Ο Εύανδρος ήταν σύμφωνα με την μυθολογία Αρκάς και οικιστής τουΠαλλαντίνου λόφου στην Ρώμη. Ήταν γιος του Ερμή και της νύμφης Θέμιδας κόρης του ποτάμιου Θεού της Αρκαδίας Λάδωνα και ζούσε στην πόλη Παλλάντιο στην περιοχή της σημερινής Τρίπολης. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ήταν γιος του Ερμή και της νύμφης Τελφούσας ή Νικοστράτης, η οποία είχε προφητικές ικανότητες. Κάποια στιγμή αποφάσισε, να φύγει και να βρει γη να ιδρύσει αποικία. Μετά από ταξίδι έφτασε στην περιοχή της σημερινής Ρώμης, στην αριστερή όχθη του Τίβερη ποταμού. Εκεί βρήκε Αρκάδες απόγονους του Οίνωτρου. Ο βασιλιάς των ντόπιων κατοίκων Φαύνοςτον υποδέχτηκε και του επέτρεψε να εγκατασταθεί σε έναν από τους λόφους της περιοχής. Ο Εύανδρος ίδρυσε έναν μικρό οικισμό και έδωσε στον λόφο το όνομα της πατρίδας του Παλλάντιον και έτσι ο λόφος πάνω στον οποίο αναπτύχθηκε ο οικισμός αυτός ονομάστηκε Παλλαντίνος και στα Λατινικά Παλατίνος. Ο Εύανδρος βασίλεψε ειρηνικά και θεωρείται ότι συνέβαλε στον εκπολιτισμό των ντόπιων με την εισαγωγή της γραφής και της μουσικής. Εισήγαγε επίσης στο Λάτιο αρκαδικές λατρείες από την πατρίδα του, της Δήμητρας, του Ποσειδώνα και του Λυκίου Πάνα, η λατρεία του οποίου εξελίχθηκε στα Lupercalia. Στο νέο Παλλάντιο ο Εύανδρος φιλοξένησε τον Ηρακλή, τον εξάγνισε από τον φόνο του Κάκου και αναγνώρισε τη θεϊκή καταγωγή του, αποδίδοντάς του θυσίες στον Μεγάλο Βωμό (την μετέπειτα Ara Maxima της Ρώμης), ανάμεσα στον Παλατίνο και τον Αβεντίνο λόφο. Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Εύανδρος έφτασε στο Λάτιο εξήντα χρόνια πριν από τον Τρωικό Πόλεμο και όταν ο Αινείας έφτασε στην αυλή του για να ζητήσει βοήθεια, ο Εύανδρος ήταν σε βαθύ γήρας. Υποδέχθηκε ωστόσο τον Αινεία και του προσέφερε στρατό με αρχηγό τον γιό του Πάλλαντα, ο οποίος σύντομα έχασε τη ζωή του. Εκτός από τον Πάλλαντα, ο Εύανδρος είχε και δύο κόρες, τη Ρώμη και τη Δύνη. Στους πρόποδες του Αβεντίνου λόφου, κοντά στην Porta Trigemina, υπήρχε βωμός προς τιμήν τον Ευάνδρου, όπου του προσφέρονταν θυσίες. Βωμός προς τιμήν της μητέρας του, που οι Λατίνοι την ονόμαζαν Carmenta βρισκόταν στους πρόποδες του Καπιτωλίνου λόφου, κοντά στην πύλη που ονομάστηκε από αυτόν Porta Carmentalis. Οι Ρωμαίοι αναγνώριζαν το Αρκαδικό Παλλάντιο ως μητρόπολη της Ρώμης και τιμούσαν τον Εύανδρο ως ιδρυτή της. Μάλιστα μετά από πολλά χρόνια, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αντωνίνος (138-161 μ.χ.), αναγνωρίζοντας την συμβολή των Αρκάδων στην ίδρυση της Ρώμης, επισκέφτηκε το Παλλάντιο της Αρκαδίας, το οποίο την εποχή εκείνη ήταν σχεδόν εγκαταλελειμμένο και για να το τιμήσει το εποίκισε και το ξαναέκτισε. Κατά την Ρωμαϊκή μυθολογία μητέρα του ήταν η νύμφη Καρμέντα και πατέρας του ο Μέρκουρι, που στην ελληνική μυθολογία είναι ο Ερμής, και η Θέτιδα. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι πίστευαν ότι ήταν αυτός που μετέφερε την Ελληνική λατρεία των θεών στην Ιταλία (π.χ. λατρεία του Πάνα, Λουπερκάλια) και αυτός που επινόησε το λατινικό αλφάβητο. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο ίδρυσε το Παλλαντίνο και του έδωσε το όνομα του γιου του Πάλλαντα, διαφωνώντας με τον Παυσανία. Μετά τον θάνατο του θεοποιήθηκε από τους αρχαίους Ρωμαίους. Σύμφωνα με τη μυθολογία ο Ρωμύλος θεμελίωσε τη Ρώμη στον Παλατίνο Λόφο στις 21 Απριλίου 753 π.Χ.. Στη συνέχεια σκότωσε τον δίδυμο αδελφό του Ρέμο και έγινε ο πρώτος βασιλιάς της. Άλλος μύθος θέλει τον ευγενή Αινεία από τη Τροία, ο οποίος έφυγε όταν καταστράφηκε η Τροία στον Τρωικό πόλεμο, να είναι ιδρυτής της Ρώμης αλλά αυτός ο μύθος επινοήθηκε από τους Ρωμαίους συγκλητικούς όταν η Ρώμη έγινε αυτοκρατορία και ήθελαν να είναι μια πολιτική συνέχεια μιας άλλης μεγάλης πόλης. Αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν την ύπαρξη οικισμών στην περιοχή ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ. Τα πρώτα ιερά στη Ρώμη κτίστηκαν από τους Λατίνους κατοίκους της για τους λατινικούς Θεούς τους, οι οποίοι χρόνο με το χρόνο άλλαζαν ονόματα και εξελληνιζόταν λόγω της επαφής των Λατίνων με τους Έλληνες της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας. Η Ρώμη ήταν η πρωτεύουσα διαδοχικά στο Ρωμαϊκό Βασίλειο, τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία και τελικά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στην ακμή της η επιρροή της επεκτεινόταν σχεδόν σε όλη την Ευρώπη και τις ακτές της Μεσογείου, ενώ ο πληθυσμός της υπολογίζεται ότι ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο. Με την μετάβαση στον Χριστιανισμό απέκτησε και θρησκευτική σημασία και καθιερώθηκε ως η έδρα της Καθολικής Εκκλησίας. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η πόλη παρήκμασε και ο πληθυσμός μειώθηκε αισθητά. Στην περίοδο της Αναγέννησης δεν είχε πια την πολιτική ισχύ του παρελθόντος, γνώρισε όμως πολιτιστική και καλλιτεχνική ανάπτυξη λόγω της παρουσίας του Πάπα. Το 1871 έγινε η πρωτεύουσα της ενοποιημένης Ιταλίας. Τον 20ό αιώνα και ιδιαίτερα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά και σήμερα η ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή έχει πάνω από 5 εκατομμύρια κατοίκους. ππία οδός (λατ. Via Appia). Οδός της αρχαιότητας, που οδηγούσε από τη Ρώμη στην Καμπανία και στην Κάτω Ιταλία. Αποτελούσε τη σημαντικότερη οδική αρτηρία της Ιταλικής χερσονήσου και είχε χαρακτηριστεί βασίλισσα των οδών (longarum regina viarum) κυρίως λόγω του τιτάνιου έργου και της τεχνογνωσίας που απαιτήθηκε για την κατασκευή της.
Το αρχικό της τμήμα είχε μήκος περίπου 225 χλμ. και κατασκευάστηκε στα χρόνια του κήνσορα Αππίου Κλαύδιου Καίκου (βλ. λ.) περίπου το 312 π.Χ., καλύπτοντας τη διαδρομή από τη Ρώμη (Πύλη της Καπύης) έως την Καπύη της Καμπανίας (Capua). Ο δρόμος προχωρούσε δίπλα στις Θέρμες του Καρακάλλα, περνούσε από την Αππία Πύλη, διασταυρωνόταν με τον ποταμό Άλμο, έφτανε στον Ιππόδρομο, περνούσε το Αλβανό όρος και κατέβαινε στα Ποντικά έλη. Κατέληγε στη Φορμία (διαθέτοντας και ένα επικουρικό σύστημα διωρύγων μέχρι την Ταρακίνη) και ακολουθούσε την ακτή μέχρι την Καπύη. Αργότερα συνεχίστηκε έως το Μπενεβέντο (Beneventum, 268 π.Χ.), τον Τάραντα (Tarentum) και το Μπρίντιζι (Brundisium, αρχές 2ου αι. π.Χ.). Το συνολικό της μήκος έφτασε τότε σχεδόν τα 565 χλμ. και μέσω αυτής εκτελείτο ο κύριος όγκος του εμπορίου από την Ελλάδα και την Ανατολή.
Ήταν στρωμένη με πλάκες πολυγωνικού ή τετράγωνου σχήματος και το πλάτος της έφτανε για να περνούν δύο άμαξες ερχόμενες αντίθετα. Δεδομένου του ότι βασικό ζητούμενο ήταν η κατά το δυνατόν συντομότερη σύνδεση των πόλεων, πραγματοποιήθηκαν πολλά έργα αποστράγγισης και διάνοιξης περασμάτων σε ορεινές περιοχές. Ανά τακτά διαστήματα υπήρχαν σταθμοί ανάπαυσης των ταξιδιωτών· ακόμη και ο Ιούλιος Καίσαρας διετέλεσε επιμελητής (προϊστάμενος συντήρησης) της οδού. Η αξία της διαφαίνεται και από το ότι στις πλευρές της υπάρχουν πολλά μνημεία, κυρίως ταφικά· λογιζόταν ως ιδιαίτερα μεγάλη τιμή για κάποιον να ταφεί δίπλα η σε μικρή απόσταση από τον δρόμο. Επί Τραϊανού (αρχές 2ου αι. μ.Χ.) κατασκευάστηκε η λεγόμενη Via Appia Trajana, η οποία ήταν παραλιακή και μαζί με την Via Herculia ανέλαβε το κύριο βάρος της διακίνησης των προϊόντων. Η Α.ο. οδηγήθηκε σε μια αξιοπρεπή παρακμή, παρά τις ανακαινίσεις του Αδριανού και του Μεγάλου Κωνσταντίνου· το σίγουρο είναι ότι το αρχικό της τμήμα λειτουργούσε μέχρι το πρώτο μισό του 6ου αι. μ.Χ.
Έχει διατυπωθεί πως η εκάστοτε κατάσταση της Α.ο. στο πέρασμα του χρόνου αντικατόπτριζε την κατάσταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Σήμερα σώζονται αρκετά τμήματά της και πολλά μνημεία εκατέρωθεν του δρόμου, με σημαντικότερα το ταφικό μνημείο της Καικιλίας Μετέλλας, τον παλαιοχριστιανικό ναό του Αγίου Σεβαστιανού in catacumbas και πολλά λείψανα γεφυρών και υδραγωγείων. Ο πάπας Πίος ΣΤ’ διέταξε την κατασκευή της λεγόμενης Νέας Αππίας οδού, η οποία ολοκληρώθηκε το 1784 και κάλυπτε τη διαδρομή από τη Ρώμη έως τους Αλβανούς λόφους σε παράλληλη πορεία με την Α.ο. Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ένας από τους δύο σημαντικότερους δρόμους που κατέληγαν στην πρωτεύουσα Ρώμη ήταν η via Εγνατία, υπερπόντια προέκταση της via Τραϊόνα διαμέσου του λιμένα της Γναφιάς, που διέσχιζε την Ελλάδα μέχρι τον ποταμό Έβρο. Η Εγνατία περνούσε από το Δυρράχιο, το Λυχνιδό, την Ηράκλεια, την Πέλλα, τη θεσσαλονίκη, την Αμφίπολη, τους Φιλίππους, το Τόπειρο, την Μαξιμιανούπολη και την Τραϊανούπολη. Η Εγνατία κατασκευάστηκε μεταξύ του 146-120 π.Χ., πάνω στα ίχνη ενός αρχαίου, προ Ρωμαϊκού δρόμου που εκτείνονταν ανάμεσα στις Αδριατικές χώρες και στο Αιγαίο. Αργότερα, κατασκευάστηκε η επέκτασή της από τον Έβρο στο Βυζάντιο και τελικά το όνομα ΕΓΝΑΤΙΑ δόθηκε σε όλο το δρόμο, από την Ρώμη μέχρι την Κωνσταντινούπολη, προς τιμή του Ρωμαίου ανθύπατου Γναίου Εγνάτιου που την κατασκεύασε. Η πρώτη ρητή μνεία για την via Εγνατία βρίσκεται στο έργο του γεωγράφου Στράβωνα, μεταξύ των ετών 40 π. Χ. και 10 μ. Χ., ενώ , κάποια χρόνια πριν, το έτος 59/58 π. Χ., υπάρχει στο έργο του Κικέρωνα, σαφής αναφορά στη via militaris (στρατιωτική οδό), η οποία έφτανε στη Θεσσαλονίκη και την οποία ο μεγάλος ρήτορας χρησιμοποίησε για να προσεγγίσει την πόλη. Χρήση της via Εγνατία, στο τμήμα της από τη Νεάπολη (σημερινή Καβάλα) έως τη Θεσσαλο-νίκη, έκανε επίσης ο Απόστολος Παύλος, γύρω στο έτος 40 μ.Χ., κατά το ταξίδι του προς την Ελλάδα. Η via Εγνατία υπήρξε μία ευρωπαϊκών προδιαγραφών οδός. Οδόστρωμα, σηματοδότηση, κατασκευή στρατοπέδων, σταθμών και αλλαγών ίππων, γέφυρες, είσοδοι σε πόλεις και εσωτερικές διαδρομές, εμφάνιζαν μία μεγάλη ομοιογένεια, είτε επρόκειτο για δρόμο στην Βρετανία, είτε στην Ιταλία, είτε στην Ισπανία ή στην Ελλάδα. Η κατασκευή της ήταν σύμφωνη με τις προδιαγραφές των άλλων οδών και μπορεί να συνοψιστεί στο χωρίο του Στράβωνα, κατά το οποίο οι Ρωμαίοι «έκοβαν λόφους και δημιουργούσαν ήπιες οδικές κλίσεις, προκειμένου να διέρχονται με ευκολία οι αρμάμαξες», δηλαδή τα βαριά μεταφορικά μέσα της εποχής. Το ελάχιστο πλάτος της via Εγνατία ήταν 10 ρωμαϊκοί πόδες (περίπου 3 μέτρα) το οποίο μεγάλωνε όταν διερχόταν μέσα από μεγάλες πόλεις και ξεπερνούσε τα 5 μέτρα. Τα Ρωμαϊκά οδοιπορικά μάς δίνουν πληροφορίες για τις αποστάσεις μεταξύ πόλεων (civitates), σταθμών (mansiones), θέσεων ανάπαυσης και αλλαγών αλόγων (mutatiae). Από τις Αδριατικές ακτές μέχρι τη Θεσσαλονίκη, υπολογί-ζεται η απόσταση σε 400 περίπου χιλιόμετρα (535 ρωμαϊκά βήματα) και από Θεσσαλονίκη μέχρι τον Έβρο άλλα 400. Η οδός ήταν σε όλη της την έκταση "βεβηματισμένη κατά μίλιον" και "κατεστηλωμένη", δηλ. είχε μετρηθεί με βάση τα 100 βήματα και σε κάθε μίλι είχαν στηθεί μεγάλες στήλες, τα "μιλιάρια" που υποδείκνυαν την απόσταση και ονομάτιζαν τη συγκεκριμένη θέση. Η Εγνατία είχε ανακατασκευασθεί μερικώς πολλές φορές μέχρι το 300 μ.Χ. Το 1270 μ.χ. η via Εγνατία αναφέρεται ως συνδετικός οδικός άξονας ανάμεσα στο Δυρράχιο και στην Κωνσταντινούπολη και μέχρι το 16ο αιώνα χρησιμοποιείται βασικά ως εμπορικός δρόμος που διακινούσε φυλές, θρησκεύματα, κοινωνικές τάξεις, ιδεολογίες, ήθη, έθιμα, οικονομίες, νοοτροπίες, αντιλήψεις. Πάνω στα ίχνη της αρχαίας Εγνατίας συναντούσε κανείς ομάδες από πραματευτές, ή συνηθέστερα βιοτέχνες, χωρικούς ή εργάτες, από τη Δυτική Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία κ.λ.π. που αναζητούσαν καλύτερους όρους ζωής. Πολλοί από αυτούς ήταν οικοδόμοι και έφευγαν κατά συντροφιές, που περιε-λάμβαναν όλες τις σχετικές ειδικότητες του χτίστη και του ξυλουργού. Μέσα στα πλανόδια αυτά σμήνη, μπορούσε να ξεχωρίσει κανείς τους εποχιακούς εργάτες αλλά και τους κατά παράδοση επαγγελματίες ζητιάνους, τους Κραβαρίτες. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν κατ' αρχήν την Εγνατία για στρατιωτικούς σκοπούς, αλλά γρήγορα γενικεύτηκε η χρήση της και έγινε η κυριότερη οδική αρτηρία που συνέδεε την Αδριατική με τον Εύξεινο Πόντο. Λειτούργησε μάλιστα παράλληλα, ή και ανταγωνιστικά, προς τον άλλο αρχαίο θαλάσσιο δρόμο που από την Ιταλία διαμέσου του Ισθμού έφτανε ως το βόρειο Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο, ιστορία που επαναλαμβάνεται και σήμερα. Η Εγνατία οδός διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στα βυζαντινά και στα μεταβυζαντινά χρόνια. Ζωγράφοι και συνεργεία ψηφιδογράφων ξεκινούσαν από την Κωνσταντινούπολη προς όλες τις κατευθύνσεις και με όλα τα συγκοινωνιακά μέσα, θαλάσσια και χερσαία. Η Εγνατία διακινούσε συνεχώς τις ομάδες των καλλιτεχνών, ή και τα έργα τους, όταν επρόκειτο για μικρογραφημένα χειρόγραφα, φορητές εικόνες, σμάλτα, είδη μικροτεχνίας, χρυσοχοΐας, αργυροχοΐας, χαλκουργίας ή κεντητικής. Παράλληλα, η Θεσσαλονίκη, ιδιαίτερα από τη Μεσοβυζαντινή περίοδο και ύστερα, αποτέλεσε το χώρο των καλλιτεχνικών ζυμώσεων και την αφετηρία των περισσότερων αποστολών προς τους βορειότερους, δυτικότερους, και νοτιότερους πληθυσμούς. Το Βυζάντιο (επίσης Βυζαντίς) ήταν αρχαία ελληνική πόλη που ιδρύθηκε στο μυχό του Κεράτιου κόλπου και των στενών του Βοσπόρου, στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η Κωνσταντινούπολη. Η ονομασία της πόλης παραπέμπει σε θρακική ονοματολογία, ενώ σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, η τοποθεσία ονομαζόταν παλαιότερα Λύγος. O επικρατέστερος ιδρυτικός μύθος του Βυζαντίου παραδίδεται από τον Στράβωνα στα Γεωγραφικά, σύμφωνα με τον οποίο η πόλη ιδρύθηκε το 658/7 π.Χ. από Μεγαρείςαποίκους, με επικεφαλής τον Βύζαντα, από τον οποίο και πήρε το όνομά της. Ο μυθικός ήρωας Βύζας θεωρείται γιος του βασιλιά Νίσου από τα Μέγαρα ή γιος του Ποσειδώνα και της Κερόεσσας, κόρης της Ιούς και του Δία, την οποία η μητέρα της γέννησε στον Κεράτιο κόλπο. Άλλη εκδοχή εμφανίζει τον Βύζαντα ως γιο της νύμφης Σεμέστρας. Ο Βύζας αναφέρεται μαζί με τους Άντες στο χρονογράφημα Παραστάσεις σύντομοι χρονικαί (8ος-9ος αι.) και εικάζεται ότι πιθανός συνδυασμός των δύο ονομάτων οδήγησε στο τοπωνύμιο Βυζάντιο. Για τη χρονολογία ίδρυσης της πόλης υπάρχουν αρκετές εκδοχές, με επικρατέστερη εκείνη του 660 ή 659 π.Χ.. Λαμβάνοντας υπόψη τη μακραίωνη ιστορία της πόλης, στη διάρκεια της οποίας καταστράφηκε και χτίστηκε εκ νέου αρκετές φορές, οι αρχαιολογικές μαρτυρίες διακρίνονται με δυσκολία στο χώρο της σύγχρονης Κωνσταντινούπολης. Στα κατάλοιπα της αρχαία πόλης ανήκει ο «κίονας των Γότθων», μνημείο που πιθανώς αντικατέστησε προηγούμενο άγαλμα του Βύζαντα και βρίσκεται μεταξύ του Τοπ Καπί και των θαλάσσιων τειχών, όπως και κεραμικά αντικείμενα, τα πρωιμότερα από τα οποία χρονολογούνται στον 7ο αιώνα π.Χ.
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ρώμη
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Εύανδρος
http://www.ygeiaonline.gr/component/k2/item/8814-appia_odos
http://www.egnatia.eu/page/default.asp?la=1&id=23
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Βυζάντιο
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015
Εγνατία και Αππία Οδός - Από την αρχαία Ρώμη στο Βυζάντιο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου