλίες και ήταν σε λειτουργία έως τον 7ο αιώνα. Εκτός από τον πόλεμο όμως ο Διοκλητιανός μερίμνησε και για τα έργα της ειρήνης και της τρυφής. Το 330 όμως ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος εγκαινίασε τη δική του αυτοκρατορική πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη ή Κωνσταντινούπολη. Η κοντινή απόσταση μεταξύ των δύο πόλεων έβαλε τη Νικομήδεια στη σκιά της Κωνσταντινούπολης. Από ειρωνεία της τύχης, ήταν και πάλι έξω από τη Νικομήδεια, στο χωριό Άχυρον, όπου ο Κωνσταντίνος άφησε την τελευταία του πνοή, αφού προηγουμένως είχε βαπτιστεί χριστιανός από τον επίσκοπο της πόλης Ευσέβιο. Παρά το γεγονός ότι πολιτικά και διοικητικά πέρασε σε δεύτερη μοίρα, η πόλη εξακολούθησε να έχει σημαντική πνευματική ζωή, κυρίως λόγω της ονομαστής σχολής ρητορικής και φιλοσοφίας που λειτουργούσε εκεί. Το 358 η Νικομήδεια επλήγη από νέο καταστροφικό σεισμό. Όταν δύο χρόνια αργότερα ο Ιουλιανός έγινε αυτοκράτορας, για να δείξει την ευγνωμοσύνη του προς την πόλη που του έδωσε τα πνευματικά φώτα, πρόσφερε γενναίες αυτοκρατορικές δωρεές για την ανοικοδόμησή της. Το 363 όμως ένας νέος καταστροφικός σεισμός ολοκλήρωσε το έργο του προηγούμενου. Πλέον όμως ο Ιουλιανός δε ζούσε για να επανορθώσει τις ζημιές. Η πόλη παρήκμασε, ενώ οι σεισμικές δονήσεις συνέχισαν το καταστροφικό τους έργο, με σημαντικότερους σεισμούς αυτούς στις αρχές του 5ου αιώνα επί Θεοδοσίου Β΄, στα μέσα του 5ου επί Ζήνωνα και στα μέσα του 6ου αιώνα. Παρά τις ανοικοδομήσεις, ισχυροί σεισμοί επί Θεοδοσίου Β΄ (408-450), Ζήνωνος (474-491), το 554 και το 740 προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στη Νικομήδεια. Η Νικομήδεια υπήρξε για μικρά χρονικά διαστήματα έδρα αυτοκρατόρων. Ο Ιουστινιανός προσπάθησε ανακαινίσει την πόλη, αλλά καταστράφηκε από τις επιδρομές Περσών και τους Άραβες. Από αυτό το σημείο και μετά οι αναφορές στην πόλη είναι λίγες. Η Πολιορκία της Νικομηδείας έλαβε χώρα από το 1333 μέχρι το 1337 και έληξε με κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς. Η πτώση της Νικομηδείας σε συνδυασμό με την πτώση της Νίκαιας το 1331 σήμανε την αποδυνάμωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στα ανατολικά. Μετά την ήττα των Βυζαντινών στη Νίκαια το 1331, η απώλεια της Νικομηδείας ήταν θέμα χρόνου για τους Βυζαντινούς. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας προσπάθησε να δωροδοκήσει τον Οθωμανό ηγέτη Ορχάν, αλλά το 1337, η Νικομήδεια δέχτηκε επίθεση και καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν κατάφερε να αποκατασταθεί μετά απ' αυτή την ήττα, τα προπύργια των Βυζαντινών στην Ανατολία είχαν πέσει, εκτός τη Φιλαδέλφεια, η οποία περικυκλώθηκε από τους Γερμιγιάνιδες Τούρκους μέχρι το 1396. Μετά την απώλεια της Νικομηδείας, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έμεινε ανυποστήριχτη. Σε αντίθεση με το 1096, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μετά την πτώση της Νικομηδείας, είχε λίγα εδάφη και μερικές πόλεις στην Πελοπόννησο. Με τους Σέρβους και τους Βούλγαρους να πιέζουν στο δυτικό μέτωπο και τους Οθωμανούς να αυξάνουν τη δύναμη τους στα ανατολικά, ο δικέφαλος αετός της Κωνσταντινούπολης έβλεπε στις δύο κατευθύνσεις με φόβο.
Η Φιλαδέλφεια ήταν πόλη της αρχαίας Λυδίας, στη σημερινή Τουρκία, με μακρά και σπουδαία ιστορία. Είναι κτισμένη στους βορειοανατολικούς πρόποδες του
Τμώλου, στα νότια της κοιλάδας των Σάρδεων. Στη θέση της σήμερα βρίσκεται η τουρκική πόλη Αλάσεχιρ. Η Φιλαδέλφεια ήταν μία από τις πρώτες πόλεις με αυτό το όνομα. Θεμελιώθηκε το 189 π.Χ. από τον βασιλιά Ευμένη Β' της Περγάμου, ο οποίος της έδωσε αυτό το όνομα, αφιερώνοντάς την με αγάπη στον αδελφό και διάδοχό του Άτταλο Β' της Περγάμου. Στην νέα πόλη εγκαταστάθηκαν Μακεδόνες άποικοι από τις γύρω περιοχές, για τη στρατιωτική της φύλαξη. Την περίοδο εκείνη, περίπου το 100 π.Χ., άρχουσα σημασία κατείχε ο αρχιερέας της πόλης, Έρμιππος, που έκοψε αρκετά νομίσματα. Ελλείψει κληρονόμων, ο Άτταλος Γ' κληροδότησε μετά το θάνατό του (133 π.Χ.) την πόλη στους Ρωμαίους, οι οποίοι την συμπεριέλαβαν στην Επαρχία της Ασίας που δημιούργησαν, η οποία περιέλαβε την Ιωνία και το αρχαίο Βασίλειο της Περγάμου. Το 17 μ.Χ., η Φιλαδέλφεια καταστρέφεται από σεισμό αλλά σταδιακά ανοικοδομείται, σημαντικά δημόσια κτίρια ανεγείρονται και η πόλη γίνεται πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Έλαβε μάλιστα και την προσωνυμία «Μικραί Αθήναι». Η Φιλαδέλφεια αναφέρεται ως μία από τις επτά εκκλησίες της Ασίας στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Οι κάτοικοί της γνώρισαν τον Χριστιανισμό από το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου. Η εκκλησία της απέκτησε μεγάλη σπουδαιότητα κατά τους πρωτοχριστιανικούς και βυζαντινούς χρόνους. Ο τίτλος του επισκόπου Φιλαδελφείας παραμένει ακόμη ως τίτλος, τόσο για την Καθολική Εκκλησία, όσο και για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο εκλέγει μέχρι σήμερα «Μητροπολίτη Φιλαδελφείας, υπέρτιμο και έξαρχο Λυδίας». Η μετέπειτα εκκλησιαστική ιστορία της μητρόπολης Φιλαδελφείας χαρακτηρίζεται από τις ειδικές συνθήκες που επιδρούν στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας λόγω της επέκτασης της μουσουλμανικής κυριαρχίας και του αγώνα των Βυζαντινών να την αποτρέψουν. Η συνεπαγόμενη φθορά του χριστιανικού πληθυσμού συνοδεύτηκε από παρακμή των εκκλησιαστικών αρχών, με αποτέλεσμα να μείνουν ανενεργές πολλές παλαιές επισκοπές· αυτό παρατηρείται και στην περιοχή της Λυδίας, ακόμα και της μητρόπολης των Σάρδεων, που απορροφήθηκε από τη μητρόπολη Φιλαδελφείας το 1382. Καθώς η Φιλαδέλφεια καταφέρνει να αποφύγει τη μοίρα των λοιπών βυζαντινών κτήσεων στη δυτική Μικρά Ασία και να παραμείνει εκτός της άμεσης τουρκικής εξουσίας καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του 14ου αιώνα, έως το 1390, είναι φυσικό να θεωρούμε ότι οι εκκλησιαστικοί άρχοντες της πόλης διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις υποθέσεις κατά την περίοδο της ιδιότυπης αυτοδιοίκησής της. Και πράγματι, αυτό μαρτυρείται ρητά από το Νικηφόρο Γρηγορά για το μητροπολίτη Θεόληπτο (1293-προ του 1326), τον οποίο άλλο κείμενο του 1314 τον χαρακτηρίζει «σωτήρα της πόλεως». Από πληροφορία του Ιανουαρίου του 1365, είναι γνωστό ότι μερίδα «κακώς και αθέως διακειμένων» μεταξύ του πληθυσμού είχε στραφεί εναντίον της εκκλησιαστικής αρχής της πόλης, καταπατώντας τα περιουσιακά στοιχεία της Εκκλησίας και εξυβρίζοντας το μητροπολίτη, γεγονός που προφανώς συντέλεσε στην αναχώρησή του για την Κωνσταντινούπολη κατά το ίδιο έτος. Αυτό το γεγονός, που έτυχε της έντονης καταδίκης του Πατριαρχείου, πιθανότατα αντικατοπτρίζει πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις που λάμβαναν τότε χώρα σε αυτή την απομονωμένη και αυτοδιοικούμενη βυζαντινή πόλη στο μέσο της μουσουλμανικής επικράτειας. Η άλωση της Φιλαδέλφειας το 1390 αφορά την άλωση του τελευταίου ανεξάρτητου βυζαντινού οικισμού της δυτικής Μικράς Ασίας από τους Τούρκους του Οθωμανικού σουλτανάτου . Κατά τραγική ειρωνία, αλλά και αντιπροσωπευτικό της κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει η Βυζαντινή αυτοκρατορία στα τέλη του 14ου αιώνα, τμήμα του οθωμανικού στρατού πολιορκίας αποτελούνταν από στρατιώτες στην υπηρεσία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η Φιλαδέλφεια είχε για πολλά χρόνια καταφέρει να αποφύγει τη μοίρα γειτονικών πόλεων με το να πληρώνει φόρο προστασίας σε διάφορους μουσουλμάνους γαζήδες που λυμαίνονταν τη γύρω περιοχή (παρόλο που η πόλη δεν βρίσκονταν υπό ισλαμικό νόμο). Ή πόλη παρέμενε σε βυζαντινά χέρια, πρακτικά όμως ήταν αποκομμένη, και θα μπορούσε να παρομοιαστεί περισσότερο ως μια ανεξάρτητη "νησίδα" περιβαλλόμενη από μια θάλασσα εχθρικών εδαφών. Το 1378, ο μετέπειτα Βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Β' Παλαιολόγος υποσχέθηκε την παράδοση της πόλης της Φιλαδέλφειας στους Οθωμανούς ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια που θα του παρείχε ο Οθωμανός σουλτάνος κατά τη διάρκεια του βυζαντινού εμφυλίου πολέμου του 1373-1379. Παρόλα αυτά, οι κάτοικοι της Φιλαδέλφειας αρνήθηκαν να παραδοθούν. Έτσι, το 1390 ο Οθωμανός σουλτάνος Βαγιαζήτ Α' υποχρέωσε τους Μανουήλ Β' Παλαιολόγο και Ιωάννη Ζ' Παλαιολόγο, οι οποίοι μάλιστα ήταν αντίπαλοι κατά τον βυζαντινό εμφύλιο, να συνοδεύσουν και να υποστηρίξουν τις τουρκικές δυνάμεις πολιορκίας. Η πόλη της Φιλαδέλφειας έπεσε το ίδιο έτος. Η υπαγωγή της πόλης στη μουσουλμανική εξουσία (1390) συντελείται με μάλλον ειρηνικό τρόπο, αφού δεν υπάρχουν ενδείξεις σοβαρής φθοράς του χριστιανικού πληθυσμού. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι το Μάιο του 1394 τοποθετείται νέος μητροπολίτης στον οποίο εκχωρούνται επίσης η Κούλα και η Κόλις, ενώ διατηρείται η αρμοδιότητα του μητροπολίτη Φιλαδελφείας επί των Συνάδων. Από ρύθμιση του ίδιου έτους, κατά την οποία ο μητροπολίτης Φιλαδελφείας όφειλε να καταβάλλει στο Πατριαρχείο 20 υπέρπυρα ετησίως, και από πληροφορία ότι 15 υπέρπυρα είχαν καταβληθεί κατά το έτος εκείνο, φαίνεται ότι παρά τη σημαντική μεταβολή που είχε επέλθει στο πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς της πόλεως η μητρόπολη δε στερείτο πόρων. Σημαντικό πλήγμα δέχτηκε το χριστιανικό στοιχείο της πόλης κατά την κατάληψή της από τον Ταμερλάνο (1402), οπότε μαρτυρείται ότι και ο μητροπολίτης αναγκάστηκε να αλλαξοπιστήσει· πάντως, ο χριστιανικός πληθυσμός της πόλης δεν εξαλείφθηκε και, στη συνέχεια, η πόλη εξακολούθησε να έχει μητροπολίτες. Η Φιλαδέλφεια ήταν ανεξάρτητη πόλη, υπό την επιρροή των ιπποτών της Ρόδου, όταν το 1390 κατελήφθη από το Σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄ και μικρή χριστιανική δύναμη υπό τον Μανουήλ Β' Παλαιολόγο. Το 1402 κατελήφθη από τον Ταμερλάνο, ο οποίος έκτισε τείχος με τα σώματα των αιχμαλώτων του, η πόλη παρήκμασε χωρίς όμως να εξαλειφθεί ο χριστιανικός της πληθυσμός, ο οποίος, αν και γλωσσικά σιγά σιγά εκτουρκίζεται, διατηρεί τη Μητρόπολη και τους ιερείς του. Η Φιλαδέλφεια υπήρξε ένα από τα τελευταία βυζαντινά προπύργια στη Μικρά Ασία. Οι Έλληνες κάτοικοί της την εγκατέλειψαν κατά τη Μικρασιατική καταστροφή και πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στη Νέα Φιλαδέλφεια, στην Αττική.
Πηγή: http://www.ehw.gr/asiaminor/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaId=5563
http://asiaminor.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaId=6602
http://www.emg.gr/asiaminor/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=5950
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Πολιορκία_της_Προύσας
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Πολιορκία_της_Νίκαιας_(1328-1331)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Πολιορκία_της_Νικομηδείας
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Άλωση_της_Φιλαδέλφειας_(1390)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Νίκαια_Βιθυνίας
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Νικομήδεια
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Φιλαδέλφεια_(Μικρά_Ασία)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Οσμάν_Α΄
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ορχάν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου