Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Η ιστορία των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου κατα την Βυζαντινή Περίοδο και την Φραγκοκρατία

Το Θέμα Αιγαίου Πελάγους ήταν βυζαντινή επαρχία στα βόρεια του Αιγαίου Πελάγους η οποία δημιουργήθηκε στα μέσα του 9ου αιώνα. Ήταν ένα από τα τρία ναυτικά θέματα της αυτοκρατορίας και χρησίμευε, στην προμήθεια του βυζαντινού ναυτικού με πλοία και στρατό, αν και χρησίμευε επίσης και ως πολιτική διοικητική περιφέρεια. Οι καταβολές του θέματος βρίσκονται στην επαρχία των νησιών κατά την ύστερη αρχαιότητα που περιελάμβανε τα νησιά του νοτιοανατολικού και του ανατολικού Αιγαίου Πελάγους άνω της Τενέδου. Ο όρος του « Αιγαίου Πελάγους » κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του στις πηγές ως διοικητική περιφέρεια στις αρχές του 8ου αιώνα, όταν και οι σφραγίδες αρκετών εκ των κομμερκιάριων το πιστοποιούν. Από στρατιωτικής άποψης, τα νησιά βρίσκονταν υπό την διοίκηση του σώματος των Καραβισιάνων και στη συνέχεια του θέματος των Κιβυρραιωτών. Μετά τα τέλη του 8ου αιώνα , δύο ναυτικές διοικήσεις έκαναν την εμφάνισή τους στην περιοχή του Αιγαίου Πελάγους: ο δρουγγάριος του Αιγαίου Πελάγους, ο οποίος ήλεγχε το βόρειο τμήμα, καθώς και ο δρουγγάριος της Δωδεκανήσου (ονομασία που αναφέρεται στις Κυκλάδες και όχι στα σύγχρονα Δωδεκάνησα ) ή του Κόλπου, υπεύθυνος του νότιου τμήματος. Η πρώτη ναυτική διοίκηση, η οποίο στην πορεία εξελίχθηκε στο Θέμα Αιγαίου Πελάγους, περιελάμβανε τα βόρεια νησιά του Αιγαίου, καθώς και τα Δαρδανέλλια και τα νότια παράλια της Προποντίδας, ενώ η δεύτερη μετατράπηκε στην πορεία στο θέμα της Σάμου. Το θέμα του Αιγαίου Πελάγους δημιουργήθηκε το 843. Ο στρατηγός του, αν και δεν εμφανίζεται στο Τακτικόν Ουσπένσκυ της περιόδου μεταξύ 842/843 το οποίο περιελάμβανε το σύνολο των ενεργών δρουγγάριων, ωστόσο επιβεβαιώνεται η παρουσία του στην Λέσβο το 843. Κατέστη ένα κανονικό θέμα με πολιτικές, φορολογικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες, ενώ υποδιαιρούνταν σε τούρμες και βάνδα . Εντός των Δαρδανελλίων και της Προποντίδας, ο δρουγγάριος και αργότερα ο στρατηγός μοιράζονταν την εξουσία τους με τον κόμη του θέματος του Οψικίου . Όπως συνέβαινε και στην περίπτωση του θέματος της Σάμου, ο κόμης του Οψικίου ήταν, ενδεχομένως, υπεύθυνος και για την τοπική πολιτική διοίκηση και άμυνα, ενώ το θέμα του Αιγαίου Πελάγους ήταν μονάχα υπεύθυνο για τον εξοπλισμό των πλοίων. Οι κάτοικοι του θέματος του Οψικίου, και κυρίως οι Σλάβοι, χρησίμευαν ως στρατιώτες του ναυτικού κατά τον 10ο αιώνα. Τα κυριότερα νησιά του θέματος ήταν η Λέσβος (η πρωτεύουσα του θέματος), η Λήμνος, η Ίμβρος , η Τένεδος και η Χίος (προτού ενσωματωθεί στο θέμα της Σάμου), οι Σποράδες και οι Κυκλάδες. Οι Κυκλάδες ενσωματώθηκαν εντός του θέματος του Αιγαίου όταν η ναυτική διοίκηση Δωδεκανήσου/Κόλπου διαιρέθηκε και το θέμα της Σάμου δημιουργήθηκε στα τέλη του 9ου αιώνα. Το 911, οι δυνάμεις του θέματος υπολογίζονταν σε 2.610 ναύτες και 400 στρατιώτες του ναυτικού. Η επαρχία κατάφερε να επιβιώσει μέχρι και τις αρχές του 11ου αιώνα, όταν και ξεκίνησε η διαίρεσή του σε μικρότερες διοικήσεις. Ως εκ τούτου, οι Κυκλάδες και οι Σποράδες , η Χίος και η περιοχή της Άβυδου διέθεταν, πλέον, δικό τους στρατηγό. Το θέμα του Αιγαίου κατέστη μια απλή πολιτική επαρχία, η οποία περιελάμβανε αποκλειστικά τα παράλια της Προποντίδας, καθώς και τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Στα τέλη του 12ου αιώνα, τα υπολείμματα του πρώην θεματικού στόλου ενσωματώθηκαν στο ενοποιημένο αυτοκρατορικό ναυτικό με έδρα την Κωνσταντινούπολη, διοικητής του οποίου ήταν ο Μέγας Δουξ. Στη συνέχεια, κατά τον 12ο αιώνα, το θέμα του Αιγαίου φαίνεται να συγχωνεύτηκε με το θέμα του Οψικίου, κάτι που επιβεβαιώνεται από σχετική αναφορά στο Partitio terrarum imperii Romaniae το 1204. Οι δυτικοί κατακτητές της Κωνσταντινούπολης προχώρησαν στον διαμερισμό των προηγούμενων εδαφών της Αυτοκρατορίας μεταξύ τους με μαθηματική ακρίβεια: Ένα τέταρτο κατανεμήθηκε στον Αυτοκράτορα, τρία όγδοα δόθηκαν στη Βενετία ως αμοιβή για τη μεταφορά, τις προμήθειες και τη ναυτική υποστήριξη και τα υπόλοιπα τρία όγδοα επρόκειτο να διανεμηθούν μεταξύ των Λατίνων ιπποτών ως τιμάρια. Η ίδια η Κωνσταντινούπολη μοιράστηκε εξίσου μεταξύ του Αυτοκράτορα και των Βενετών. Στην πραγματικότητα οι Λατίνοι δεν ήλεγχαν ολόκληρη την περιοχή που διεκδικούσαν επειδή υπήρχαν θύλακες αντίστασης με επικεφαλής βυζαντινούς ή τοπικούς αξιωματούχους. Η βενετοκρατία στον ελλαδικό χώρο (βενετική κυριαρχία) ξεκινά στις 13 Απριλίου του 1204 όταν κατακτήθηκε η Κωνσταντινούπολη από τους Βενετούς και φράγκους ιππότες στην διάρκεια της 4ης σταυροφορίας. Οι Βενετοί πήραν στην κατοχή τους νευραλγικά σημεία και εμπορικούς σταθμούς και λιμάνια στα Βαλκάνια ανάμεσα στα οποία ήταν: το Δυρράχιο, τα Επτάνησα, η Ναύπακτος, η Πύλος, η Μεθώνη, η Κορώνη, η Πάτρα, η Κόρινθος, το Άργος, το Ναύπλιο, η Κρήτη, η Κάρπαθος και η Κάσος, η Αστυπάλαια, οι Κυκλάδες, η Αθήνα, η Εύβοια, η Τένεδος, η Καλλίπολης, η Ραιδεστός. Στον Εύξεινο Πόντο, την Cetatea Alba (Belgorod Μολδαβίας) και την Τάνα (Αζοφική Θάλασσα). Τα 3/8 της Κωνσταντινούπολης συμπεριλαμβανομένης και της Αγίας Σοφίας. Αργότερα στις κτήσεις αυτές προστέθηκε και η Κύπρος το 1489 δημιουργώντας την πρώτη αποικιακή «αυτοκρατορία» του Μεσαίωνα. Η Δημοκρατία της Γένοβας ήταν ένα ανεξάρτητο κράτος στην Λιγουρία της σημερινής βορειοδυτικής Ιταλίας από τον 11ο αιώνα ως το 1797, οπότε και κατελήφθη κατά τους Ναπολεόντιους πολέμους. Υπήρξε σημαντική ναυτική και εμπορική δύναμη στη Μεσόγειο και ανταγωνιστής της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας. Η Δημοκρατία της Γένοβας κατείχε, εκτός από την πόλη της Γένοβας, διάφορες περιοχές στη Μεσόγειο για ορισμένα χρονικά διαστήματα, τις οποίες κυρίως χρησιμοποιούσε ως εμπορικούς σταθμούς: Κορσική, ακριβώς νότια από την πόλη της Γένοβας, Περιοχές της Κύπρου, Χίος, Σάμος, Κριμαία, Σαμψούντα. Επίσης έλεγχε τον 14ο και 15ο αιώνα τις περιοχές του Γαλατά και Περάματος στην Κωνσταντινούπολη και στις ακτές τις Τυνησίας την νήσο Ταμπάρκα. Κατά τον 13ο αιώνα η Γένοβα συμμάχησε με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, στην προσπάθειά της να καταλάβει ως διάδοχο κράτος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την Κωνσταντινούπολη . Όταν αυτό επιτεύχθηκε το 1261, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία των Παλαιολόγων σύναψε εκτεταμένης μορφής εμπορική συμφωνία που προέβλεπε εκτός από παροχή ναυτικών ενισχύσεων στους Βυζαντινούς και την κατάληψη πολλών περιοχών και νησιών για λογαριασμό των Γενουατών, όπως της Χίου (κάτω από έλεγχό ως το 1566). Κατά το ίδιο διάστημα το προάστιο του Γαλατά στην Κωνσταντινούπολη παραχωρήθηκε οριστικά από τον βυζαντινό αυτοκράτορα στους Γενουάτες, για την κάλυψη των εμπορικών τους αναγκών. Την ίδια εποχή η εμπορική δραστηριότητα επεκτάθηκε και στον χώρο του Εύξεινου Πόντου, όπου ιδρύθηκαν εμπορική σταθμοί στην περιοχή της Κριμαίας. Για την απερίσπαστη δραστηριότητα στην περιοχή συνήφθηκαν συμφωνίες με την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Στη δυτική Μεσόγειο η Γένοβα είχε να αντιμετωπίσει την Πίσσα , η οποία γρήγορα δεν άντεξε τον ανταγωνισμό. Μετά την Κορσική αποκτήθηκε και ο έλεγχος σημαντικών λιμανιών της Σαρδηνίας. Κατά τον Σικελικό Εσπερινό το 1283, οι Γενουάτες αφού είχαν συνάψει οικονομικές συμφωνίες με την Αραγωνία, κατάφεραν να ελέγξουν εμπορικά και τη Σικελία . Το εμπόριο ζάχαρης, μεταξιού και σιταριού στην ευρύτερη περιοχή κατά τον 13ο αιώνα μονοπωλούνταν από την Δημοκρατία της Γένοβας. Προς το τέλος του 15ου αιώνα, σταδιακά η δύναμη των Γενουατών άρχιζε να φθίνει: ο μακροχρόνιος πόλεμος και ανταγωνισμός με τους Βενετούς, η επικράτηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο, είχαν ως αποτέλεσμα οι εμπορικές δραστηριότητες να περιοριστούν σημαντικά.
Το 14ο αιώνα μ.Χ. η Ικαρία ήταν κομμάτι της Γενοβέζικης αυτοκρατορίας στο Αιγαίο. Σε κάποια στιγμή αυτής της περιόδου οι Ικαριώτες κατέστρεψαν τα λιμάνια τους ώστε να αποτρέψουν την απόβαση των ανεπιθύμητων επισκεπτών. Σύμφωνα με τους ντόπιους ιστορικούς, οι Ικαριώτες, βασισμένοι σε δικές τους κατασκευές, έχτισαν επτά πύργους-παρατηρητήρια κατά μήκος της ακτής. Μόλις εμφανιζόταν εχθρικό ή άγνωστο σκάφος, οι παρατηρητές άναβαν αμέσως φωτιά και έτρεχαν σε μία δεξαμενή η οποία ήταν πάντα γεμάτη με νερό. Τραβούσαν ένα ξύλινο βούλωμα το οποίο υπήρχε στη βάση και το νερό φυσικά διέρρεε. Οι φρουροί των άλλων παρατηρητηρίων ειδοποιούνταν από τη φωτιά ώστε να κάνουν ταυτοχρόνως το ίδιο. Στο εσωτερικό κάθε δεξαμενής σε κάθε κάστρο υπήρχαν πανομοιότυπες γραμμές με εκείνες στα σκεύη που χρησιμεύουν ως μεζούρες. Κάθε μια από αυτές τις διαμετρήσεις είχε και ένα διαφορετικό μήνυμα συνημμένο πάνω της: «επίθεση πειρατών», «προσέγγιση αγνώστου σκάφους», κλπ. Όταν το επίπεδο του νερού έφτανε στο κατάλληλο μήνυμα, οι «αποστολείς» επανατοποθετούσαν το βούλωμα στη δεξαμενή και έσβηναν τη φωτιά κι έτσι ο καθένας στους άλλους πύργους μπορούσε να διαβάσει το μέγεθος και την εγγύτητα του εκάστοτε κινδύνου. Άλλωστε οι πύργοι στα υψώματα του νησιού, όπως στου Δρακάνου, αποτελούσαν μέρος του δικτύου επικοινωνίας των νησιών μέσω φωτιών από την Αθηναϊκή συμμαχία ακόμη. Παρά ταύτα, μόλις τα τελευταία χρόνια το νησί έχει αρχίσει και συνδέεται με ταχύπλοα που μειώνουν κατά πολύ τις αποστάσεις και το φέρνουν στην πρώτη γραμμή του εναλλακτικού, νησιωτικού τουρισμού. Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου οι Ικαριώτες σπανίως έχτιζαν χωριά με την συγκεντρωμένη μορφή που γνωρίζουμε. Κάθε σπίτι ήταν χαμηλό, με ένα δωμάτιο, με σκεπή από πέτρινες πλάκες, και βρίσκονταν απομακρυσμένο από τα γειτονικά. Είχε μόνο μια χαμηλή πόρτα και ήταν φραγμένο από την πλευρά της θάλασσας με ψηλούς τοίχους, ενώ υπήρχε ένα στην στέγη (ο ανεφάντης). Επειδή η καμινάδα με τους καπνούς θα μπορούσε να προδώσει την ύπαρξή του, πολλές φορές κλείνονταν. Ο καπνός διαχεόταν από τις πλάκες της στέγης χωρίς να γίνεται ορατός, καθαρίζοντας ταυτόχρονα τα ξύλα της στέγης από έντομα. Τα δωμάτια περιείχαν τα απολύτως απαραίτητα όπως τον χειρόμυλο και το τσουκάλι. Η παράδοση υποστηρίζει πως όλοι κοιμόντουσαν στο πάτωμα και έκρυβαν τα υπάρχοντά τους μέσα σε σχισμές στους τοίχους. Άντρες και γυναίκες φορούσαν σχεδόν τα ίδια ρούχα: υφαντές λινές φούστες για τις γυναίκες, ένα είδος φουστανέλας για τους άντρες. Αργότερα καθιερώθηκε η βράκα και το γιλέκο για τους άνδρες και η αντίστοιχη παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά. Αυτός ο τρόπος ζωής συντελούσε στη μακροζωία και στην αταξικότητα. Κάθε σπίτι ήταν αυτάρκες, χρησιμοποιώντας τον ζωτικό χώρο γύρω του για καλλιέργεια των απαραίτητων, οι γυναίκες συμμετείχαν στις εργασίες και στην κοινωνική ζωή. Τα χωριά δημιουργούνταν σιγά-σιγά από απόγονους μιας αρχικής οικογένειας, που εξαπλωνόταν. Παρ' όλη την αραιοκατοίκηση, η συνεκτικότητα της κοινωνίας ήταν μεγάλη. Υπήρχαν τα πανηγύρια, ομαδικές εργασίες, και τα συμβούλια των γηραιότερων που έπαιρναν τις αποφάσεις. Ο τρόπος ζωής και η αρχιτεκτονική αυτή διατηρήθηκαν έως τα τέλη του 19ου αιώνα, και πολλά στοιχεία μέχρι τις μέρες μας. Οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη, που είχαν την βάση τους στη Ρόδο, ασκούσαν εξουσία στην Ικαρία μέχρι το 1521 που η Οθωμανική Αυτοκρατορία ενσωμάτωσε την Ικαρία στις κτήσεις της. Τότε επιδεινώθηκε το πρόβλημα της πειρατείας, οπότε οι κάτοικοι του νησιού εφάρμοσαν την πρακτική της αφάνειας: τραβήχτηκαν στα ορεινά του νησιού, κρύβοντας τους οικισμούς, αλλά και τις κατοικίες τους. Για την αντιπειρατική άμυνα, εκτός από την "αφάνεια" (αραιοκατοίκηση και απόκρυψη των κατοικιών), υπήρχαν παρατηρητήρια - βίγλες, διάφορα σημεία συγκέντρωσης και άμυνας του πληθυσμού σε περίπτωση επιδρομών (οροπέδια αόρατα από την θάλασσα), και κοινές κρυμμένες προμήθειες για χρήση σε ώρα ανάγκης. Η κλοπή τους τιμωρούνταν από το ιδιαίτερο εθιμικό δίκαιο της εποχής ακόμη και με θάνατο. Υπάρχουν τέλος αναφορές για επίθεση των κατοίκων σε ανεπιθύμητους επισκέπτες των ακτών, ακόμη και σε ναυαγούς.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία μεταλλάσσει δραστικά το νησί της Σαμου με το έντονο χριστιανικό στοιχείο του οποίου υπάρχει πλούσια κληρονομιά έως σήμερα. Από τον 4ο αιώνα υπάρχουν ήδη επίσκοποι ενώ κατά τον 7ο αιώνα, η Σάμος οργανώνεται στο βυζαντινό ομώνυμο Θέμα . Μεγάλη άνθηση την περίοδο αυτή έχει ο μοναχισμός στην περιοχή του Κέρκη . Από τον 14ο αιώνα πέρασε στον έλεγχο των Γενοβέζων. Η Σάμος κατά τη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έχασε τον πληθυσμό της και για μία μεγάλη περίοδο παρέμεινε σχετικά έρημη. Οικίσεις διατηρήθηκαν στις ορεινές περιοχές του Κέρκη και της Αμπέλου. Κατά τη διάρκεια της εποχής τη «ερήμωσης» στη Σάμο λειτούργησαν ναυπηγεία του τουρκικού στόλου. Το νησί ξανακατοικήθηκε από τον 16ο αιώνα χάρη σε ένα οθωμανικό πρόγραμμα εποικισμού το οποίο έφερε κατοίκους από γειτονικά νησιά και από τη Μικρά Ασία. Συγκεκριμένα, με την άδεια του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς , μετά το 1550 οι Τούρκοι αποφασίζουν τον εποικισμό του νησιού. Με πρωτοβουλία του ναυάρχου Κιλίτζ Αλή και με τη βοήθεια του Πάτμιου Νικολάου Σαρακίνη ξεκινά μια νέα περίοδος.
Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την εξάπλωση του
Χριστιανισμού, η Χίος ήταν για πολλούς αιώνες υπό την διακυβέρνηση της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας , εκτός από κάποιες σύντομες χρονικές περιόδους που λεηλατήθηκε από τους Σαρακηνούς . Όταν η Βυζαντινή αυτοκρατορία ξαναπήρε τον έλεγχο της Χίου, αναγνώρισε τη σημαντική στρατηγική θέση του νησιού. Έτσι ξεκίνησε η οχύρωσή της τον 11ο αιώνα και η κατασκευή του Κάστρου της Χίου . Το 1042 μ.Χ., ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ´ ο Μονομάχος ξεκίνησε το κτίσιμο της Νέας Μονής στο σημείο που είχε βρεθεί η εικόνα της Παρθένου. Μετά από μια σειρά επιδρομών, όπως αυτή των Βενετών , η Χίος καταλαμβάνεται από τους Γενουάτες το 1346, οι οποίοι ήταν μια ανερχόμενη δύναμη. Για δύο ολόκληρους αιώνες το νησί παρουσίαζε πρόοδο. Οι Γενουάτες , αν και καταπίεζαν τους ντόπιους, οργάνωσαν το εμπόριο μαστίχας και έφεραν στη Χίο την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών, ενώ κατάφεραν να κρατήσουν τους Τούρκους μακριά από τη Χίο μέχρι το 1566 , οπότε οι τελευταίοι κατάκτησαν το νησί. Η καταπίεση του λαού συνεχίστηκε, αλλά οι νησιώτες κράτησαν τα προνόμιά τους χάρη στην παραγωγή μαστίχας.
Το νησί των Ψαρών μπορεί να έμεινε κατά μακρές περιόδους σχεδόν ακατοίκητο και ειδικά μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης οι λιγοστοί κάτοικοι έφυγαν κι αυτοί (κυρίως για τη Χίο επειδή φοβούνταν τις πειρατικές επιδρομές). Εντούτοις λίγο αργότερα μετοίκησαν εκεί οικογένειες από την Εύβοια, τη Θεσσαλία, τη Μαγνησία αλλά και τη Χίο, επειδή το νησί ήταν μικρό και άσημο και παρ΄ότι άγονο, μπορούσαν εκεί να ζήσουν ελεύθεροι. Αυτοί και οι απόγονοί τους ξανάχτισαν το παλιό φρούριο του Παλαιόκαστρου, για να αμύνονται εναντίον των πειρατών. Σταδιακά ο πληθυσμός αυξήθηκε και στα περίχωρα του κάστρου αυτού οικοδομήθηκε ένα μεγάλο χωριό. Οι κάτοικοι στηρίχτηκαν στην αλιεία και στο θαλάσσιο εμπόριο και απέκτησαν έναν σημαντικό για την εποχή στόλο.
Στο νησί της Λέσβου υπάρχει αξιόλογη κίνηση κατά τη διάρκεια των πρώτων και μέσων βυζαντινών χρόνων (325 - 1071 μΧ). Παρόλα αυτά διάφορες επιδρομές ταλαιπώρησαν τους κατοίκους του νησιού, ιδιαίτερα στους μέσους βυζαντινούς χρόνους. Στη βυζαντινή περίοδο κτίστηκαν πολλές εκκλησίες και μοναστήρια. Σύμφωνα με μια θεωρία, ο μεγάλος αριθμός εκκλησιών (περίπου 60) που κατασκευάστηκαν στους πρώτους βυζαντινούς χρόνους υποδεικνύει ότι στο νησί έδρασαν διαφορετικές αιρέσεις από μη ορθόδοξους επισκόπους και οι κάτοικοι του νησιού διατηρούσαν τις παγανιστικές παραδόσεις, μερικές από τις οποίες επιβιώνουν μέχρι και σήμερα. Το 376 μ.Χ. το νησί λεηλατήθηκε από τους Γότθους και επί Ιουστινιανού από τους Βανδάλους. Το 769 μ.Χ. το νησί κατελήφθη από τους Αβάρους, αλλά τη περίοδο 821-822 απελευθερώθηκε από το Θωμά των Εκτομία. Στο νησί επιτέθηκαν εναλλάξ οι Σαρακηνοί (851, 1055) και οι Ρώσσοι (864, 1027 και 1089). Το 1092 το νησί κατέλαβε ο Τζαχάς, εμίρης στη Σμύρνη. Το 1128 έγινε επιδρομή των Βενετών ενώ το νησί λεηλατούν το 13ο αιώνα οι Καταλανοί πειρατές. Το νησί κατέλαβαν οι σταυροφόροι και το 1204 το νησί ανήκει στον Βαλδουινου , αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Το 1228 καταλαμβάνεται από τον Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη . Το νησί λεηλατείται το 1292 και 1303. Στο νησί εκείνη τη περίοδο δημιουργείται στη Μυτιλήνη η πρώτη παροικία Γενοβέζων με βάση τη συνθήκη του Νυμφαίου. Το 1333 ο Δομίνικος Κατάνια (Cattaneo) κατέλαβε όλο το νησί εκτός από την Ερεσό και Μήθυμνα. Το νησί πέρασε ξανά στη κατοχή των Βυζαντινών το 1336. Η Λέσβος στη Βυζαντινή Περίοδο ανήκει στην Επαρχία Των Νήσων. Εκτός από τα άλλα κτίσματα διακρίνονται από αυτή την εποχή μεγάλος αριθμός μοναστηριών (Μονή Υψηλού, Μονή Λειμώνος και Μυρσίνης, Μετόχι Περιβολή, Μονή Κάτω Τρίτους κ.α.). Τη περίοδο 1355 μέχρι 1462 το νησί ανήκε στην γενουάτικη οικογένεια των Γατελούζων , οι οποίοι κατάφεραν να αναδείξουν την ηγεμονία τους ως μια από τις ισχυρότερες στην ανατολή. Η ειρηνική μετάβαση της εξουσίας οδήγησε σε μια περίοδο ηρεμίας και ακμής της Λέσβου. Όλοι οι ηγεμόνες των Γατελούζων εργάστηκαν στην οικονομική ανάπτυξη της ηγεμονίας τους και κατάφεραν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στη Θράκη (1356), στην Παλαιά Φώκαια (1402), στη Θάσο (1420), στη Σαμοθράκη (1433) και στη Λήμνο (1449). Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως έγινε μια πρώτη προσπάθεια κατάληψης της Λέσβου από τους Τούρκους το 1455 που όμως απέτυχε. Την 1 Σεπτεμβρίου 1462 το νησί πολιορκείται από το Μωάμεθ Β' και το στόλο του και η Μυτιλήνη παραδίδεται ύστερα από 14 ημέρες. Μετά την κατάληψη της Μυτιλήνης, οι Τούρκοι την καταστρέφουν και σφάζουν μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Οι εναπομείναντες χριστιανοί μετακινήθηκαν στην ενδοχώρα. Στη Λέσβο γεννιέται επί τουρκοκρατίας ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα . Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας το νησί δέχτηκε αρκετές επιδρομές από τους Βενετούς, Γάλλους, Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου και τους Σαρακηνούς, ενώ χάνει τη σημαντική θέση που έχει.
Μετά από την ήρεμη περίοδο που γνώρισε το νησί της Λημνου με την κατάκτησή του από τους Ρωμαίους (166 π.Χ.) πέρασε στην Ανατολική Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία. Στα βυζαντινά χρόνια το νησί χρησιμοποιήθηκε ως ναυπηγείο, όπου κατασκευάζονταν και διατηρούνταν πλοία για το Βυζαντινό στόλο. Η Λήμνος αποτέλεσε τμήμα του Θεματος του Αιγαίου και απειλήθηκε πολλές φορές από την πειρατεία και κυρίως τους Σαρακηνούς (9ος αι.). Μετά την Τέταρτη σταυροφορία (1204) καταλήφθηκε από τους Βενετούς για να ανακτηθεί από τους Παλαιολόγους το 1278. Στα μέσα του 15ου αιώνα παραχωρήθηκε στους Γενουάτες. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης καταλήφθηκε ξανά από τους Βενετούς, μαζί με τους οποίους οι κάτοικοι της Λήμνου αντιστάθηκαν σθεναρά στις επιθέσεις των Τούρκων, με αποκορύφωμα τη μάχη του Κότσινα και τα ηρωικά κατορθώματα της Μαρούλας το 1475, όπου σαν μία άλλη «Ιωάννα της Λωρραίνης» με το σπαθί του νεκρού πατέρα της εμψύχωσε τα παλικάρια της Λήμνου και τους Βενετσιάνους Ιππότες, οδηγώντας τους στη νίκη, με αποτέλεσμα να μην κατακτηθούν από τους Τούρκους, στους οποίους το νησί τελικά παραχωρήθηκε από τους Βενετούς το 1479.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ικαρία
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σάμος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Χίος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ψαρά
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Λέσβος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Λήμνος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Πολιόχνη
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Θέμα_Αιγαίου_Πελάγους
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Δημοκρατία_της_Γένοβας
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βενετοκρατία_στον_ελλαδικό_χώρο



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου