Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Η ιστορία των νησιών του Βορείου Αιγαίου κατα την νεότερη περίοδο

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέκτησε τη Σαμοθράκη το 1457 και όταν ο κάτοικοι του νησιού επαναστάτησαν το 1821, οι Τούρκοι σκότωσαν το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού. Το ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης, την 1 Σεπτεμβρίου του 1821, είναι ένα αιματηρό γεγονός της Επανάστασης του 1821 κατά το οποίο οι Τούρκοι σφαγίασαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του νησιού. Η νήσος Σαμοθράκη ξεσηκώθηκε από τα τοπικά μυημένα μέλη στη Φιλική Εταιρεία, με τη βοήθεια των Ψαριανών, τον Αύγουστο του 1821. Αλλά την 1η Σεπτεμβρίου 1821 η νήσος καταστράφηκε από τούς Οθωμανούς, διά της γενικής σφαγής του άρρενος πληθυσμού, από τον Τούρκο υποναύαρχο Καρά-Αλή. Σφαγιάσθηκαν περίπου 10.000 άνδρες και αγόρια. Τα γυναικόπαιδα πουλήθηκαν στα παζάρια της Κωνσταντινουπόλεως και της Σμύρνης. Τα σπίτια τους κάηκαν. Αλλά οι αναφορές στό γεγονός είναι ελάχιστες. Π.χ. στην μαρτυρία του Lacroix υπάρχουν δύο και μόνον λέξεις επί του γεγονότος: «Οι Τούρκοι κατερήμωσαν ασπλάχνως την νήσον ταύτην εν τω υπέρ ανεξαρτησίας αγώνι…». Ο Ίων Δραγούμης στο βιβλίο του «Σαμοθράκη» παραδίδει τα γεγονότα του ολοκαυτώματος, όπως τα άκουσε από τους κατοίκους του νησιού. Σύμφωνα με τον Δραγούμη, οι Σαμοθρακίτες, όταν έμαθαν για τον ξεσηκωμό του γένους το Μάρτιο του ’21, αρνήθηκαν να πληρώσουν το φόρο, παρά τις παραινέσεις του απεσταλμένου των Τούρκων, ενός Ιμβριώτη με το όνομα Λογοθέτης. Οι Σαμοθρακίτες φοβήθηκαν ότι η άρνησή τους θα προκαλούσε την οργή των Τούρκων και έτσι άρχισαν να προετοιμάζονται για να αμυνθούν με την καθοδήγηση ενός Σαμιώτη, που γνώριζε τη χρήση των όπλων. Όταν στις 1 Σεπτεμβρίου αποβιβάστηκαν στο νησί στην περιοχή Μακρυλιές περίπου 1000 – 2000 Τούρκοι, οι Σαμοθρακίτες άρχισαν να φεύγουν στα βουνά και οι λίγοι που δοκίμασαν να αντισταθούν υπό τις διαταγές του ανώνυμου Σαμιώτη σκορπίστηκαν γρήγορα. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική. Εφτακόσιους από τους κατοίκους που είχαν καταφύγει στα βουνά, οι Οθωμανοί, τους έφεραν πίσω με δόλο, δίνοντάς τους την εντύπωση ότι θα τους δώσουν χάρη. Όμως στην τοποθεσία «Εφκάς» στο κάστρο της πρωτεύουσας, της Χώρας, τους δολοφόνησαν όλους. Το ρυάκι αυτό ωνομάσθηκε Εφκάς (Επτακοσίας) από τόν αριθμό των εκεί σφαγέντων Σαμοθρακών. Ακολούθησε η βίαιη σφαγή όσων είχαν απομείνει στο νησί και έπεφταν στα χέρια των Τούρκων, η οποία σύμφωνα με την αφήγηση του Δραγούμη, κράτησε ένα μήνα. Ο Δραγούμης περιγράφει τη βαρβαρότητα των Τούρκων απέναντι στον άμαχο πληθυσμό, που είτε εκτελέστηκαν είτε πουλήθηκαν ως σκλάβοι στην Κωνσταντινούπολη. Ο Από τη σφαγή γλύτωσαν 33 οικογένειες. Ο ίδιος συγγραφέας παραδίδει και την ιστορία με το τρυπημένο από τουρκική λόγχη ευαγγέλιο, που βρίσκεται σήμερα στο Εθνολογικό Μουσείο. Ο Πουκεβίλ συμπληρώνει την αφήγηση του Δραγούμη όσον αφορά τις βιαιότητες εναντίον των κατοίκων του νησιού και επισημαίνει ότι η αντεπίθεση των Ελλήνων στη Χαλκιδική και η σφαγή της Τουρκικής προφυλακής στον Άγιο Μάμα ήταν τα αντίποινα για το ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης. Ο Πουκεβίλ διηγείται και τη θαρραλέα πράξη της Κωνσταντίας, η οποία, όταν είδε τον άνδρα της Θεόφιλο νεκρό στα πόδια της και ενώ απάγονταν για να πουληθεί, αυτοκτόνησε με το μαχαίρι του τούρκου φύλακά της προτιμώντας το θάνατο από τη σκλαβιά. Μόνο μετά από 6ετή ερήμωση άρχισαν κάποιοι να επανέρχονται στo νήσi. Πρώτα οι Σαμοθρακίτες διασωθέντες σε γειτονικά νησιά κι έπειτα κι άλλοι, από την Θράκη, Λέσβο, Ίμβρο, Θάσο, Λήμνο, αλλά και απο Ηπείρο, Μάνη και Κυδωνιές. Σημαντικός παράγοντας του ολοκαυτώματος αποτελεί και ο εξισλαμισμός πολλών Σαμοθρακιτών. Πέντε Σαμοθρακίτες, που επέστρεψαν στο νησί το 1837, επειδή έμειναν πιστοί στη χριστιανική θρησκεία, θανατώθηκαν στο χωριό Μάκρη, λίγο έξω από την Αλεξανδρούπολη. Αυτοί ήταν οι Μανουήλ Παλογούδας, Μιχαήλ Κύπριος, Θεόδωρος Δημ. Καλάκου, Γεώργιος Κουρούνης και Γεώργιος, οι οποίοι τιμώνται ως νεομάρτυρες την Κυριακή του Θωμά και τα λείψανά τους φυλάσσονται στην εκκλησία της Παναγίας στη Σαμοθράκη. Την καταστροφή της Σαμοθράκης την απεικόνισε ο Γάλλος Αύγουστος Βινσόν (Αuguste Vinchon) σε έναν πίνακα με θέμα τη σφαγή της Σαμοθράκης ("Après le massacre de Samothrace"), που βρίσκεται στο Λούβρο. Το ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης παρέμεινε άγνωστο και η τυπική αναφορά στη θυσία των κατοίκων της στην εθνική παλιγγενεσία, αναγνωρίστηκε από την Ακαδημία των Αθηνών μόλις το 1980. Το νησί απελευθερώθηκε οριστικά μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1913 -αν κακοπέρασε ένα μικρό διάστημα υπό βουλγαρική κατοχή κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το θασιακό εικοσιένα αποτελεί μια ξεχωριστή σελίδα που παρέμεινε άγνωστη, γιατί ούτε στα μαθητικά εγχειρίδια πέρασε ούτε έγινε γνωστή στους σημερινούς νέους. Για να καταλάβουμε, όμως, το μεγάλο αυτό ιστορικό γεγονός θα πρέπει ν’ ανατρέξουμε στην προεπαναστατική περίοδο. στους χρόνους κατά τους οποίους αρχίζει ν’ αφυπνίζεται και να βγαίνει από το βαθύ λήθαργό της η Θάσος, ύστερα από τις συνεχείς καταστροφικές πειρατικές επιδρομές του 16ου και 17ου αιώνα, που κατέληξαν στην εξαφάνιση των ανθηρών παραλιακών συνοικισμών της. Η ανάκαμψη αυτή διαπιστώνεται από τις αρχές του 18ου αιώνα, όταν η Θάσος αρχίζει ν’ αποβαίνει σημαντικό εμπορικό εξαγωγικό κέντρο. Γαλλικά και Βρετανικά πλοία προσεγγίζουν συχνά το λιμένα των ελαιώνων και φορτώνουν σιτάρι, λάδι, μέλι, κερί και κρασί, για να το μεταφέρουν στην Ευρώπη. Οι Θάσιοι αρχίζουν ν’ ασχολούνται με το διαμετακομιστικό εμπόριο και πλοία των Θασίων χρησιμοποιούνται για κοντινά ταξίδια. Η εμπορική ανάπτυξη επέτρεψε στους Θασίους ν’ αποκτήσουν οικονομική άνεση, ν’ ανεγείρουν ευρύχωρα σπίτια, ν’ αποκτήσουν τα πρώτα σχολεία. Στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται, εμφανίζονται φωτεινές προσωπικότητες, για να δώσουν τα πρώτα αισιόδοξα μηνύματα. Σπουδαίες πνευματικές φυσιογνωμίες καλύπτουν με τη δράση τους όλο το 18ο αιώνα. Ο επίσκοπος Σεραφείμ στις αρχές του αιώνα, ο τυπογράφος Σωτήρης Δούκας στα μέσα και ο αρχιμανδρίτης Καλλίνικος Σταματιάδης στα τέλη του αιώνα αυτού. Ο τελευταίος, μάλιστα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και, στη συνέχεια, μύησε πολλούς Θασίους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο πρόεδρος της Θάσου Χατζηγιώργης Μεταξάς. Η γενίκευση της παιδείας οδήγησε στην εθνική αφύπνιση και αυτογνωσία. Στα σχολεία που λειτουργούσαν στο Καζαβήτι, στην Παναγία και στο Θεολόγο, καλλιεργήθηκε η εθνική συνείδηση, διδάχθηκε η αρχαία ιστορία, έγινε κριτική της δουλείας, ακούσθηκαν φιλελεύθερα συνθήματα. Τα διδάγματα και τα κηρύγματα της παιδείας ξεπερνούσαν τους τοίχους των σχολείων κι αγκάλιαζαν το ευρύτερο κοινό. Με τη συνεχή διαφώτιση, η Θασιακή κοινωνία προετοιμάσθηκε για τη μεγάλη αγωνιστική προβολή της, την επανάσταση του 1821. Ψυχή της επανάστασης στη Θάσο στάθηκε ο προεστός Χατζηγιώργης Μεταξάς. Στη σύσκεψη που έγινε στο σπίτι του στο Θεολόγο, υπογράμμισε, βέβαια, τους κινδύνους και εξέφρασε τις επιφυλάξεις του για την επιτυχία του κινήματος, τελικά, όμως, τα γεγονότα της εποχής του τον παρέσυραν σ’ έναν αγώνα επικίνδυνο και καταδικασμένο. Ξεσήκωσε τους συμπατριώτες του σε περιοχή που δεν κινήθηκε καμία επαρχία λόγω της παρουσίας μεγάλων τμημάτων τουρκικού στρατού. Στην απόφασή του αυτή να κηρύξει την επανάσταση στη Θάσο, οπωσδήποτε, θα συνέβαλε και η εξέγερση της γειτονικής Χαλκιδικής από την μια μεριά και η παρουσία των 800 ενόπλων Ελλήνων από την άλλη, που είχαν αποβιβάσει τα Ψαριανά πλοία. Η επανάσταση στη Θάσο εκδηλώθηκε στα τέλη Ιουνίου του 1821. Το αποβατικό άγημα του καπετάν Κανέλου, με το ντόπιο σώμα του Χατζηγιώργη χτύπησαν τους Τούρκους στον Ποτό. Όσοι Τούρκοι γλίτωσαν, κατέφυγαν στο Καζαβήτι, όπου ενώθηκαν με τους υπόλοιπους Τούρκους των άλλων χωριών. Όλοι μαζί πέρασαν τότε στην Καβάλα. Οι Θάσιοι δεν προέβησαν σε σφαγές Τούρκων. Τον ίδιο τον αγά τους τον συνέλαβαν και τον πέρασαν απέναντι, αφήνοντάς τον ελεύθερο. Ο αρχικός ενθουσιασμός για την εύκολη εσωτερική επικράτηση, μετατράπηκε γρήγορα σε αγωνία των κατοίκων, όταν πληροφορήθηκαν, μάλιστα, για το πλήθος των Τούρκων που είχαν συγκεντρωθεί στην απέναντι ακτή κι ετοιμάζονταν για απόβαση. Οι κάτοικοι του νησιού αντιλήφτηκαν τον κίνδυνο που διέτρεχαν κι, εσπευσμένα, έστειλαν απεσταλμένους των στα Ψαρά για να ζητήσουν βοήθεια. Από το υπόμνημα του Νικόδημου μαθαίνουμε ότι τα πλοία του Α. Καλημέρη και Αναγνώστη Βαλαβάνη, που κατέφθασαν έγκαιρα, βομβάρδισαν και διασκόρπισαν τα τούρκικα στίφη που είχαν συγκεντρωθεί στην Κεραμωτή. Η επανάσταση στη Θάσο δεν κράτησε για πολύ χρονικό διάστημα. Η κακή συμπεριφορά και οι βιαιοπραγίες των 300 κουρσάρων, που ήρθαν με Ψαριανά πλοία και διέμεναν στη Θάσο, επέφερε κάποια αλλαγή στα πνεύματα των Θασίων. Εξαγόραζαν οι Θάσιοι την ελευθερία τους απ’ αυτούς τους κουρσάρους, με την πληρωμή κάποιου φόρου. Η διακοπή ακόμα των σχέσεών τους με την Καβάλα, τους στοίχιζε πάρα πολύ. Γρήγορα ξαναθυμήθηκαν την παλιά τουρκοαιγυπτιακή εξουσία. Δεν πέρασε καλά καλά ένα εξάμηνο από τότε που είχαν κηρύξει την επανάσταση και οι Θάσιοι, μόνοι τους, ζήτησαν την υποταγή τους στους Τούρκους με τον όρο να πληρώσουν τους φόρους που δεν είχαν καταβάλει κατά την διάρκεια της επανάστασης. Έκθεση της 24ης Δεκεμβρίου του 1821 του Αυστριακού προξένου Θεσσαλονίκης αναφέρει την υποταγή του Άθω και της Θάσου. Η υποταγή έγινε με τη συμφωνία να καταθέσουν οι Έλληνες τα όπλα και να μην μπαίνει κανένας ένοπλος Τούρκος μέσα στις περιοχές αυτές. Οι Νεότουρκοι, μετά την προκήρυξη του τουρκικού συντάγματος, και όταν αντιβασιλιάς της Αιγύπτου ήταν ο Αμπάς Χιλμί πασάς, αφαίρεσαν όλα τα προνόμια που είχαν δοθεί στο νησί από τον Μωχάμετ Άλι. Η Θάσος περέμεινε κάτω από την εξουσία του Αμπάς Χιλμί μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους και στη συνέχεια ελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό και στόλο (Οκτώβριος 1912). Από τότε αποτελούσε μέρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως προέκυψε από τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Όσο οι Τούρκοι κατείχαν ξανά την Ελλάδα (1902-1912), οι δάσκαλοι, οι ιερείς και οι συγγραφείς καλλιέργησαν την εθνική συνείδηση του λαού. Έτσι, ο Σεπτέμβριος του 1912 βρήκε τον ελληνικό λαό πατριωτικά, ψυχολογικά και πνευματικά έτοιμο να πολεμήσει μαζί με τους Σέρβους και τους Βούλγαρους για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό από τα νησιά και τα εδάφη γύρω από το όρος Όλυμπος. Τον Ιούνιο του 1912, οι Βούλγαροι επιτέθηκαν στους Σέρβους στη Γευγελή και στους Έλληνες στις απελευθερωμένες περιοχές, γεγονός που αποτέλεσε την έναρξη του 2ου Βαλκανικού Πολέμου. Την ίδια εποχή άρχισε να δραστηριοποιείται ο ελληνικός στόλος στο Αιγαίο, κάτι που οδήγησε το ναύαρχο Κουντουριώτη να υπογράψει τον Οκτώβριο του 1912 την προκήρυξη. Στις 18 του ίδιου μήνα η «λόγχη» και η «καταιγίδα» του στόλου μαζί με το μεταγωγικό πλοίο «Πύλος» κατέλαβαν τη Θάσο. Μετά την απελευθέρωση της Θάσου, ο Κωνσταντίνος Μελάς, ο αδερφός του διάσημου μακεδονομάχου Παύλου Μελά, διορίζεται ως προσωρινός κυβερνήτης. Σε ένα γράμμα του προς την Πηνελόπη Δέλτα, αναφέρει τη Θάσο ως το ομορφότερο ελληνικό νησί, έναν αληθινό παράδεισο με γνήσιους Έλληνες, ακλόνητους πατριώτες και ευαίσθητο λαό. Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θάσου, εστάλη στην περιοχή ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιος Σωτηριάδης, ο πρώτος έφορος των αρχαίων και χριστιανικών μνημείων του νησιού. Όσον αφορά την περίοδο μεταξύ 1920-1940, τα πιο σημαντικά γεγονότα του νησιού ήταν η άφιξη των προσφύγων της Μικράς Ασίας και της Θράκης μετά την καταστροφή του 1922, και η απαλλοτρίωση της ακίνητης περιουσίας των μοναστηριών του Αγίου Όρους, η οποία μοιράστηκε με τους κατοίκους του νησιού, έπειτα από πρωτοβουλία του ιδιωτικού μέλους Αυγούστου Θεολογίτη.
Το 1538 η Σκυρος κατελήφθη από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και έγινε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το νησί απέκτησε προνόμια και δεν είχε τουρκική φρουρά, αλλά υπέφερε από τις επιδρομές πειρατών, με αποτέλεσμα οι κάτοικοί του να καταφύγουν στο Κάστρο. Από τους περιηγητές, μόνο ο Tournefort επισκέφτηκε το νησί, το 1702, ο οποίος αναφέρει ότι στο νησί υπάρχει μόνο ένας οικισμός, κτισμένος κάτω από απόκρημνο βράχο με κωνική μορφή. Αναφέρει ότι ο πληθυσμός του ήταν 300 οικογένειες. Το νησί συμμετείχε στην ελληνική επανάσταση του 1821, προσφέροντας οικονομική και ναυτική βοήθεια και αργότερα εντάχθηκε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Ο διάσημος Άγγλος ποιητής Ρούπερτ Μπρουκ είναι θαμμένος στην Σκύρο, ο οποίος πέθανε σε ένα γαλλικό πλοίο νοσοκομείο αγκυροβολημένο στα ανοικτά της νήσου το 1915, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Στις γιορτές του τριωδίου επικρατεί το έθιμο του Γέρου και της Κορέλλας. Ο «Γέρος» είναι ντυμένος με μια μαλλιαρή μαύρη κάπα και φοράει μάσκα από δέρμα κατσικιού και στη μέση ζώνη με κουδούνια κοπαδιού και τον συνοδεύουν η «Κορέλα», νεαρός άνδρας ντυμένος με παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά, και ο «Φράγκος», ο οποίος φοράει μάσκα και ένα μεγάλο κουδούνι στη μέση του. Το δεύτερο σκέλος του σκυριανού καρναβαλιού είναι γνωστό ως Τράτα και περιλαμβάνει την απαγγελία σατυρικών στίχων.
Η Σκιάθος είχε σημαντική συνεισφορά με το ναυτικό της στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και αποτέλεσε τμήμα του πρώτου ελληνικού κράτους. Το
1829 οι Σκιαθίτες εγκατέλειψαν το Κάστρο και επέστρεψαν στην παλαιά βυζαντινή πολίχνη, τη σημερινή πόλη της Σκιάθου. Tο 1919 βρήκαν καταφύγιο στο νησί Έλληνες Μικρασιάτες από το χωριό Αγία Παρασκευή Τσεσμέ της Μικράς Ασίας καθώς αντιμετώπιζαν διωγμούς από τους Τούρκους. Όταν κατέπαυσαν οι τουρκικές βιαιότητες -παροδικά όπως θα αποδεικνυόταν- επανέκαμψαν στη Μικρά Ασία. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 , οι ίδιες οικογένειες εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο νησί. Η εγκατάσταση των Μικρασιατών στη Σκιάθο έγινε αφενός γιατί την είχαν γνωρίσει ως τόπο κατά την πρώτη εγκατάστασή τους το 1919, αφετέρου διότι θύμιζε σε αυτούς την παραθαλάσσια πατρίδα τους στη Μικρά Ασία. Έτσι, το νησί εμπλουτίστηκε πληθυσμιακά, πολιτισμικά και οικονομικά.
Μετά τη λεηλασία της Σκοπέλου από τον Μπαρμπαρόσα το 1538, υποδουλώθηκε το νησί από τους Τούρκους, στην κυριαρχία των οποίων έμεινε μέχρι το 1830, οπότε ενώθηκε με την Ελλάδα, που μόλις είχε ιδρυθεί. Το 1538 μ.Χ. η Σκόπελος καταλαμβάνεται και καταστρέφεται από τον Τούρκο αρχιναύαρχο του οθωμανικού στόλου Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και έκτοτε αρχίζει η τουρκική κυριαρχία. Το νησί δεν πρέπει πάντως να ερημώθηκε εντελώς, γιατί λίγο μετά το 1538 παρατηρείται άνθηση στην ανέγερση εκκλησιών.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας η Σκόπελος διατηρεί τα προνόμια που απολάμβανε και επί Βενετών και έχει την τύχη να μην υπάρχει μόνιμος τούρκικος πληθυσμός στο νησί. Περιηγητές που επισκέπτονται τη Σκόπελο από τον 16ο έως τον 19ο αι. μιλούν για μια πόλη πολυάριθμη, με μεγάλη οικονομική ευρωστία. Από τον 18ο αι. άλλωστε υπάρχει αξιόλογη εμπορική δραστηριότητα των κατοίκων του νησιού. Από το 1750 οι πρώτοι κλέφτες και αρματολοί άρχισαν να έρχονται στο νησί από τον Όλυμπο, την Χαλκιδική και τη Θεσσαλία. Στην προεπαναστατική Ελλάδα, η Σκόπελος αποτέλεσε το λημέρι των αγωνιστών Νικοτσάρα και Γιάννη Σταθά. Αλλά από το 1810 υπήρχαν διαμάχες μεταξύ των ντόπιων και των αρματολών της ηπειρωτικής Ελλάδας. Κατά την διάρκεια της Επανάστασης του 1821, η Σκόπελος έλαβε ενεργό μέρος στον αγώνα οι καπετάνιοι της Σκοπέλου βοήθησαν τους αδερφούς τους όποτε χρειάστηκε η βοήθεια τους. Όταν η επανάσταση απέτυχε στην Θεσσαλία και τη Μακεδονία, 70.000 ψυχές, άντρες, γυναίκες, παιδιά, εγκαταστάθηκαν πάλι στο νησί καταβεβλημένοι από τις επιδημίες και τη φτώχεια. Τελικά η Σκόπελος έγινε τμήμα του πρώτου Ελληνικού Κράτους, το 1830, στα όρια του οποίου περιελήφθησαν και οι Βόρειες Σποράδες, όπου και τελείωναν τα βόρεια σύνορα του νεοσύστατου κράτους.
Η Αλόννησος, όπως και τα γειτονικά νησιά, περιήλθε στην κατοχή των Φράγκων, ενώ, μαζί με τη Σκόπελο, αποτέλεσε φέουδο εναλλασσόμενων κατακτητών. Τελικά, το 1538 ο οθωμανικός στόλος υπό τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα επέβαλε την οθωμανική κυριαρχία στο νησί. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 και κατά τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης του ελληνικού έθνους, κατέφυγαν στην Αλόννησο Έλληνες από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Αυτοί, μαζί με τους αυτόχθονες του νησιού, αποτέλεσαν τον πρώτο πυρήνα του σημερινού πληθυσμού της Αλοννήσου. Μετά την απελευθέρωση των Σποράδων (1830), οπότε δόθηκε στην Αλόννησο η σημερινή ονομασία της, αναπτύχθηκε οικονομική δραστηριότητα στους τομείς της γεωργίας, της ξυλογλυπτικής και του εμπορίου. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ανέκοψε τους ρυθμούς ανάπτυξης. Στις 9 Μαρτίου του 1965, στις 9.30 το βράδυ, ισχυρός σεισμός στο υπέδαφος του Βόρειου Ευβοϊκού Κόλπου έγινε αισθητός σε σχεδόν ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα, από την Πελοπόννησο μέχρι την Αλεξανδρούπολη. Τις μεγαλύτερες καταστροφές υπέστη η Αλόννησος, η οποία ουσιαστικά ισοπεδώθηκε. Το μικρό νησί των 2.000 τότε κατοίκων θρήνησε δύο νεκρούς, γυναίκες ηλικιωμένες που δεν πρόλαβαν να βγουν από τα σπίτια τους που κατέρρευσαν. Οι υλικές ζημιές, ωστόσο, ήταν τεράστιες. Ελάχιστα ήταν τα σπίτια που δεν είχαν καταρρεύσει πλήρως ή καταστεί "επικινδύνως ετοιμόρροπα" ενώ -ένδειξη τόσο του χάους που προκάλεσε ο σεισμός όσο και της κατάστασης της Ελλάδας- οι αρχές της Μαγνησίας δεν πληροφορήθηκαν την καταστροφή παρά πολλές ώρες αργότερα, στις τέσσερις το πρωί της επομένης. Οι προσπάθειες αποκατάστασης των σεισμόπληκτων άρχισαν σχεδόν αμέσως, αλλά τα πρώτα εφόδια δεν έφτασαν στο νησί παρά την επομένη. Μέχρι τότε, οι σεισμόπληκτοι έμειναν εντελώς αβοήθητοι. Ύστερα από ανάπαυλα λίγων ημερών, στις 14 Μαρτίου, ένας νέος σεισμός με το ίδιο επίκεντρο ολοκλήρωσε την καταστροφή, πλήττοντας αυτή τη φορά και τη Σκόπελο, χωρίς να υπάρξουν άλλα ανθρώπινα θύματα.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αλόννησος

http://skopelosweb.gr/skopelos/article/skopelos_history_byzanz

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σκόπελος

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σκιάθος

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σκύρος

http://www.stoxos.gr/2011/10/blog-post_8708.html?m=1

http://www.thassos-island.gr/el/ιστορία/item/515-η-θάσος-κατά-την-επανάσταση-του-1821.html

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σαμοθράκη

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ολοκαύτωμα_της_Σαμοθράκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου