Στα 81 χρόνια της κατοχής της Κύπρου από τη Βενετία, τα μόνα έργα που έγιναν ήταν στρατιωτικής φύσης. Το καθεστώς ήταν ιδιαίτερα τυραννικό. Η Δυτική Εκκλησία διατήρησε τα προνόμιά της στην Κύπρο, σε βάρος της Ορθόδοξης, ο δε ντόπιος πληθυσμός υπέφερε τα πάνδεινα εξαιτίας της άγριας εκμετάλλευσης των κόπων του. Μόνο ενδιαφέρον των Βενετών, πέρα από την εκμετάλλευση όλων των πλουτοπαραγωγικών πόρων του νησιού, ήταν τα στρατιωτικά ζητήματα, σε μια προσπάθεια να το υπερασπίζονται καλύτερα και αποτελεσματικότερα προκειμένου να το εκμεταλλεύονται για όσο το δυνατό περισσότερο χρόνο. Ήδη, η αύξηση της δύναμης των Τούρκων αποτελούσε ορατή απειλή κατά της Κύπρου. Εξάλλου τέτοια ήταν η εξαθλίωση του ντόπιου πληθυσμού εξαιτίας των σκληροτέρων συνθηκών που είχαν επιβληθεί και της αβάσταχτης φορολογίας, ώστε επανειλημμένα κυπριακές αντιπροσωπείες απευθύνθηκαν με μυστικές αποστολές στο σουλτάνο του Οθωμανικού κράτους, ζητώντας από αυτόν να καταλάβει την Κύπρο. Για το λόγο αυτό οι Βενετοί δεν εμπιστεύονταν το ντόπιο πληθυσμό, φοβούμενοι δε ότι δε θα μπορούσαν να επανδρώσουν ικανοποιητικά, σε περίπτωση εξωτερικού κινδύνου, όλα τα κάστρα, αποφάσισαν την κατεδάφιση των περισσοτέρων. Έτσι καταστράφηκαν τα τρία φρούρια της οροσειράς του Πενταδακτύλου, το κάστρο της Λεμεσού και άλλα. Εκείνο της Κερύνειας σώθηκε, ενώ οι Βενετοί περιόρισαν την προετοιμαζόμενη άμυνά τους κυρίως στη Λευκωσία και στην Αμμόχωστο. Οι περίφημες οχυρώσεις της Αμμοχώστου ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο. Αντίθετα, οι οχυρώσεις της Λευκωσίας, κατασκευασμένες από τους Λουζινιανούς, κρίθηκαν τώρα ανεπαρκείς. Έτσι κατεδαφίστηκαν και έγιναν νέες οχυρώσεις, καλύπτοντας μικρότερη έκταση. Πολλά σημαντικά οικοδομήματα, όπως εκκλησίες και μοναστήρια, που παρέμειναν έξω από τις νέες οχυρώσεις της πρωτεύουσας, κατεδαφίστηκαν επίσης. Η τουρκική επίθεση αναμενόταν. Ήδη η επέκταση των Τούρκων συνεχιζόταν, και η Ρόδος είχε χαθεί από το 1522. Την απόφαση για κατάληψη της Κύπρου πήρε τελικά ο σουλτάνος Σελίμ Β', που ζήτησε επίσημα από τη Βενετία το 1570 να του παραχωρηθεί το νησί χωρίς αιματοχυσία. Την άρνηση της Βενετίας να δεχτεί την αξίωση αυτή, ακολούθησε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, υπό το Λαλά Μουσταφά. Στη στρατιά του περιλαμβάνονταν, εκτός από τους Τούρκους, και πολλοί άλλοι που έτρεξαν να συμμετάσχουν στην εκστρατεία με την προοπτική του κέρδους από τις αναμενόμενες λεηλασίες. Η αντίσταση των Βενετών, που ήταν ενισχυμένοι και με άλλους Ιταλούς στρατιωτικούς, λίγους Αρβανίτες και λίγους Κυπρίους (οι Κύπριοι δε γίνονταν δεκτοί στο στρατό) περιορίστηκε στην πρωτεύουσα Λευκωσία, της οποίας οι νέες οχυρώσεις δεν είχαν συμπληρωθεί εντελώς, και στην Αμμόχωστο. Οι λοιπές πόλεις, περιλαμβανομένης και της Κερύνειας που είχε καλύτερες οχυρώσεις από τη Λάρνακα, τη Λεμεσό και την Πάφο, παραδόθηκαν αμαχητί στους Τούρκους. Η ανεπαρκής άμυνα των Βενετών στην Κύπρο κατέστη περισσότερο τρωτή εξαιτίας διχογνωμιών μεταξύ των ανωτάτων αξιωματούχων του νησιού. Εξάλλου η αναμενόμενη βοήθεια από την Ευρώπη δεν ήταν τελικά παρά μόνο ελάχιστη. Η κύρια εκστρατευτική δύναμη των Βενετών, ενισχυμένων και από άλλες δυνάμεις, ετοιμάστηκε αργά, αναχώρησε ακόμη πιο αργά, και τελικά περιπλανήθηκε στις θάλασσες φτάνοντας μέχρι την Κρήτη, όπου και διαλύθηκε. Η πρωτεύουσα Λευκωσία άντεξε σε πολιορκία 44 μόνο ημερών και έπεσε στις 9 Σεπτέμβρη του 1570. Οι ισχυρότερες οχυρώσεις της Αμμοχώστου, και η απαράμιλλη γενναιότητα των υπερασπιστών της ανάγκασαν τις πολυάριθμες δυνάμεις του Λαλά Μουσταφά σε μια σκληρότατη όσο και πολύμηνη πολιορκία. Μετά από 11 περίπου μήνες, η πόλη δεν έπεσε στα χέρια των Τούρκων αλλά αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και να παραδοθεί ύστερα από παντελή έλλειψη εφοδίων και εφόσον εξανεμίστηκε κάθε ελπίδα για βοήθεια από τη Δύση. Με την κατάληψη και της Αμμοχώστου, τον Αύγουστο του 1571, ολοκληρώθηκε η τουρκική κατάκτηση της Κύπρου που, φυσικά, είχε ακολουθηθεί από πρωτοφανείς βιαιότητες και εκτεταμένες λεηλασίες. Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν το νησί ο πληθυσμός του ανερχόταν σε 200.000 ενώ ο Τουρκικός δεν ξεπερνούσε τις 2.500. Ο ελληνικός πληθυσμός αραίωσε και η Πύλη εξέδωσε φιρμάνι (1572) για μετοίκηση μικρασιατικού πληθυσμού στο νησί, κάτι που δεν είχε απήχηση. Στα 1738 έφτανε τους 100.000 κι από αυτούς οι 3.000 Τούρκοι. Η Κύπρος απομακρυσμένη από τις εστίες των πολεμικών επιχειρήσεων ήταν δύσκολο να αναλάβει ένοπλο αγώνα κατά την Επάνασταση του 1821, μπορούσε όμως να ενισχύσει οικονομικά τον Αγώνα δια της Φιλικής Εταιρείας. Για την αποτροπή πιθανής εξέγερσης οι Τουρκικές αρχές του νησιού προέβησαν σε προληπτικό αφοπλισμό των κατοίκων, σε ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων του νησιού και στη σφαγή κληρικών και προκρίτων, προκαλώντας τη φυγή πολλών Κυπρίων στην επαναστατημένη Ελλάδα και τη συμμετοχή τους σε πολλά μέτωπα εκεί: δυτική Στερεά, β' πολιορκία Μεσολογγίου, Πελοπόννησος). Ο Καποδίστριας το 1827 διατυπώνει την άποψη πως τα σύνορα του μελλοντικού κράτους θα μπορούσε να περιλαμβάνουν και την Κύπρο. Η Κυπρος θα αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς ενδιαφέροντος στα πλαίσια του Ανατολικού Ζητήματος : οι Αιγύπτιοι του Μεχμέτ Αλή, οι Γερμανοί, οι Γάλλοι και οι Άγγλοι εκδηλώνουν ενδιαφέρον στα μέσα του 19ου αι, για το νησί, ενώ ανάλογες τάσεις διαμορφώνονται και στα πλαίσια του νεοελληνικού εθνικισμού. Το 1833 λόγω του δυσβάστακτου φορολογικού συστήματος εκδηλώνονται εξεγέρσεις κοινωνικού χαρακτήρα στην Λάρνακα και τη Λευκωσία, στην Χρυσοχού Πάφου και στην Καρπασία. Στα χρόνια της Επανάστασης το 1/3 του πληθυσμού του νησιού εγκαταλλείπει την Κύπρο, αλλά μετά τα μέσα του 19ου αι. σημειωνεται ανάκαμψη με το Ελληνικό στοιχείο να πλειοψηφεί έναντι των μουσουλμάνων. Το μεγαλύτερο μέρος του ήταν αγροτικό και οι πιο πολλοί μωαμεθανοί ζούσαν σε αστικά κέντρα. Διοικητικά το 1849 βγήκε από την αρμοδιότητα του καπουδάν πασά και εντάχθηκε ως σαντζάκι του πασαλικίου Ρόδου στην επαρχία Νήσων του Αρχιπελάγους. Το 1861 αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο μουτεσαριφλίκι και από το 1868 αποτέλεσε λιβά του βιλαετίου του Αρχιπελάγους. Εσωτερικά διαιρείτο σε 15 καζάδες. Δεν έλλειψαν απόπειρες διοικητικής εκπρόσωπησης των χριστιανών υπηκόων στα 1830 και 1838 που δεν υπερέβαιναν το επίπεδο διαχείρισης πρακτικών διοικητικών θεμάτων. Οι δομές της αγροτικής οικονομίας της περιόδου παραμένουν παραδοσιακές από την εποχή της Φραγκοκρατίας. Η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου διοικούσε (νομιμοφροσύνη έναντι Οθωμανών, είσπραξη φόρων) τους χριστιανούς βάσει οθωμανικών βερατίων. Οι εκλογές των ιεραρχών γίνονταν με τη συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου αλλά δεν έλειψαν και οι οθωμανικές παρεμβάσεις. Οι εκπαιδευτικές προσπάθειες της Κυπριακής Εκκλησίας συνίστανται στην ίδρυση Ελληνικών Σχολών και αλληλοδιδακτικών σχολείων στοιχειώδους εκπαίδευσης. H Αγγλία επιδιώκοντας να ενισχύσει τη στρατηγική της παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο ενσωμάτωσε την Κύπρο: με μυστική Σύμβαση ανάμεσα σε Αγγλία και Υψηλή Πύλη τον Ιούνιο του 1878 η Κύπρος δινόταν ως εκμίσθωση για τη βοήθεια των Άγγλων στους Οθωμανούς σε περίπτωση ρωσικής καθόδου. De jure ανήκε στον Σουλτάνο το νησί μέχρι το 1914 οπότε και προσαρτήθηκε στην Βρετανική Αυτοκρατορία. Ανώτατος διοικητής του νησιού ήταν ο Ύπατος Αρμοστής υπαγόμενος στο Υπουργείο Αποικιών. Οι κάτοικοι, Οθωμανοί υπήκοοι, είχαν μια πρώτη εμπειρία αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης δια του Νομοθετικού Συμβουλίου στο οποίο συμμετείχαν και αιρετοί αντιπρόσωποι του λαού. Η αγγλοκρατία έθεσε τέρμα στις αυθαιρεσίες της Οθωμανικής δικαιοσύνης. Η Κύπρος αν και υπό αγγλική διοίκηση πλήρωνε φόρο υποτέλειας στην Πύλη κάτι που απομυζούσε το πενιχρό ήδη κυπριακό δημόσιο εισόδημα και εκκόλαπτε κάθε πολιτική διεκδίκησή των ντόπιων έναντι των κυριάρχων τους. Ο πληθυσμός του νησιού αυξάνει κατά 47,66 % και το ελληνικό στοιχείο αποτελεί τα 4/5 του συνολικού πληθυσμού ενώ αυξάνει σταδιακά και ο αστικός πληθυσμός. Στην περίοδο της αγγλοκρατίας τίθενται οι βάσεις των κοινωνικοοικονομικών μετασχηματισμών της Κυπριακής κοινωνίας: περνώντας αρχικά από μια οικονομική δυσπραγία λόγω και της φορολογίας, δημιουργούσε σταδιακά τις συνθήκες για την τόνωσή της από τη βελτίωση του φυσικού πλαισίου της οικονομίας και την αξιοποίηση φυσικών πόρων. Επικουρικά έρχεται και η αύξηση της εμπορικής δραστηριότητας που δημιούργησε την ανάγκη για νέα πιστωτικά ιδρύματα (Τράπεζα Κύπρου-1912). Μια μικρή τάξη μεγαλοαστικών οικογενειών η οποία επιδίδεται στο εμπόριο μονοπωλεί την πολιτική δραστηριότητα και καλλιεργεί ένα modus vivendi με τους Άγγλους. Το σύστημα διοικήσεως που οι Άγγλοι είχαν επιβάλει δεν ενθάρρυνε την προώθηση των συλλογικών αναγκών και αιτημάτων, τα οποία βρήκαν έκφραση μέσα από υπομνήματα από την Εθναρχούσα Εκκλησία (1879, 1881, 1887-88, 1895,1903,1911). Ο αλυτρωτικός εθνικισμός των Κυπρίων-πολιτική έκφραση του οποίου ήταν το αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα εκκολάφθηκε από την αδιαφορία των Άγγλων να επιλύσουν τα προβλήματά τους, από την ανεκτικότητά τους και από τις ιδεολογικές επιδράσεις από το ελεύθερο ελληνικό κράτος: Κύπριοι εθελοντές συμμετείχαν στις αλυτρωτικές διεκδικήσεις του Ελλαδικού κράτους κατά το β' μισό του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου, ενώ ενωτικά διαβήματα διατυπώθηκαν στα 1904, 1907, 1911-1912. Η αγγλοκρατία ενθάρρυνε τους διαχωρισμούς μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για να υπονομεύσει κάθε Ενωτική προσπάθεια. Με την αντικατάσταση της οθωμανικής διοικήσεως από την αγγλική έλλειψε το ιδεολογικό και οργανωτικό πλαίσιο που προσδιόριζε τις εθναρχικές αρμοδιότητες της Εκκλησίας, όμως παρέμεινε δραστήρια στη πολιτική ζωή συμμετέχοντας στην προώθηση του αιτήματος της Ένωσης (διάβημα Σωφρόνιου σε Λονδίνο 1889). Το Αρχιεπισκοπικό ζήτημα κατέδειξε την διαπλοκή του προβλήματος της απουσίας θεσπισμένου τρόπου διαδοχής και του Ενωτικού Ζητήματος. Η επίσημη προσάρτηση της Κύπρου στις Βρετανικές κτήσεις ήταν αποτέλεσμα της καταγγελίας των διπλωματικών συμβάσεων ανάμεσα σε Μεγάλη Βρετανία και Οθωμανική Αυτοκρατορία συνεπεία της μεταξύ τους κήρυξης του πολέμου. Η αναγνώριση του νέου καθεστώτος έγινε με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923) και επίσημα τον Μάιο του 1925. Η συμμετοχή των Κυπρίων στα μέτωπα του Α Παγκοσμίου πολέμου συνδεόταν με τις Ενωτικές προσδοκίες που τις ενθάρρυνε έστω και στιγμιαία η Αγγλία όταν πρότεινε ως δέλεαρ αντάλλαγμα προς την Ελλάδα για να εγκαταλείψει την ουδετερότητά της, την παραχώρηση της Κύπρου, αν και η Ελλάδα την απέρριψε. Ο Κυπριακός λαός δεν έπαψε να εκδηλώνει την επιθυμία του για ένωση με την Ελλάδα: το 1915 από τους ενωτικούς βουλευτές του Νομοθετικού Συμβουλίου ή την εκλογή Ενωτικών στα 1917, ή αξιοποιώντας την επίσκεψη Βενιζέλου στο Λονδίνο. Η Κυπριακή αποστολή (1918-1920) στην Σύνοδο της Ειρήνης του Παρισιού και στο Λονδίνο για την προώθηση του αιτήματος δεν υπήρξε καρποφόρα. Άοκνη ήταν η Ενωτική προσπάθεια και στη διάρκεια του μεσοπολέμου (αποστολή το 1929 στο Λονδίνο), και έλαβε κι άλλες μορφές: ίδρυση Εθνικής Οργάνωσης Κύπρου (1930), καταψήφιση αύξησης τελωνειακών δασμών που εξυπηρετούσαν την αποπληρωμή τόκων οθωμανικού δανείου. Η απόρριψη του ενωτικού αιτήματος και η άδικη δημοσιονομική πολιτική που ασκούσε το αποικιοκρατικό καθεστώς πυροδότησαν εξελίξεις στα 1931: σύμπηξη Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης Κύπρου,διαδηλώσεις, που γενικεύθηκαν σε πόλεις του νησιού κι έλαβαν βίαιο περιεχόμενο (Οκτωβριανά). Συνέπεια ήταν το αποικιακό καθεστώς να γίνει πιο δικτατορικό, αλλά και η Ελλαδική κυβέρνηση του Βενιζέλου να αποστασιοποιηθεί. Στις παραμονές του Β' Παγκοσμίου πολέμου προβάλλεται το αίτημα της αυτονομίας από τους Κύπριους οι οποίοι με την έναρξη του πολέμου έσπευσαν να συμμετάσχουν. Η Κύπρος αποτέλεσε μέρος των μεταπολεμικών διεκδικήσεων της Ελλάδος κατά τον πόλεμο, αλλά απορρίφθηκαν. Ως προς την εθνολογική σύστασή της, η Κύπρος (1931) : 347.959 συνολικά κάτοικοι εκ των οποίων το 79,5% Ελληνικό στοιχείο, 18,5% Τούρκοι, Αρμένιοι 1%. Για την πλειοψηφία του πληθυσμού του νησιού η απασχόληση είναι η γεωργία με αριθμητική κυριαρχία των μικροιδιοκτητών και ακτημόνων. Τότε πρωτοεμφανίζεται η βιομηχανία. Στη διάρκεια της γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα οι Κύπριοι συμμετέχουν μαζικά (6.000) όπως μαζικά συμμετέχουν και σε όλες τις συμμαχικές δυνάμεις (37.000). Μέσα στις νέες συνθήκες συστήνεται το Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού(1941)και το Κυπριακό Εθνικό Κόμμα οργανωμένες εκφράσεις των πολιτικών προσανατολισμών του λαού προϊόντα χαλάρωσης της βρετανικής αποικιακής διοίκησης η οποία δεν επέτρεψε τη διενέργεια Αρχιεπισκοπικών εκλογών. Κατά τον πόλεμο το αίτημα της Ένωσης ετέθη αρκετές φορές από την Ελλαδική πλευρά (Αλέξανδρος Κορυζής, Εμμανουήλ Τσουδερός, αντιβασιλέας Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, Κ.Κ.Ε.) χωρίς αποτέλεσμα. Μετά τον πόλεμο κατατίθενται προτάσεις (σχέδιο Κρητς -Τζόουνς 1946, 1947, 1948) από την Αγγλική πλευρά προς τη δημιουργία μιας ελληνοκυπριακής αυτοκυβέρνησης, με τη συμμετοχή των εκπροσώπων του πληθυσμού σε τμήματα της διοίκησης. Το 1948 πρωτοεκδηλώνεται το τουρκοκυπριακό ενδιαφέρον για το μελλοντικό καθεστώς του νησιού. Το ΑΚΕΛ αρχίζει να αποτελεί υπολογίσιμη πολιτική δύναμη στην Κύπρο (τοπικοαυτοδιοικητικές εκλογές & συνδικαλισμός). Τον Ιανουάριο του 1950 με Δημοψήφισμα ο Κυπριακός λαός στην μεγάλη του πλειοψηφία επιλέγει την Ένωση, ενώ ανατέλλει το πολιτικό άστρο του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακάριου. Ο Μακάριος επιχείρησε να περιορίσει την επιρροή του ΑΚΕΛ στην εσωτερική πολιτική ζωή της χώρας προσπαθώντας να διεθνοποιήσει το ζήτημα της Ένωσης ζητώντας να προσφύγει στον ΟΗΕ η Ελλάδα. Προσέκρουσε στο δισταγμό της Ελλάδας, και την άρνηση της Αγγλίας και των Η.Π.Α. Τελικά τον Δεκέμβριο του 1954 η Ελληνική κυβέρνηση μετά τη συνεχιζόμενη αγνόηση των ελληνοκυπριακών αιτημάτων, προσέφυγε στον ΟΗΕ με αρνητικό αποτέλεσμα. Τον Απρίλιο του 1955 συστήνεται η Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών και αρχίζει να δρα με σειρά βομβιστικών επιθέσεων, και άλλες ενέργειες. Οι Αγγλικές αρχές την αντιμετωπίζουν ως τρομοκρατική οργάνωση εμπλέκοντας και τους Τουρκοκύπριους στην αντιμετώπισή της. Από το 1955 και μετά εκδηλώνεται έντονη διπλωματική δραστηριότητα: τον Αύγουστο του 1955 πραγματοποιήται η τριμερής Διάσκεψη του Λονδίνου (με τη συμμετοχή δηλαδή Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας) πραγματικός στόχος της οποίας ήταν η επιβολή λύσης τριπλής κυριαρχίας στην Κύπρο, με τη Βρετανία να διατηρεί την επικυριαρχία, ενώ Ελλάδα και Τουρκία θα διαδραμάτιζαν ένα ρόλο στη διοίκηση του νησιού. Παρά τις λιγοστές πιθανότητες επιτυχίας, το γεγονός που επισκίασε τη Διάσκεψη και οδήγησε στην αποτυχία της ήταν τα γεγονότα του σχεδιασμένου πογκρόμ εναντίον των ελληνικών πληθυσμών στην Κωνσταντινούπολη. Το 1955-56 σημειώνονται συνομιλίες μεταξύ Μακάριου-Χάρντινγκ, το σχέδιο του τελευταίου προέβλεπε αυτοκυβέρνηση τώρα αυτοδιάθεση κάποτε στο μέλλον. Η Αγγλία αναγνώριζε ως μόνο εκπρόσωπο του συνόλου του κυπριακού λαού τον Μακάριο, και απέκλειε την Τουρκία και τους Τουρκοκυπρίους και εγκατέλειψε το περίφημο «ποτέ στην αυτοδιάθεση». Επεκράτησαν, όμως, οι αδιάλλακτοι στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Οι συνομιλίες διακόπηκαν και οι Αγγλοι εξόρισαν τον Μακάριο στις Σεϋχέλλες. Μετά την εκτόπιση του Μακαρίου εντάθηκε η στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ ΕΟΚΑ και βρετανικών δυνάμεων και τα κατασταλτικά μέτρα της αποικιακής κυβέρνησης (απαγχονισμός Καραολή και Δημητρίου-1956). Το καλοκαίρι του 1956 η Αθήνα παρουσίασε σχέδιο για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα με την ταυτόχρονη εξασφάλιση των δικαιωμάτων της τουρκοκυπριακής μειονότητας αλλά αγνοήθηκε από την αγγλική πλευρά. Επίσης με ελλαδική πρωτοβουλία ο Γρίβας κήρυξε εκεχειρία αλλά χωρίς ανταπόκριση από την αγγλική πλευρά,η οποία προωθούσε την χωριστή τουρκοκυπριακή αυτοδιάθεση. Τη διχοτόμηση του νησιού επιθυμούσε η Τουρκία, αλλά στις αρχές του 1957 νέα προσφυγή στον ΟΗΕ έγινε από την Ελλάδα με την έκδοση τελικά ψηφίσματος για συνέχιση των διαπραγματεύσεων. Την ίδια περίοδο απελευθερώνεται από την εξορία ο Μακάριος και συζητείται εκ νέου το Κυπριακό στον ΟΗΕ μετά από σχετική προσφυγή της Ελλάδας και ψήφισμα που κατέθεσε υπέρ της Κυπριακής ανεξαρτησίας, εξασφαλίζοντας τουλάχιστον την πλειοψηφία. Το 1958 συνεχίστηκαν οι διπλωματικές επαφές μεταξύ των τριών πλευρών: η Αγγλική πλευρά με το σχέδιο Χάρολντ Μακμίλαν (θέρος του 1958) προωθούσε τη διχοτόμηση της Κύπρου, εν μέσω έντονων ταραχών και άσκησης τουρκοκυπριακής βίας υποκινούμενης από την Τουρκική πλευρά. Τελικά το σχέδιο απορρίφθηκε από την Ελληνική πλευρά. Ο Μακάριος προτείνει τη λύση της εγγυημένης ανεξαρτησίας. Οι Τούρκοι ήθελαν μια ελληνοτουρκική συγκυριαρχία, είδος ομοσπονδίας, η άρνηση όμως της Ελλάδος έφερε τις δύο πλευρές στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου(Φεβρουάριος 1959) και στη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους επιστρέφει ο Μακάριος. Τον Δεκέμβριο του 1959 εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Μακάριος με αντιπρόεδρο τον Φαζίλ Κιουτσούκ. Τον Σεπτέμβριο του 1960 η Κύπρος έγινε μέλος του ΟΗΕ, τον Μάρτιο του 1961 μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και τον Μάιο του ίδιου έτους μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης . Τότε (1960) η Κύπρος είχε 573.566 κατοίκους, εκ των οποίων 441.656 Έλληνοκύπριοι (77%) και 104.942 (18,3%) Τουρκοκύπριοι και 26.968 (4,7%) λοιποί (Μαρωνίτες, Αρμένιοι). Τον Νοέμβριο του 1963 ο Μακάριος καταθέτει τα 13 σημεία του για την τροποποίηση του Συντάγματος με σκοπό την άμβλυνση του δικοινοτισμού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δρούσαν εξτρεμιστές και από τις δύο πλευρές: η Οργάνωσις του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη και η τουρκοκυπριακή Τ.Μ.Τ. Έτσι τα πράγματα δεν άργησαν να εκτραχυνθούν στα τέλη του 1963 με αιματηρές συγκρούσεις. Το 1964 αποστέλλεται ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ, ενώ είχε προηγηθεί τον Δεκέμβριο του 1963 η χάραξη της πράσινης γραμμής στη Λευκωσία. Ο Γεώργιος Παπανδρέου διατύπωσε τη θεωρία του Εθνικού Κέντρου δηλαδή του πρωτείου που θα είχε η Αθήνα στη λήψη αποφάσεων περί το Κυπριακό αλλά ο Μακάριος ήθελε την πλήρη ανεξαρτησία: τον Φεβρουάριο του 1964 συστήνεται η Εθνική Φρουρά στην Κύπρο, τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς αποστέλλεται μυστικά στρατός στο νησί και το καλοκαίρι κατεβαίνει ο Γρίβας. Την ίδια περίοδο κατατίθεται το σχέδιο Άτσεσον (ένωση Κύπρου και Ελλάδος με ταυτόχρονη μικρή Τουρκική στρατιωτική παρουσία στο νησί) και στο τέλος του καλοκαιριού σημειώνεται ελληνοκυπριακή επίθεση κατά της Τουρκοκυπριακής θέσης των Κοκκίνων. Στις αρχές του φθινοπώρου ο διαμεσολαβητής του ΟΗΕ Γκάλο Πλάζα κατέθεσε τις παρατηρήσεις του για το ζήτημα. Το 1965 το Κυπριακό εμπλέκεται πιο πολύ με αποτέλεσμα ο διπολισμός ανάμεσα σε Αθήνα και Λευκωσία να ενταθεί: ο Γρίβας ασκεί πολεμική κατά του Μακαρίου, η Αθήνα προκρίνει Ατλαντική λύση για το ζήτημα, ενώ η Κύπρος θέλει μα αδέσμευτη ανεξαρτησία. Επί αποστατών η Αθήνα υπάγει στο έλεγχό της την Εθνική Φρουρά. Η Δικτατορία των Συνταγματαρχών επιθυμώντας την ένωση κινείτο προς την κατεύθυνση της υπονόμευσης του Μακαριακού καθεστώτος. Τον Νοέμβριο του 1967 ο Γρίβας επιχειρεί κατά του τουρκοκυπριακού χωριού Κοφίνου που προκάλεσε πιέσεις προς την Αθήνα και στην τελική απόσυρση των απεσταλμένων εκεί ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων. Την άνοιξη του 1968 ξεκινούν σειρά διακοινοτικών συνομιλιών με θέμα την εσωτερική δομή της Κυπριακής Δημοκρατίας που πλησίασαν τη συμφωνία.Την ίδια χρονιά επανεκλέγεται στο προεδρικό αξίωμα ο Μακάριος. Το 1970 σημειώνεται απόπειρα δολοφονίας κατά του Μακαρίου, του οποίου η πολιτική επιβραβεύεται στις βουλευτικές εκλογές του ίδιου έτους. Από το προηγούμενο έτος είχε αρχίσει να δρα στο νησί το Εθνικό Μέτωπο . Το 1970 επίσης δολοφονείται ο Πολύκαρπος Γεωρκάτζης ο οποίος συνδέθηκε με την απόπειρα κατά του Μακαρίου. Ο Γρίβας επιστρέφει στην Κύπρο στις αρχές του φθινοπώρου 1971 και δημιουργεί την ΕΟΚΑ Β΄και ο υπό την πίεση της χούντας των Αθηνών ο Σπύρος Κυπριανού, υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου παραιτείται. Τρεις Κύπριοι μητροπολίτες απαιτώντας από τον Μακάριο να παραιτηθεί από το κοσμικό του αξίωμα τον καθαίρεσαν από αρχιεπίσκοπο (1972), αλλά τελικά υπερίσχυσε ο Μακάριος καθώς μείζων Σύνοδος τους καθαίρεσε (1973).Τον Οκτώβριο του 1973 γίνεται νέα δολοφονική απόπειρα κατά του Μακαρίου. Μετά το θάνατο του Γρίβα η ΕΟΚΑ Β΄ τελούσα υπό άμεση εξάρτηση από την Ιωαννιδική χούντα των Αθηνών ασκεί δριμεία πολεμική σε βάρος του Μακαρίου. Τον Ιούλιο του 1974 ο Μακάριος ζητάει την απόσυρση των Ελλήνων αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς. Στις 15 Ιουλίου 1974 εκδηλώθηκε στη Λευκωσία το πραξικόπημα της χούντας της Αθήνας με σκοπό την ανατροπή του Μακαρίου. Τρεις ημέρες αργότερα ο ανατραπείς πρόεδρος καταδίκαζε από το βήμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. την πολιτική της Χούντας των Αθηνών. Ο τουρκοφάγος Νίκος Σαμψών ήταν ο νέος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στις 20 Ιουλίου εκδηλώθηκε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Η στρατιωτική επιχείρηση της Άγκυρας πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις : 20-22 Ιουλίου 1974 δημιουργία τουρκικού προγεφυρώματος στα βόρεια του νησιού το οποίο διευρύνθηκε παρά την ανακωχή της 22ας Ιουλίου 1974 και 14-16 Αυγούστου 1974 οπότε ολοκλήρωσε την κατοχή του 37% του Κυπριακού εδάφους και προκάλεσε 200.000 πρόσφυγες και 1619 αγνοούμενους.
Πηγή: http://www.hellenica.de/Griechenland/Zypern/Ges/GR/KyprosFrankokratia.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ιστορία_της_Κύπρου
Πηγή: http://www.hellenica.de/Griechenland/Zypern/Ges/GR/KyprosFrankokratia.html
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ιστορία_της_Κύπρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου