Το όνομα "Δωδεκάνησος" πρωτοεμφανίζεται σε βυζαντινές πηγές του 8ου αιώνα, και δεν αφορούσε τα σημερινά Δωδεκάνησα, αλλά τα δώδεκα νησιά των Κυκλάδων πέριξ της Δήλου . Η ονομασία είναι πιθανό να είναι πολύ παλαιότερη, και σύγχρονοι ερευνητές εικάζουν ότι ανάγεται τουλάχιστον σε έναν κατάλογο των δώδεκα νησιών του Στράβωνα. Ο όρος «Δωδεκάνησος» συνέχισε να χρησιμοποιείται για τις Κυκλάδες κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και μέχρι τον 18ο αιώνα, τόσο στη δημώδη γλώσσα όσο και σε λόγια έργα. Η μεταφορά της ονομασίας στη σημερινή Δωδεκάνησο έχει τις ρίζες της στην οθωμανική κυριαρχία. Η Πάτμος αναφέρεται στα έργα «Σταδιασμοί Μεγάλης Θαλάσσης» (280-284) και «Οικουμένης περιήγηση» του Ευσταθίου (530), καθώς και από τον Λατίνο συγγραφέα Πλίνιο. Εκτός του ότι οι αρχαίοι κάτοικοι της Πάτμου και Λέρου είχαν κοινή προστάτιδα θεά την Άρτεμη, ήταν εντελώς άσημοι μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους, όπου το νησί ήταν τόπος εξορίας πολιτικών καταδίκων. Αυτόν τον χαρακτήρα διατήρησε και στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, όπου και εξορίστηκε ο μαθητής του Ιησού Ιωάννης ο Θεολόγος και που συνέγραψε στην Πάτμο την Αποκάλυψη και το φερώνυμο αυτού «Ευαγγέλιο», τα ιερά βιβλία των Χριστιανών στην Καινή Διαθήκη. Η Αποκάλυψη του Ιωάννη είναι ένα από τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης. Σύμφωνα με την τελικά επικρατούσα χριστιανική παράδοση θεωρείται ότι γράφτηκε από τον απόστολο Ιωάννη την περίοδο που ήταν εξόριστος στην Πάτμο το 96 μ.Χ., κατά το 14ο έτος της βασιλείας του αυτοκράτορα Δομιτιανού.Είναι ένα προφητικό, εσχατολογικό βιβλίο. Ο Ιωάννης έγραψε το τέταρτο Ευαγγέλιο, το οποίο και χαρακτηρίστηκε "Πνευματικό Ευαγγέλιο", και γι' αυτό αποκαλείται "Θεολόγος". Δίδαξε στην Μικρά Ασία και στην Ελλάδα. Πέθανε στην Πάτμο, όπου και εξορίστηκε μαζί με άλλους χριστιανούς επί αυτοκράτορα Δομητιανού. Στο νησί αυτό έγραψε και την περίφημη Αποκάλυψη.Το Αιγαίο πέλαγος, με τους θαλάσσιους δρόμους, τους εμπορικούς σταθμούς και τα ασφαλή λιμάνια, απέκτησε ζωτική σημασία για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, όταν το 324 ο Μέγας Κωνσταντίνος ίδρυσε τη νέα πρωτεύουσά του, την Κωνσταντινούπολη, θέτοντας ταυτόχρονα το ορόσημο που σήμερα θεωρείται η απαρχή του βυζαντινού κράτους. Η εμπορική κίνηση που κατευθυνόταν προς τη νέα πρωτεύουσα θα περνούσε στο εξής μέσα από το Αιγαίο, για το οποίο η Παλαιοχριστιανική περίοδος (4ος-7ος αιώνας) υπήρξε εποχή οικονομικής άνθησης και γενικότερης ακμής. Η αδιατάρακτη ειρήνη και η ασφάλεια που επικρατούσαν συνέβαλαν καθοριστικά σε αυτή την ευημερία. Τα νησιά του Αιγαίου ήταν μοιρασμένα στις επαρχότητες του Ιλλυρικού και της Ανατολής. Στην πρώτη ανήκαν όσα βρίσκονταν κοντά στα ευρωπαϊκά παράλια, ενώ στη δεύτερη εκείνα που γειτόνευαν με τις μικρασιατικές ακτές και τα περισσότερα από τα νησιά των Κυκλάδων. Αν και ορισμένα μεγάλα νησιά διέθεταν πλουτοπαραγωγικές πηγές, η οικονομική άνθησή τους βασιζόταν στο εμπόριο, μέσω των θαλάσσιων οδών που διέσχιζαν το πέλαγος. Η σπουδαιότερη εμπορική οδός ήταν αυτή που συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με τα παράλια της Μέσης Ανατολής, την Αλεξάνδρεια και την Αίγυπτο, την πλουσιότερη επαρχία του βυζαντινού κράτους. Η οδός αυτή διερχόταν κατά μήκος των μικρασιατικών παραλίων, ανάμεσα στις ακτές και τα νησιά της Δωδεκανήσου και του βορειοανατολικού Αιγαίου. Η Ρόδος , η Κως, η Σάμος , η Χίος και η Λέσβος , αλλά και ορισμένα μικρότερα νησιά, αποτελούσαν σημαντικούς εμπορικούς σταθμούς στην πορεία της διακίνησης των αγαθών και αποκόμιζαν σπουδαία οικονομικά οφέλη. Οι πρωτεύουσες και οι μεγάλοι οικισμοί των νησιών διατηρούσαν τον παλιό αστικό τρόπο ζωής, όπως είχε εξελιχθεί κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε στο Αιγαίο από νωρίς, και ήδη στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) έλαβαν μέρος οι επίσκοποι της Ρόδου και της Κω. Με την επίσημη αναγνώριση της νέας θρησκείας, τα νησιά οργανώθηκαν συστηματικά σε επισκοπές. Το πλήθος των παλαιοχριστιανικών βασιλικών που έχουν εντοπιστεί ακόμα και στα πλέον απομακρυσμένα μικρονήσια παραμένει μέχρι σήμερα αψευδής μάρτυρας της ευημερίας του νησιωτικού κόσμου κατά τους πρώτους αιώνες του Βυζαντίου. Παρόλο που με ελάχιστες εξαιρέσεις σώζονται σε χαμηλό ύψος, εντυπωσιάζουν για τις μεγάλες συχνά διαστάσεις τους, τη χρήση πολυτελών μαρμάρων, τον ανάγλυφο διάκοσμο και τα ψηφιδωτά δάπεδα. Η εξάρτησή τους από την αρχιτεκτονική της πρωτεύουσας και των μικρασιατικών παραλίων καταδεικνύει την άμεση επαφή και την επίδραση από τα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας. Στις αρχές του 7ου αιώνα, ορισμένα νησιά υπέστησαν τις επιδρομές των Σλάβων, οι οποίοι πλημμύρισαν τότε την ηπειρωτική Ελλάδα. Όμως οι Άραβες ήταν ο παράγοντας που έθεσε τέλος στην άνθηση του Αιγαίου και σηματοδότησε την είσοδο στην καθαρά Mεσαιωνική περίοδο της ιστορίας του χώρου. Η νικηφόρα πορεία τους, που στέρησε οριστικά το Βυζάντιο από τις ζωτικής σημασίας επαρχίες της Αιγύπτου και της Μέσης Ανατολής, έμελλε να επεκταθεί και στη θάλασσα. Ο αραβικός στόλος που συγκρότησε ο Μωαβίας (ο πρώτος χαλίφης των Ομεϊαδών) επιτέθηκε και λεηλάτησε το 654 τη Ρόδο· ακολούθησαν η Κως και η Χίος. Κατά τους επόμενους αιώνες, με μικρά διαλείμματα, τα νησιά και τα παράλια δοκιμάστηκαν από αλλεπάλληλες επιδρομές και διώξεις, πότε από το αραβικό ναυτικό και πότε από τους Σαρακηνούς πειρατές, οι οποίοι είχαν από τη δεκαετία του 820 κύριο ορμητήριό τους την Κρήτη. Τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν πολύ εύγλωττα την αναστάτωση που επήλθε στον κόσμο του Αιγαίου ως συνέπεια της αραβικής απειλής. Πολλές παράλιες πόλεις, ακμάζοντα μέχρι τότε εμπορικά κέντρα, εγκαταλείφθηκαν. Σε ορισμένες από αυτές τα ανασκαφικά στρώματα μαρτυρούν καταστροφές, αποτέλεσμα επιδρομών που προκάλεσαν βίαιες τομές στη ζωή των νησιών. Οι κάτοικοι κατέφυγαν στην ενδοχώρα, όπου προσπάθησαν να βρουν ασφάλεια σε οχυρωμένους οικισμούς. Ο αστικός βίος διακόπηκε. Χαρακτηριστική έκφραση της ανασφάλειας που επικρατούσε αποτελούν οι λεγόμενοι «θησαυροί», ποσότητες νομισμάτων και αντικειμένων από πολύτιμα μέταλλα, που ανακαλύπτονται σήμερα στις θέσεις όπου τα είχαν κρύψει οι κάτοχοί τους. Ωστόσο, το Αιγαίο δε νεκρώθηκε. Η κίνηση στις θαλάσσιες οδούς μπορεί να γνώρισε ύφεση ειδικά μετά την απώλεια της Αιγύπτου και να έγινε επισφαλής, αλλά δε διακόπηκε. Οι επισκοπικοί κατάλογοι και άλλες γραπτές πηγές, καθώς και τα αρχαιολογικά ευρήματα, μαρτυρούν τη συνέχιση της ανθρώπινης δραστηριότητας στο χώρο παρά τις αντίξοες συνθήκες. Το βυζαντινό κράτος διατήρησε υπό τον έλεγχό του τα περισσότερα νησιά και έλαβε μέτρα για την οργάνωσή τους. Στις αρχές του 7ου αιώνα συστήθηκε το Θέμα των Καραβισιάνων, το οποίο κατόπιν διαιρέθηκε στα θέματα Κιβυρραιωτών (νοτιοανατολικό Αιγαίο) και Αιγαίου πελάγους (βορειοανατολικό Αιγαίο). Τα νησιά που ανήκαν μέχρι τότε εκκλησιαστικά στη Ρώμη, μαζί με όσες επαρχίες του κράτους υπάγονταν ακόμη σε αυτήν, πέρασαν στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο νησιωτικός χώρος δεν έμεινε αμέτοχος στην έριδα της Εικονομαχίας (726-843), όπως μαρτυρούν τα ορατά και σήμερα ίχνη της στον ανεικονικό διάκοσμο ναών της Νάξου, της Αμοργού και της Ρόδου. Πάντως, η ταπεινή και αδέξια κατασκευή των λιγοστών μνημείων της περιόδου αυτής είναι ενδεικτική της ένδειας των νησιωτικών επαρχιών. Στα τέλη του 9ου και τις αρχές του 10ου αιώνα οι αραβικές επιθέσεις στα νησιά και τα παράλια γνώρισαν νέα έξαρση. Ταυτόχρονα κορυφώθηκε και η αναμέτρηση μεταξύ των Αράβων και των Βυζαντινών, με ιδιαίτερη ένταση και συχνά αμφίρροπα αποτελέσματα. Η οριστική απαλλαγή του Αιγαίου από τον αραβικό κίνδυνο επήλθε με την ανακατάληψη της Κρήτης το 961 από το μετέπειτα αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά. Με την ιστορική νίκη του Φωκά, οι θαλάσσιες οδοί έγιναν και πάλι ασφαλείς και η εμπορική κίνηση αναπτύχθηκε απρόσκοπτα. Παράλληλα, υπήρξε μέριμνα για την ασφάλεια των θαλάσσιων δρόμων προς την Κωνσταντινούπολη με οχυρωματικά έργα στα κυριότερα λιμάνια και σύστημα φωτεινών σημάτων (φρυκτωρίες). Η αποκατάσταση της βυζαντινής ισχύος στα νησιά αποτυπώνεται στα μνημεία που χτίστηκαν τότε, κυρίως στους ναούς του τύπου του σταυροειδούς εγγεγραμμένου, που υποδηλώνουν και πάλι σχέσεις με τα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας. Το ενδιαφέρον της κεντρικής διοίκησης για τα νησιά αυξήθηκε από τον 11ο αιώνα. Με αυτοκρατορικές χορηγίες ιδρύθηκαν η Νέα Μονή στη Χίο (μετά το 1042) και η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο (1088), καθώς και η Μονή Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό και η Επισκοπή Σαντορίνης, που ανεγέρθηκαν, όπως φαίνεται από τις πηγές, με την υποστήριξη του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118). Από την άλλη πλευρά η επικράτηση των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία (από το 1071) προκάλεσε για ένα διάστημα αναστάτωση στην εμπορική κίνηση και σε ορισμένα νησιά, ιδίως επί των ημερών του Σελτζούκου εμίρη της Σμύρνης Τζαχά (τέλη 11ου αιώνα). Εν τω μεταξύ, με τις συνθήκες που άρχισε να συνάπτει από το 1082 το βυζαντινό κράτος, ο έλεγχος του εμπορίου πέρασε σταδιακά στα χέρια των ιταλικών ναυτικών κρατιδίων, με πρώτο την ανερχόμενη Βενετία, που απέσπασε το προνόμιο να εμπορεύεται προϊόντα σε όλα τα λιμάνια της αυτοκρατορίας, χωρίς να καταβάλλει φόρους. Επιπλέον, η αποσύνθεση της κεντρικής διοίκησης, κυρίως από το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, είχε συνέπεια να περάσει ο έλεγχος των επαρχιών σταδιακά σε ισχυρές τοπικές οικογένειες, με αυτονομιστικές τάσεις. Οι άρχοντες αυτοί αντικαθιστούν τον αυτοκράτορα στη χορηγία ναών, όπως για παράδειγμα στην Άνδρο, όπου ο Κωνσταντίνος Μοναστηριώτης και η σύζυγός του Ειρήνη Πρασίνη χτίζουν το 1158 τη σπουδαία εκκλησία του Ταξιάρχη στη Μεσαριά. Η Δ΄ Σταυροφορία επέφερε ριζική τομή στην ιστορία του νησιωτικού χώρου, ορισμένα από τα επακόλουθα της οποίας παραμένουν ζωντανά μέχρι σήμερα, όπως για παράδειγμα στην ύπαρξη χριστιανών του καθολικού δόγματος στις Κυκλάδες. Η διανομή των νησιών του Αιγαίου ανάμεσα στους κατακτητές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας καθορίστηκε με την Partitio Romaniae, τη συνθήκη διαμοιρασμού των εδαφών μεταξύ των νικητών: η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης θα λάμβανε τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, ενώ η Βενετία θα αποκτούσε την Κρήτη και τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων. Τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν επέφεραν ωστόσο μεταβολές, οι οποίες καθόρισαν την ιστορία του Αρχιπελάγους κατά τους επόμενους αιώνες. Οι δυνάμεις του Βυζαντίου ανασυντάχθηκαν στη μικρασιατική Νίκαια, από όπου οι ηγεμόνες του οίκου των Λασκαριδών ξεκίνησαν τον αγώνα για την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας. Σύντομα άρχισε η ανάκτηση χαμένων εδαφών του κράτους, ανάμεσα στα οποία ήταν η Λέσβος, η Χίος, η Σάμος, η Ικαρία και η Ρόδος, όπου ο Βυζαντινός διοικητής Λέων Γαβαλάς είχε συστήσει ανεξάρτητη επικράτεια, αλλά αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την κυριαρχία της Νίκαιας. Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261) και η εδραίωση της δυναστείας των Παλαιολόγων υπό το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου επανέφερε για ένα διάστημα την ισχύ του Βυζαντίου στο Αιγαίο. Ο βυζαντινός στόλος, τον οποίο διοικούσε από το 1276 ένας Ιταλός, ο Λικάριος, επανέκτησε πολλά νησιά των Κυκλάδων, καταλύοντας τις περισσότερες αυτόνομες ηγεμονίες και αποσπώντας σημαντικό μέρος των κτήσεων του Δουκάτου του Αρχιπελάγους. Ο Λέων Γαβαλάς (;-περίπου 1240 ) ήταν ένας βυζαντινός τοπάρχης. Μετά την κατάληψη της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της Τέταρτης Σταυροφορίας κατέλαβε τη Ρόδο μαζί με τα γειτονικά νησιά. Πήρε τους τίτλους άρχων της Ρόδου και της Καρπάθου και καίσαρ των Κυκλάδων. Επί των ημερών του η Ρόδος και τα γειτονικά νησιά γνώρισαν μεγάλη ακμή. Μάλιστα ο Λέων έκοψε τα δικά του χάλκινα νομίσματα. Ο Λέων προσπάθησε να διατηρήσει την ανεξαρτησία της ηγεμονίας που είχε δημιουργήσει. Το 1207 συγκρούστηκε με τον Μάρκο Σανούδο που είχε ιδρύσει δουκάτο στις Κυκλάδες, το Δουκάτο του Αρχιπελάγους, και προσπαθούσε να το επεκτείνει στα σημερινά Δωδεκάνησα. Αργότερα, η ανεξαρτησία της ηγεμονίας του Λέοντα απειλήθηκε από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Γ' Βατάτζη. Το 1226 ναυτική εκστρατεία των Νικαιατών ανάγκασε τον Λέοντα να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του Ιωάννη Βατάτζη και να γράψει στα νομίσματά του τη φράση δούλος του βασιλέως με αντάλλαγμα τον τίτλο του καίσαρα . Το 1233 , στόλος της Νίκαιας υπό τον μεγάλο δομέστικο Ανδρόνικο Παλαιολόγο (πατέρα του Μιχαήλ Η') δεν κατάφερε να καταλάβει την επικράτεια του Λέοντα. Το 1234 ο Λέων αναγνώρισε την επικυριαρχία των Βενετών με αντάλλαγμα την προστασία από τις επιθέσεις της Νίκαιας. Το 1235 -1236 , όμως, συμετείχε στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τον Ιωάννη Βατάτζη. Μετά το θάνατό του, στην ηγεμονία του τον διαδέχθηκε ο αδελφός του, Ιωάννης Γαβαλάς. Ο Ιωάννης Γαβαλάς (;- περίπου 1250 ) ήταν ένας βυζαντινός τοπάρχης. Διαδέχθηκε τον αδερφό του, Λέοντα Γαβαλά, ως άρχων της Ρόδου μετά το θάνατό του, περίπου το 1240 . Από την αρχή της ηγεμονίας του σταμάτησε να παρουσιάζει τις ίδιες τάσεις ανεξαρτησίας που παρουσίαζε ο Λέων και σχεδόν αμέσως ήλθε σε συνεννόηση με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας , αποδεχόμενος την επικυριαρχία του Ιωάννη Γ' Βατάτζη . Το 1249 - 1250 ενισχύθηκε από δύο στόλους της Νίκαιας, υπό τον δούκα Θρακησίων Ιωάννη Καντακουζηνό και υπό τον πρωτοσεβαστό Θεόδωρο Κοντοστέφανο και κατάφερε να εκδιώξει τους Γενουάτες , που είχαν γίνει κύριοι του μεγαλύτερου μέρους της Ρόδου ( 1248 -1249 ), ενισχυόμενοι μάλιστα και από τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Β' Βιλλεαρδουίνο. Ο Ιωάννης στα νομίσματα που έκοψε αποκαλείτο απλά αυθέντης Ρόδου και όχι καίσαρ όπως ο Λέων. Παρ'όλο που δεν είχε τα προτερήματα του αδελφού του, η ευημερία της ηγεμονίας συνεχίστηκε. Με το θάνατό του τερματίστηκε η πορεία της ηγεμονίας των Γαβαλάδων στα Δωδεκάνησα που πέρασαν κάτω από τον άμεσο έλεγχο της Νίκαιας. Απόγονοι των Γαβαλάδων εγκαταστάθηκαν έκτοτε στην Κρήτη. Η ανάκαμψη των Βυζαντινών στο Αιγαίο ήταν ωστόσο πρόσκαιρη· η ταχεία κατάρρευση και η συρρίκνωση του κράτους επί των διαδόχων του Μιχαήλ Παλαιολόγου οδήγησαν οριστικά τα περισσότερα νησιά που βρίσκονταν σε βυζαντινά χέρια στην κατοχή των Ενετών και των Γενουατών, οι οποίοι μονοπωλούσαν το εμπόριο στο Αιγαίο. Η Ρόδος, που ανήκε τυπικά μόνο στην αυτοκρατορία, καταλήφθηκε το 1309 από τους Ιωαννίτες ιππότες, οι οποίοι έθεσαν υπό τον έλεγχό τους πολλά από τα γύρω νησιά. Το 1346 η Χίος περιήλθε στους Γενουάτες, οι οποίοι κατέλαβαν και τη Σάμο το 1367, το 1354 η Λέσβος παραχωρήθηκε ως προίκα στους Γενουάτες Γατελούζους, το 1376 η Τένεδος έγινε Βενετική κτήση, ενώ το 1414 η Θάσος εκχωρήθηκε στους Γατελούζους. Στο Βυζάντιο απέμειναν σχεδόν μέχρι τέλους η Λήμνος και οι Σποράδες. Από τα μέσα του 14ου αιώνα εμφανίστηκαν στο Αιγαίο οι Οθωμανοί. Το 1341 σημειώθηκε η πρώτη μεγάλη λεηλασία πολλών νησιών από τον οθωμανικό στόλο, που κατέστη μόνιμος εφιάλτης για το νησιωτικό κόσμο. Η αυξανόμενη ένταση των σχέσεων μεταξύ Ιωαννιτών και βασιλείου της Κύπρου οδήγησε το 1307 τους Ιππότες στην απόφαση να καταλάβουν το νησί της Ρόδου, το οποίο ανήκε στην Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο μέγας μάγιστρος Γκιγιόμ ντε Βιγιαρέτ άρχισε το 1307 να καταστρώνει το σχέδιο και το 1309 ο ανεψιός και διάδοχός του Φούλκ ντε Βιγιαρέτ το εξετέλεσε με τη συνεργασία του διάσημου Γενοβέζου κουρσάρου Βινιόλο ντι Βινιόλι που είχε κτήσεις και συμφέροντα στη περιοχή, και με την άδεια του Γάλλου βασιλιά και του πάπα. Σταδιακά τα επόμενα χρόνια οι Ιππότες θα κατακτήσουν και τα άλλα κοντινά νησιά, Κω, Λέρο, Κάλυμνο, Νίσυρο, Χάλκη, Τήλο, Σύμη και Καστελλόριζο. Κατέλαβαν επίσης και το μικρασιατικό λιμάνι της Αλικαρνασσού το οποίο οχύρωσαν χρησιμοποιώντας κομμάτια από το κατεστραμμένο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού και μέχρι το 1402 κατείχαν και την Σμύρνη. Το 1311 αναβίωσαν τους δεσμούς με τις καταβολές τους, ιδρύοντας το πρώτο νοσοκομείο της νήσου της Ρόδου. Στις 2 Μαΐου 1312 τα πλούτη του Τάγματος αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο με τη μεταβίβαση σε αυτό με την παπική βούλα "ad providam" της περιουσίας των αφανισμένων Ναϊτών (με εξαίρεση τις κτήσεις τους σε Ισπανία και Πορτογαλία ). Το Τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ μετέτρεψε τη στρατιωτική του δράση σε κούρσο , το οποίο την εποχή εκείνη ελάχιστη διαφορά είχε από την πειρατεία . Δείγμα του πλουτισμού του Τάγματος, σε συνδυασμό με τη κατοχύρωση της ανεξαρτησίας του, είναι το γεγονός ότι το Τάγμα ξεκίνησε να κόβει δικό του νόμισμα με τις μορφές των Μεγάλων Μαγίστρων. Στη Ρόδο οι Ιωαννίτες, γνωστοί πλέον ως "Ιππότες της Ρόδου" κατέληξαν να γίνουν μια αξιόμαχη στρατιωτική δύναμη, μαχόμενοι κυρίως ενάντια σε Τούρκους πειρατές. Όμως, ενόσω οι Ιωαννίτες είχαν τον ναυτικό έλεγχο του Αιγαίου , η οθωμανική δυναστεία κατακτούσε σταδιακά τα παραθαλάσσια τμήματα της Ασίας. Το 1396 μια σταυροφορία με την υποστήριξη του Τάγματος τερματίστηκε οικτρά στην Νικόπολη, στον Δουναβη. Μετά την αποτυχία αυτή κάθε ελπίδα ανακατάληψης των Αγίων Τόπων χάθηκε οριστικά και αμετάκλητα. Το 1440 και το 1444 το νησί της Ρόδου πολιορκήθηκε από τον Σουλτάνο της Αιγύπτου , όμως οι ιππότες απώθησαν τις δύο επιθέσεις των επίδοξων κατακτητών. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ήταν φανερό ότι η Ρόδος θα αποτελούσε έναν από τους προσεχείς στόχους των Οθωμανών. Το 1454 τουρκικός στόλος λεηλάτησε τα παράλια του νησιού και το 1467 πολυάριθμα στρατεύματα που αποβιβάστηκαν από τριάντα γαλέρες, αποκρούστηκαν. Ήδη από όλη την Ευρώπη έφταναν Ιππότες για την αναμενόμενη μεγάλη πολιορκία. Στις 23 Μαΐου 1480 στόλος ογδόντα τουλάχιστον πλοίων εμφανίστηκε προ της Ρόδου. Αρχιστράτηγος ήταν ο μεγάλος βεζίρης του Μωάμεθ Β΄ , ο Μεζίχ Παλαιολόγος πασάς, Χριστιανός εξωμότης. Ο μέγας μάγιστρος Πιερ ντ'Ωμπυσόν ηγήθηκε επί δύο μήνες της αντίστασης, απέκρουσε τις προτάσεις παράδοσης του Μεζίχ πασά και απώθησε τρεις φορές τις επιθέσεις των Οθωμανών. Η μόνη βοήθεια που έλαβε από την Ευρώπη ήταν η οικονομική του Λουδοβίκου ΙΑ΄ η οποία επέτρεψε στον αδερφό του μεγάλου μαγίστρου Αντουάν ντ'Ωμπυσόν να έρθει στην Ρόδο από την Γαλλία με 500 ιππότες και 2.000 άλλους ενόπλους. Στην άμυνα της Ρόδου βοήθησαν και οι Έλληνες κάτοικοι καθώς κι αυτοί των γύρω νησιών. Οι Τούρκοι τελικά αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία. Ο Ωμπυσόν, έγραψε επανειλημμένα προς όλους τους Χριστιανούς ηγεμόνες προτρέποντας σε σταυροφορία, δεδομένου μάλιστα ότι οι Ιππότες είχαν για ένα διάστημα στα χέρια τους τον ανταπαιτητή του Οθωμανικού θρόνου Τζεμ καθώς και άλλους συμμάχους στην Ανατολή, αλλά μάταια. Ούτε ο Μωάμεθ Β΄ ούτε οι διάδοχοί του έπαψαν να έχουν βλέψεις στην Ρόδο, να ετοιμάζονται και να παρενοχλούν διαρκώς τα Δωδεκάνησα. Και οι Ιππότες όμως οργάνωναν ακατάπαυστα την άμυνά τους. Το 1521 σουλτάνος των Οσμανιδών έγινε ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής και μέγας μάγιστρος των Ιπποτών εξελέγη ο Φιλίπ Βιλιέ ντε λ' Ιλ-Αντάμ. Η Ρόδος ήταν ένα εμπόδιο στις επικοινωνίες της Κωνσταντινούπολης με τις νέες επαρχίες της Αίγυπτο και Συρία, και ο σουλτάνος αποφάσισε να το απαλείψει. Στόλος τριακοσίων πλοίων και στρατός 100.000 ανδρών ή 200.000, διευθύνθηκαν προς την Ρόδο και στις 28 Ιουλίου 1522 ο Σουλεϊμάν αποβιβάστηκε στο νησί. Οι δυνάμεις των πολιορκημένων ήταν 600 ιππότες και 4.500 στρατιώτες. Ο Ιλ-Αντάμ διέταξε να πυρποληθούν τα χωριά, να κατεδαφιστούν τα κτίρια που βρίσκονταν έξω από τα τείχη και να συγκεντρωθούν οι χωρικοί στην πόλη. Την 1η Αυγούστου άρχισε η επίθεση στην θέση της γερμανικής Γλώσσας, που αποκρούστηκε. Όλος ο μήνας πέρασε με κατασκευές υπονόμων από τους Οθωμανούς, τους οποίους εξουδετέρωνε με ανθυπονόμους ο μηχανικός Γαβριήλ Μαρτινέγκο από την Κρήτη. Όλο τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο οι πολιορκούμενοι απέκρουαν τις επιθέσεις των Τούρκων οι οποίοι υπέστησαν μεγάλες απώλειες ειδικά στην επίθεση της 24ης Σεπτεμβρίου, όταν στην άμυνα πήραν μέρος πολίτες, χωρικοί και γυναίκες. Τέλη Οκτωβρίου αποκαλύφθηκε προδοσία του μεγάλου πριόρη της Γλώσσας της Καστίλλης Αντρέας ντ’ Αμαράλ, ο οποίος καθαιρέθηκε τελετουργικά και εκτελέστηκε. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο αλλά ενώ ο αριθμός των αμυνομένων ελαττωνόταν συνεχώς, νέες δυνάμεις αναπλήρωναν τις απώλειες του σουλτάνου. Τελικά στις 22 Δεκεμβρίου, μετά από πεντάμηνη πολιορκία, ο μέγας μάγιστρος αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με ευνοϊκούς για τους Ιππότες και τους κατοίκους όρους. Την 1η Ιανουαρίου 1523 οι Ιωαννίτες, συνοδευόμενοι από 4.000 κατοίκους της Ρόδου εγκατέλειψαν το νησί μετά από διακόσια χρόνια κυριαρχίας. Στα διακόσια αυτά χρόνια οι Ιωαννίτες πολιτεύθηκαν με μετριοπάθεια και φέρθηκαν με σύνεση στον ελληνικό πληθυσμό της Δωδεκανήσου. Σχεδόν πλήρης ήταν η θρησκευτική ελευθερία των Ορθοδόξων Ελλήνων και εκεί οφείλεται η συμπαράστασή τους στους Ιππότες, ιδίως κατά την τελευταία πολιορκία.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ιωάννης_Γαβαλάς
https://astypalaia.wordpress.com/2009/09/27/το-βυζαντιο-στο-αιγαιο/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ιωαννίτες_Ιππότες
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Δωδεκάνησα
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Απόστολος_Ιωάννης
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αποκάλυψη_του_Ιωάννη
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Πάτμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου