Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Η θρυλική ιστορία της βυζαντινής καστροπολιτείας του Μυστρά και του Δεσποτάτου του Μορεως

Ο Μυστράς, η βυζαντινή καστροπολιτεία της Πελοποννήσου που ιδρύθηκε στα μέσα του 13ου αιώνα βρίσκεται 6 χλμ. ΒΔ της Σπάρτης και, αν και ερειπωμένη σήμερα, στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δυο αιώνες, με τα ερείπιά της να αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού της ύστερης Βυζαντινής περιόδου. Είναι χτισμένη και διαμορφωμένη πολεοδομικά σύμφωνα με τον κλασικό τρόπο των οχυρωμένων μεσαιωνικών πόλεων, σε τρεις ζώνες, που η καθεμιά περιτριγυρίζεται από τείχη ενισχυμένα με πύργους και βαριές καστρόπορτες. Έτσι έχουμε το κάστρο στην κορυφή του λόφου του Μυστρά, που ήταν και το πρώτο κτίσμα στην περιοχή. Στη συνέχεια αναπτύχθηκε η Πάνω Χώρα ή Μεσοχώρα, με τα παλάτια των δεσποτών και τα αρχοντικά της αριστοκρατίας της πόλης, στο πλάτωμα που υπάρχει κάτω από την κορυφή. Καθώς ο πληθυσμός αυξανόταν ραγδαία, δημιουργήθηκε η μεσοαστική συνοικία της Κάτω Χώρας και τέλος, ο μικρός οικισμός της Έξω Χώρας, έξω από το τείχος, που ήταν χρονικά και η τελευταία συνοικία της πόλης. Στην περίοδο της μεγάλης του ακμής ο Μυστράς αριθμούσε 45.000 κατοίκους. Σήμερα μόνο με τα μάτια της ψυχής ο επισκέπτης μπορεί να ζήσει το παλιό μεγαλείο της καστροπολιτείας καθώς θα περπατάει στα έρημα λιθόστρωτα, κάτω από τα «διαβατικά» (τις καμάρες πάνω από τους δρόμους) ανάμεσα στα ερείπια των σπιτιών και των αρχοντικών. Μόνον οι πανέμορφες εκκλησιές του Μυστρά στέκονται καλοδιατηρημένες για να θυμίζουν εκείνες της μέρες της δόξας. Η νεκρή πολιτεία έχει τη μοναδική ικανότητα να ζωντανεύει στο κάθε βήμα και να δημιουργεί μια ατμόσφαιρα σχεδόν μυστηριακή, όπου θρύλοι και γεγονότα γίνονται ένα με θαυμαστό τρόπο. «Το μυστικό του Μυστρά είναι η σιωπή», έχει γράψει πολύ εύστοχα ένας από τους μελετητές του. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Μπαρός είπε όταν τον αντίκρισε: «...Μόνον ο Μυστράς γεμίζει τη ψυχή μου με ποίηση...», ή το ότι ο Γκαίτε τοποθετεί ένα τμήμα του δεύτερου μέρους του Φάουστ εκεί! Όσο για τη λαϊκή μούσα, αυτή τραγούδησε το κάστρο του και το χαρακτήρισε «δρακόχτιστο», «δρακοθεμελιωμένο» ή «...του Μυζηθρά το κάστρο, το ωριόκαστρο». Όλα ξεκίνησαν στα μέσα του 13ου αιώνα, μετά την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Πελοποννήσου από τους Φράγκους. Το κάστρο του Μυστρά ιδρύθηκε από τον Γουλιέλμο Βιλεαρδουίνο Β', τον Φράγκο άρχοντα του Μορέως, που αφού κυρίευσε (1248) το δυσπόρθητο κάστρο της Μονεμβασιάς, για να έχει κάτω από την εξουσία του τους κατοίκους της Μάνης και της Λακεδαίμονος, ίδρυσε στη Μάνη τα φρούρια του Λεύκτρου και της Μεγάλης Μάνης. Ήταν το 1249, όταν το έμπειρο μάτι του Βιλεαρδουίνου, ξεχώρισε στην ανατολική πλευρά του Ταΰγετου το φυσικό οχυρό λόφο του Μυζηθρά που δέσποζε πάνω από τον κάμπο της μεσαιωνικής Σπάρτης, που τότε λεγόταν «Λακεδαιμονία». Βρισκόταν στο κέντρο μιας περιοχής που για αιώνες μαστιζόταν απ’ τις επιδρομές δύο ανυπότακτων φυλών, των Ελλήνων Τσακώνων του Πάρνωνα και των Σλάβων Μηλίγγων του Ταΰγετου. Σύμφωνα με το Χρονικό του Μορέως, διάλεξε να χτίσει ένα ισχυρό κάστρο στην κορυφή του παράξενου και απότομου αυτού λόφου (620 μ. ύψος): «Κι όσον εγύρεψε καλά τα μέρη εκείνα όλα, Ηύρε βουνί παράξενον, απόκομμα εις όρος Απάνω της Λακεδαιμονίας κανένα μίλι πλέον Διατί του άρεσεν πολλά να ποιήσει δυναμάριν. Ώρισε άνω εις το βουνί κι εχτίσαν ένα κάστρον, Και Μυζηθράν τ’ ωνόμασε, διατί το έκραζαν ούτως Λαμπρόν κάστρον έποικεν και μέγα δυναμάριν...». Η ετυμολογία του τοπωνυμίου είναι ακόμα ασαφής και προήλθε είτε από το σχήμα του λόφου, που μοιάζει με το σχήμα του ομώνυμου τυριού ή κατά άλλους, από το όνομα κάποιου παλαιότερου ιδιοκτήτη της περιοχής. Υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή για την προέλευση του ονόματος, πολύ πιο «ποιητική», αλλά που κινείται στα όρια του θρύλου και της λαϊκής φαντασίας. Σύμφωνα με αυτή, η ονομασία προέρχεται από ένα γεγονός κατά τη διάρκεια μιας πολιορκίας, όταν η ιδέα ενός σοφού γέροντα έσωσε το κάστρο. Τα τρόφιμα μέσα στα τείχη είχαν σχεδόν τελειώσει και η παράδοση των πολιορκημένων ήταν πια θέμα χρόνου. Τότε ο σοφός γέροντας της ιστορίας μας σκέφτηκε κάτι που τελικά αποδείχθηκε σωτήριο. Ζήτησε από τις μητέρες, που είχαν νεογέννητα μωρά, να μαζέψουν το γάλα τους και να του το πάνε. Με αυτό έφτιαξε μερικά «κεφάλια» μυζήθρας και τα κρέμασε στις επάλξεις του κάστρου για να ξεραθούν. Οι πολιορκητές, σίγουροι ότι τα τρόφιμα των κλεισμένων στα τείχη είχαν τελειώσει, βλέποντας τα τυριά στις επάλξεις δεν πίστευαν στα μάτια τους. Νομίζοντας ότι οι πολιορκημένοι είχαν ακόμα μεγάλες ποσότητες τροφίμων και θα άντεχαν για μεγάλο χρονικό διάστημα, απελπίστηκαν, έλυσαν την πολιορκία και έφυγαν. Το κάστρο σώθηκε και από τις μυζήθρες εκείνες τις φτιαγμένες από ανθρώπινο γάλα, πήρε το όνομά του, κάστρο του Μυζηθρά, που στη συνέχεια έγινε κάστρο του Μυστρά, ονομασία που έφτασε στις μέρες μας. Δέκα χρόνια μετά (1259) ο Βιλεαρδουίνος αιχμαλωτίστηκε από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ Παλαιολόγο στην καταστροφική για τους Φράγκους μάχη της Πελαγονίας. Για να απελευθερώσουν τον αρχηγό τους από τους Βυζαντινούς, οι Φράγκοι αναγκάστηκαν να προσφέρουν ως αντάλλαγμα στον αυτοκράτορα όλη τη Λακωνία με τα κάστρα της Μονεμβασίας, της Μάνης του Λεύκτρου και αυτό του Μυστρά. Έτσι από το 1262 ο Μυστράς, χάρη στην οχυρή και απρόσιτη θέση του, έγινε η έδρα Βυζαντινού στρατηγού, του «σεβαστοκράτορα», που έφερε το τίτλο «κεφαλή» και είχε ετήσια θητεία. Η χρονολογία αυτή σηματοδότησε την έναρξη της κύριας περιόδου στην ιστορία του Μυστρά, που διήρκεσε περίπου δύο αιώνες.
Οι κάτοικοι της γειτονικής Λακεδαίμονος (Σπάρτη), μετά την ήττα Βυζαντινών από τους Φράγκους στο Μακρυπλάγι (1264), κοντά στη Μεγαλόπολη, αναζήτησαν μεγαλύτερη ασφάλεια και προστασία, και αποφάσισαν να εγκατασταθούν στην πλαγιά του Μυστρά και γύρω από το κάστρο, για να εξασφαλίσουν την προστασία του στρατηγού. Από τότε λοιπόν η Σπάρτη, που ήταν «χώρα μεγάλη με πύργους και με τείχη» ισχυρά, σύμφωνα με το «Χρονικό του Μορέως», εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της και δημιουργείται η Πάνω Χώρα, που οχυρώθηκε με ισχυρό τείχος. Πολύ γρήγορα, καθώς όλο και πιο πολλοί κάτοικοι έρχονταν στο Μυστρά, δημιουργήθηκε έξω από τα τείχη μια νέα συνοικία, αυτή της Κάτω Χώρας, η οποία λίγο αργότερα περιτειχίστηκε με ένα δεύτερο τείχος, σύμφωνα με το συνηθισμένο πολεοδομικό σχεδιασμό της εποχής. Οι Φράγκοι δεν μπόρεσαν πια να βάλουν πόδι στο κάστρο του Μυστρά, που στο μεταξύ έγινε το κέντρο του ελληνισμού στην Πελοπόννησο κι έδρα στρατηγού, ιδιαίτερα μετά την άνοδο στον αυτοκρατορικό θρόνο του Ανδρόνικου Β' (1282-1328). Έτσι δημιουργήθηκε η πόλη του Μυστρά, που μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα απέκτησε λαμπρότητα ισάξια με αυτή της πρωτεύουσας του Βυζαντίου. Τότε (1295-1300), ο Μέγα Πρωτοσύγκελος Παχώμιος ιδρύει στους πρόποδες του βουνού τη μονή των Αγίων Θεοδώρων και τη μονή της Παναγίας «Οδηγήτριας» του Βροντοχίου (1310) και ταυτόχρονα ο μητροπολίτης Λακεδαιμονίας και πρόεδρος Κρήτης Νικηφόρος Μοσχόπουλος μεταφέρει την έδρα του από την ερημωμένη πια Σπάρτη στο Μυστρά, όπου με τον αδελφό του Ααρών ιδρύει τον καθεδρικό ναό του Αγίου Δημητρίου και το μητροπολιτικό μέγαρο. Στην πρώτη περίοδο (1308-48), οι στρατηγοί εξελίχθηκαν σε μόνιμους διοικητές, όπως ο Καντακουζηνός, εγγονός του Μιχαήλ Καντακουζηνού και πατέρας του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού, ο οποίος παρέμεινε στο Μυστρά επί 8 χρόνια (1308-16) και σκοτώθηκε πιθανώς σε μάχη κατά των Φράγκων. Τον διαδέχθηκε ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος-Ασάν, γιος του άλλοτε βασιλιά της Βουλγαρίας, Ιωάννη Ασάν, που επανειλημμένα νίκησε τους Φράγκους και τους περιόρισε στη δυτική Πελοπόννησο. Αργότερα, το 1321, ανακλήθηκε στο Βυζάντιο και αντικαταστάθηκε από τον Ιωάννη Καντακουζηνό, τον κατόπιν αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ', που όμως δε φαίνεται να κατέβηκε στην Πελοπόννησο, που ήταν ασφαλής, λόγω της μεγάλης παρακμής των Φράγκων από την εποχή εκείνη και μετέπειτα. Λίγο αργότερα, στα μέσα του 14ου αιώνα, καταργήθηκε το σύστημα της διοίκησης της Πελοποννήσου με τους στρατηγούς, αμέσως μετά την άνοδο στην εξουσία του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού, και αποφάσισε να μεταφέρει τη διοίκηση της περιοχής από τη Μονεμβασία στο Μυστρά, που γίνεται η πρωτεύουσα της Πελοποννήσου. Δημιουργείται νέος διοικητικός θεσμός, το Δεσποτάτο του Μορέως, υπό την άμεση εξουσία της Κωνσταντινούπολης, στο οποίο υπαγόταν όλη η Πελοπόννησος και το οποίο αποτέλεσε το προπύργιο του ελληνισμού στα φύλα που βρίσκονταν στην περιοχή (Σλάβοι, Φράγκοι, Αρβανίτες). Οι στρατηγοί έγιναν ισόβιοι άρχοντες με τον τίτλο «Δεσπότης» και στη θέση αυτή οριζόταν ο δευτερότοκος γιος του εκάστοτε Βυζαντινού αυτοκράτορα, γεγονός που πρόσθεσε ιδιαίτερη αίγλη στο θεσμό. Στην αρχή το Μυστρά διοικούσε η δυναστεία των Καντακουζηνών (1348-83). Πρώτος δεσπότης διετέλεσε ο Μανουήλ (1348-80), δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού. Ο Μανουήλ με τη σύνεσή του κατόρθωσε να υποτάξει τους πειρατές, τους Έλληνες τοπάρχες και τους Φράγκους και να επιφέρει ειρήνη κι ευημερία στην περιοχή του Μυστρά, ενώ έκτισε ναούς και παλάτια. Μετά την παραίτηση του πατέρα του από το θρόνο, οι φύλαρχοι της Πελοποννήσου εξεγέρθηκαν (1355) και ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε' Παλαιολόγος έστειλε τους γιους του Ισαακίου, Ασάν, Μιχαήλ και Ανδρέα, για να εκδιώξουν τον Μανουήλ, που αν και κατέφυγε στη Μονεμβασία, αντιμετώπισε τις αυτοκρατορικές δυνάμεις και τελικά παρέμεινε Δεσπότης του Μυστρά. Μετά το θάνατό του, τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος αδελφός του, Ματθαίος, ο οποίος ήρθε στο Μυστρά με τον έκπτωτο αυτοκράτορα πατέρα του και κυβέρνησε το Δεσποτάτο με σύνεση (1380-83). Μετά το θάνατό τους, ανέλαβε την εξουσία του Δεσποτάτου ο γιος του Ματθαίου, Δημήτριος (1383), που θέλοντας να διακόψει κάθε δεσμό με την Κωνσταντινούπολη και να γίνει ανεξάρτητος, προκάλεσε την άμεση οργή των Παλαιολόγων, που τον έδιωξαν και πήραν την άμεση διακυβέρνηση της ελληνικής ηγεμονίας του Μυστρά. Έτσι, μετά το 1383 αρχίζει μια νέα σειρά δεσποτών του Μυστρά, που ανήκε στη δυναστεία των Παλαιολόγων και συνέχισε την εξουσία της μέχρι την κατάλυση του Βυζαντίου από τους Τούρκους και μάλιστα παρέτεινε τη ζωή της και πέρα από αυτή για μερικά χρόνια (1460).
Όταν ανέλαβαν οι Παλαιολόγοι την άμεση εξουσία του Δεσποτάτου του Μυστρά, η Πελοπόννησος βρισκόταν σε επαναστατική κατάσταση. Επειδή, αν και οι Φράγκοι είχαν εκμηδενιστεί και παρέμεναν περιορισμένοι στα δυτικά της Πελοποννήσου (Μεσσηνία, Ηλεία, Αχαΐα), είχαν εμφανιστεί νέοι επιδρομείς στη χώρα, οι Καταλανοί, οι Ναβαρραίοι και ήρθαν τότε οι Φλωρεντινοί Ατσαγιόλες και οι Ιωαννίτες ιππότες της Ρόδου, που διεκδικούσαν και αυτοί τη χερσόνησο, ενώ οι Βενετοί κατείχαν το Ναύπλιο, τη Μεθώνη και την Κορώνη. Παράλληλα οι Τούρκοι έκαναν πειρατικές επιδρομές στα παράλια και οι Αρβανίτες είχαν αρχίσει να μετοικούν στο εσωτερικό της Πελοποννήσου και να γίνονται απειλητικοί και προς τους ηγεμόνες και προς τους ντόπιους κατοίκους. Τέλος και οι Έλληνες φύλαρχοι δεν υπάκουαν σε καμιά νόμιμη αρχή. Η κάθοδος των αρβανίτικων φύλων στον ελλαδικό χώρο ξεκινά στα τέλη του 13ου αιώνα και σταματάει περίπου το 1600, έχοντας ως αρχική κοιτίδα την περιοχή Άρβανον στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, στην κεντρική περιοχή της Αλβανίας και ως τόπο αρχικής εγκατάστασης την Θεσσαλία γύρω στο 1325.  Έχοντας εγκατασταθεί στην κοιλάδα του Σπερχειού από το 1380-81, οι Αρβανίτες παίρνουν άδεια από τον βασιλιά Πέτρο Δ΄ της Αραγωνίας να εγκατασταθούν στο καταλανικό Δουκάτο των Αθηνών το 1382, για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας του δουκάτου απέναντι στις ξένες επιδρομές. Οι βυζαντινές πηγές αναφέρουν την εμφάνιση 10.000 Αρβανιτών στον Ισθμό της Κορίνθου το 1404-05, των οποίων την εγκατάσταση στο Δεσποτάτο του Μυστρά επέτρεψε ο δεσπότης Θεόδωρος Παλαιολόγος, παρά την καχυποψία των συμβούλων του. Ο πληθυσμός προερχόταν από την Θεσσαλία, μετά την κατάληψή της από τους Τούρκους το 1393. Περί το 1425, οι Βενετοί με υποσχέσεις για φοροαπαλλακτικά μέτρα προσελκύουν αρβανίτικους πληθυσμούς στη νότια Εύβοια που παρουσίαζε δημογραφική πτώση εξαιτίας της πανώλης, η θέση της οποίας ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή αφού γειτνίαζε με την ηπειρωτική Ελλάδα. Οι αρβανίτικες φατρίες ήταν και έμειναν πιστές στην Ελληνική Ορθοδοξία, ένα μέρος τους όμως ασπάστηκαν το Ισλάμ. Οι Αρβανίτες υπηρετούσαν στο Βυζαντινό στρατό και η Δυναστεία των Παλαιολόγων τους χρησιμοποίησε συχνά σε πολλές στρατιωτικές εκστρατείες. Σε μια περίπτωση, 6.000 Αρβανίτες από την Γλαρέντζα εστάλησαν στο πεδίο μάχης. Στα μέσα του 1454, ένας ηγέτης που ονομαζόταν Πέτρος Μπούας είχε περίπου 30.000 Αρβανίτες υπό την εντολή του. Οι Βενετοί μίσθωσαν πολυάριθμους Αρβανίτες για να υπηρετήσουν ως Stradioti. Με βάση τους υπολογισμούς ενός Γάλλου αυτόπτη μάρτυρα, του Philippe de Commines (1447 - 1511), οι Αρβανίτες επιτήρησαν τις βενετικές περιοχές όπως το Ναύπλιο ,ως πεζοί και έφιπποι. Λόγω της ελληνορθοδοξίας, χαρακτήριζαν τους Αρβανίτες ως Έλληνες. Πρώτος δεσπότης του Μυστρά αναδείχθηκε ο Θεόδωρος Α'(1383-1407), γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου, ο οποίος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από το λαό, που έλπιζε ότι αυτός θα επαναφέρει την τάξη και την ευημερία στη χώρα. Η νέα δυναστεία κατόρθωσε με νικηφόρες επιχειρήσεις να επεκτείνει την εξουσία της σχεδόν σε όλη την Πελοπόννησο. Ο Θεόδωρος πολέμησε κατά των Φράγκων και συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους, όπως και κατά των Ναβαρραίων, ακόμα και κατά των Ελλήνων φυλάρχων, φτιάχνοντας μόνιμο στρατό από Αρβανίτες, που τον εποικισμό τους ευνόησε στην Πελοπόννησο. Αλλά, όταν οι Τούρκοι επιτέθηκαν το 1397 κατά του Μορέως και κατέστρεψαν το Άργος, φτάνοντας μέχρι τη Μεσσηνία, ο Θεόδωρος Α' μάταια προσπάθησε να τους αντιμετωπίσει. Μπροστά στην απειλή νέας επιδρομής και απελπισμένος από την αναρχία και τη γενική αναστάτωση της Πελοποννήσου, ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τους Ιωαννίτες ιππότες, προς τους οποίους παραχώρησε μεγάλο τμήμα της χώρας μαζί με το Μυστρά και αποσύρθηκε στη Μονεμβάσια. Όταν όμως οι Ιωαννίτες ιππότες ήρθαν για να καταλάβουν το Μυστρά (1400), ο πληθυσμός της πόλης εξεγέρθηκε εναντίον τους και τους έδιωξε και ο Έλληνας μητροπολίτης ανακηρύχθηκε από το λαό προσωρινός κυβερνήτης. Κατόπιν, η συμφωνία με τους Ιωαννίτες ιππότες ακυρώθηκε και ο Θεόδωρος συμφιλιώθηκε με τους υπηκόους του στο Μυστρά. Πέθανε στο Μυστρά, αφού είχε γίνει μοναχός στο τέλος της ζωής του και θάφτηκε στη μονή της Οδηγήτριας του Βροντοχίου (1407). Στο μεταξύ όμως ήρθε η πανωλεθρία του Οθωμανού σουλτάνου Βαγιαζήτ στην Άγκυρα από τον Ταμερλάνο (1402) και ο βίος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και του Δεσποτάτου του Μυστρά παρατάθηκε για 50 ακόμα χρόνια. Παρά τους σοβαρούς κινδύνους από το εξωτερικό και την τουρκική απειλή, ο Μυστράς παρέμεινε πολιτιστικό, θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής, ονομαστό σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Πίσω από τα τείχη του αναγεννήθηκαν κυριολεκτικά οι τέχνες και τα γράμματα, καθώς πλήθος σοφών, καλλιτεχνών και λογίων άφηναν την Κωνσταντινούπολη για να εγκατασταθούν στην Αυλή του δεσπότη. Πιο γνωστός από αυτούς ήταν ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, η πιο χαρακτηριστική μορφή της περιόδου. Στο Μυστρά ίδρυσε τη περίφημη φιλοσοφική σχολή του, στις αρχές του 15ου αιώνα, στην οποία φοίτησαν πολλές φυσιογνωμίες της εποχής, ενώ ο ίδιος παρέμεινε στη βυζαντινή καστροπολιτεία ως το θάνατό του (1442). Τον Θεόδωρο Α' διαδέχτηκε ο ανιψιός του Θεόδωρος Β' (1407-43), δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β'. Ο νέος δεσπότης, που ήρθε στο Μυστρά με συνοδεία από πολλούς Βυζαντινούς άρχοντες, με πρώτο το ναύαρχο Μανουήλ Φραγκόπουλο, διευθέτησε τις διενέξεις, τακτοποίησε τα πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα και κατασκεύασε το τείχος Εξαμίλιον στον Ισθμό της Κορίνθου. Στις ημέρες του (1423), οι Τούρκοι, αφού κατέλαβαν μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου, έφτασαν μέχρι το Μυστρά και εξανάγκασαν το Θεόδωρο να γίνει φόρου υποτελής του σουλτάνου. Τελικά το 1443 ο Θεόδωρος Β' παραχώρησε το Δεσποτάτο του Μυστρά στο νεώτερο αδελφό του, Κωνσταντίνο Δραγάτση Παλαιολόγο (1443-49), δεσπότη του δεύτερου ελληνικού δεσποτάτου στην Πελοπόννησο κι έτσι απέμεινε στο Μυστρά ως δεσπότης ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, έχοντας στην εξουσία του τη Λακωνία, τη Μεσσηνία, την Κόρινθο, την Ηλεία και την Πάτρα. Υπό τη συνετή και γενναία διοίκησή του ο Μυστράς γνώρισε την τελευταία περίοδο της δόξας του. Έφτιαξε και πάλι στην Κόρινθο το τείχος του Εξαμιλίου. Τελικά τον Οκτώβριο του 1443 ανέλαβε δεσπότης του Μυστρά. Ως φιλενωτικός είχε και την εκτίμηση της Ρώμης. Αφιερώθηκε με ζήλο στη διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωση του δεσποτάτου, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Πελοποννήσου έναντι της τουρκικής απειλής. Οικοδόμησε τα τείχη του Εξαμιλίου στον Ισθμό της Πελοποννήσου και επέκτεινε το δεσποτάτο του κατακτώντας τη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Πέρασε τον ποταμό Σπερχειο και κατέκτησε την Θεσσαλίας. Ήθελε να προχωρήσει Βόρεια στην Μακεδονία και την Ηπειρο και να ενωθεί με τον βασιλιά Γεωργιο Καστριωτη Σκεντερμπεη της Αλβανίας που πολεμούσε τους Τούρκους. Όμως ο Σουλτάνος Μουράτ Β΄ οργάνωσε μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον του. Οι Τούρκοι το πέρασαν το Εξαμιλιο (1446) κι έφτασαν μέχρι την Πάτρα, παίρνοντας αιχμαλώτους και αναρίθμητα λάφυρα. Λόγω του γεγονότος αυτού, ο Κωνσταντίνος κι ο αδελφός του Θωμάς αναγκάστηκαν να υποταχθούν και πάλι στο Σουλτάνο Μουράτ Β', στον οποίον έγιναν οριστικά υποτελείς. Όταν το 1448 πέθανε ο Ιωάννης Η', ο δεσπότης Κωνσταντίνος κρίθηκε ως η μόνη σωτηρία του γένους. Στις 6 Ιανουαρίου 1449 στέφεται αυτοκράτορας στον Άγιο Δημήτριο, τη μητρόπολη του Μυστρά, κι από εκεί ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη, όπου έμελλε να εκπληρώσει με ηρωισμό τον τραγικό ρόλο του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Το Δεσποτάτο του Μυστρά περιήλθε από το 1449 στον ανίκανο αδελφό του Δημήτριο. Η διάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν επέφερε και την κατάργηση της εξουσίας των δεσποτών στην Πελοπόννησο, έδωσε την ευκαιρία στους Αρβανίτες του Μορέα να επαναστατήσουν και να λεηλατήσουν την πόλη του Μυστρά. Η επανάσταση σταμάτησε με τη βοήθεια των Τούρκων, τους οποίους τα αδέλφια Θωμάς και Δημήτριος είχαν καλέσει στην Πελοπόννησο. Στη συνέχεια τα δυο αδέλφια ήρθαν επανειλημμένα σε σύγκρουση μεταξύ τους. Και τη πρώτη φορά (1458), όταν κατέβηκε ο Μωάμεθ Β', αρκέστηκε να λεηλατήσει τη χώρα και να αιχμαλωτίσει χιλιάδες Έλληνες, τη δεύτερη όμως φορά (1460) επιτέθηκε κατά του Μυστρά. Η ζωή του Μυστρά και του Δεσποτάτου του Μορέως έληξε στις 30 Μαΐου 1460, καθώς ο Δημήτριος, ο ανίκανος αδελφός του Κωνσταντίνου, όχι μόνον παρέδωσε αμαχητί την πόλη και το απόρθητο κάστρο στους Τούρκους, αλλά και η κόρη του Ελένη παντρεύτηκε οικειοθελώς το Μωάμεθ τον Πορθητή και τον ακολουθεί στην Κωνσταντινούπολη. Συγχρόνως εξαναγκάζει τον αδελφό του, Θωμά, να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο και να τεθεί υπό την προστασία του Πάπα. Έτσι, μετά το 1460 εκλείπει και το τελευταίο ίχνος ελληνικής εξουσίας στην Πελοπόννησο με την κατάλυση του Δεσποτάτου του Μυστρά και αρχίζει και η παρακμή της πολιτείας. Την περίοδο της τουρκοκρατίας στο Μορέα και την κατάλυση του Δεσποτάτου του Μυστρά εγκαινιάζει μακρός Τουρκο-βενετικός πόλεμος, στη διάρκεια του οποίου πολλές πόλεις κυριεύτηκαν από τους Βενετούς, αλλά καταλήφθηκαν και πάλι από τους Τούρκους. Το 1464 ο αυθέντης του Ρίμινι, Σιγκισμόντο Μαλατέστα μαζί με Ιταλους θαυμαστές του Πληθωνα επιτέθηκε κατά του Μυστρά ανεπιτυχώς. Τελικά κατόρθωσε να κυριεύσει και να λεηλατήσει μόνο την πόλη και όχι το κάστρο, ενώ κατά την αποχώρησή του μετέφερε στο Ρίμινι τα οστά του Γεμιστού στο Ρίμινι, που τα ενταφίασε με τιμές στην εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου, στο Ναό των Μαλατέστα (Tempio Malatestiano) στο Ρίμινι όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα, «για να βρίσκεται ο μεγάλος διδάσκαλος μεταξύ ελευθέρων ανθρώπων».
Πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αρβανίτες

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Γεώργιος_Γεμιστός_ή_Πλήθων

http://history-pages.blogspot.gr/2009/02/blog-post.html

https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κωνσταντίνος_ΙΑ΄_Παλαιολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου