Ο Νεοπλατωνισμός αποτέλεσε την τελευταία αναλαμπή του Αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας. Ιδρυτής του Νεοπλατωνισμού είναι πρακτικά ο Πλωτίνος, αλλά ουσιαστικά ήταν ο δάσκαλος του ο Αμμώνιος Σακκάς, ο οποίος έζησε περίπου το 175 μ.χ έως το 242 μ.Χ, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το 193 μ.χ ιδρύει και διδάσκει τον Νεοπλατωνισμό ή Εκλεκτισμό. Ο Αμμώνιος (έτος γενν. Ι75 μ.Χ.) δεν έγραψε όπως και ο Σωκράτης, απολύτως τίποτα η ζωή και η διδασκαλία του περιβάλλονται για τον λόγο αυτό από πυκνό μυστήριο. Οπως μας αναφέρει ο Πορφύριος μετέπειτα μαθητής του Πλωτίνου, οι ίδιοι οι μαθητές του Βρέννιος, Ωριγένης και Πλωτίνος είχαν συμφωνήσει να μην αποκαλύψουν τίποτα για τις διδαχές του. Οι λιγοστές σωζόμενες μαρτυρίες για τον Αμμώνιο περιορίζονται κυρίως στους: Νεμέσιο, Περί φύσεως ανθρώπου και Ιεροκλή, Περί προνοίας, όπως αναφέρεται από τον Φώτιο. Για την Νεοπλατωνική σχολή του Αμμωνίου, το Εν βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας όλων των όντων. Είναι άρρητο, διότι τα μόνα πράγματα που μπορούν να αντιληφθούμε είναι αυτά που συνιστούν αποτελέσματα κάποιων αιτίων. Το Εν είναι απολύτως αναίτιο και δεν γίνεται γνωστό ούτε μέσω της καταφατικής, ούτε μέσω της αποφατικής θεολογίας. Ως προς την ύπαρξη του Ενός δεν είναι δυνατό να έχουμε αποδείξεις, αλλά μόνο ενδείξεις. Από το Εν παράγονται η νοητή Μονάς και η νοητή Δυάς. Η Μονάς είναι η μεταφυσική αρχή της ενότητας, της συνέχειας, της ομοιότητας και της ταυτότητας στο σύμπαν. Αντίθετα, η Δυάς είναι η μεταφυσική αρχή της διαίρεσης, της ετερότητας και του πλήθους στο σύμπαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Δυάς είναι και η μεταφυσική αρχή του κακού. Τέτοια αρχή δεν υπάρχει, διότι ως κακό ορίζεται η εκούσια απομάκρυνση κάποιου ανθρώπου από το αγαθό, το οποίο του είναι γνωστό εκ των προτέρων, αφού διαθέτει κοινές έννοιες δοσμένες από το Δημιουργό. Αμέσως μετά ιεραρχικά ακολουθούν ένα πλήθος κατώτερων Θεοτήτων. O Δημιουργός δεν ανήκει στα εμπειρικά δεδομένα, ούτε γίνεται αντικείμενο παρατήρησης, εν τούτοις είναι δυνατό να γίνει αντιληπτός ως ένα βαθμό, από τον άνθρωπο, δια μέσω των ομοιοτήτων μεταξύ του αισθητού και του νοητού κόσμου. Η τάξη που διέπει το σύμπαν δίνει μια ιδέα για την ύπαρξη του Δημιουργού, που είναι υπεύθυνος γι' αυτήν την τάξη. Στην ουσία, όμως η γνήσια επαφή με το Δημιουργό συντελείται με την ενόραση. Αυτή εξασφαλίζει μια μυστική ένωση με το Δημιουργό, η οποία δεν είναι γνώση με την κυριολεκτική σημασία του όρου. Κυριότεροι των Νεο-Πλατωνιστών ήταν οι: Πλωτίνος, Πορφύριος, Ιάμβλιχος, Ωριγένης, Πλούταρχος ο Αθηναίος, Πρόκλος, Μαρίνος, Ισίδωρος, Στοβαίος, Δαμάσκιος, Σιμπλίκιος, Σαλλούστιος, Θέων ο Αλεξανδρεύς, Υπατία, Συνέσιος, Ιεροκλής, Λογγίνος. Ο Νεοπλατωνισμός επηρέασε την Βυζαντινή σκέψη μέσω του Διονυσίου Αρεοπαγίτη και του Μιχαήλ Ψελλού, γονιμοποίησε τη μεσαιωνική σκέψη μέσω του Αγίου Αυγουστίνου, ενώ επηρέασε και την Ισλαμική φιλοσοφία με την έλευση των Αράβων. Γενικεύοντας (μιας και οι Νεοπλατωνικοί διαφοροποιούνταν μεταξύ τους) θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κάποια γενικά χαρακτηριστικά της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Υπάρχει μια πολλαπλότητα σε κοσμικό επίπεδο, η οποία ακολουθεί μία ιεραρχία, όπου τo κάθε επίπεδο εκπορεύεται από το ανώτερό του. Η τελευταία και χαμηλότερη βαθμίδα περιλαμβάνει τον φυσικό κόσμο, ο οποίος υπάρχει στον χρόνο και στον χώρο και είναι αντιληπτός δια των αισθήσεων. Το ύψιστο επίπεδο του όντος, και μέσω αυτού οτιδήποτε αισθητό υπάρχει, απορρέει από την έσχατη αρχή, που είναι απόλυτα απελευθερωμένη από προσδιορισμούς και περιορισμούς, και υπερβαίνει εντελώς κάθε νοητή πραγματικότητα. Επειδή δεν έχει περιορισμούς, δεν έχει χαρακτηριστικά γνωρίσματα ή προσδιορισμούς είναι άρρητο, μπορεί να ονομαστεί κατ’ υπέρβαση ως «Εν», ή «Αγαθόν» ως πηγή κάθε τελειότητας. Εφόσον η ανώτατη αυτή αρχή είναι εντελώς απλή και απροσδιόριστη (ή στερείται ιδιαζόντων χαρακτηριστικών), η γνώση του ανθρώπου μπορεί να επιτευχθεί μόνον εάν υψώσει κανείς το πνεύμα του σε μια άμεση ένωση μαζί της, που δεν μπορεί κανείς να την φανταστεί ή να την περιγράψει. Ο Νεοπλατωνισμός θέλησε να αναδείξει την υπέρτατη αρετή, την οποία αντιπροσωπεύουν άνθρωποι που θεωρήθηκε ότι διέθεταν εξαιρετική ωριμότητα και θεωρητική διαύγεια. Παρά όλα αυτά, συνδύαζαν εκτός από τη διδασκαλία, υπερφυσικά χαρίσματα, όπως την πρόβλεψη του μέλλοντος, διαίσθηση, αιώρηση, μαγικές επικλήσεις και επωδές. Προσχώρησαν στον πανθεϊσμό και συνέχισαν το παγανιστικό ιδεώδες, αν και αποδέχονται όλοι την προτεραιότητα της μία και μόνης, έστω απροσδιόριστης, πρώτης αρχής του παντός. Από αυτήν την αρχή απορρέει το σύνολο του υπαρκτού σύμφωνα με τις διαβαθμίσεις των υποστάσεων, που μετέχουν, λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα με τη μακρινή ή κοντινή απόσταση τους, στην αρχή δηλαδή στο Αγαθό, τον Θεό ή το Εν. Η προσέγγιση του τελευταίου προϋποθέτει μία λογική προετοιμασία και ένα είδος ενατένισης, που ομοιάζει με την εισχώρηση κατά τις μυστηριακές τελετές, στα άδυτα των αδύτων (Unio Mystica). Ακολουθεί κατάλογος των εννέα (9) τελευταίων φιλοσόφων την φιλοσοφικής σχολής.
1) ΠΡΟΚΛΟΣ : Ο Πρόκλος ο Λύκιος ή Πρόκλος ο Διάδοχος (Κωνσταντινούπολη, 412 - Αθήνα, 485) ήταν νεοπλατωνικός φιλόσοφος, ένας από τους τελευταίους, σημαντικότερους κλασικούς φιλοσόφους. Πρότεινε ένα από τα πιο ανεπτυγμένα συστήματα του νεοπλατωνισμού και επηρέασε σημαντικά την μετέπειτα δυτική φιλοσοφία καθώς και την ισλαμική σχολή σκέψης. Από το 450 μέχρι τον θάνατό του διηύθυνε την Ακαδημία Πλάτωνος. Στην Παλατινή Ανθολογία σώζεται το επίγραμμα του τάφου του: " Ο Πρόκλος, εγώ που γεννήθηκα με καταγωγή από τη Λυκία, τον οποίο ο Συριανός εδώ ανέθρεψε με τη διδασκαλία του ως διάδοχό του, και των δυο τα σώματα δέχτηκε αυτός ο τάφος, είθε δε και οι ψυχές να βρεθούν στον ίδιο χώρο." Ο Συριανός ήταν ο δάσκαλός του και διευθυντής της Ακαδημίας του Πλάτωνα. Ο Πρόκλος ανέλαβε τη διεύθυνση της Ακαδημίας μετά τον Συριανό. Ο πατέρας του Πρόκλου ήταν πατρίκιος. Η καταγωγή του ήταν από τη Λυκία. Ο Πρόκλος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 6 Φεβρουαρίου 412, όπως προκύπτει από ωροσκόπιο που γράφτηκε από τον μαθητή του Μαρίνο το Νεαπολίτη, αλλά μεγάλωσε στην Ξάνθο. Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια ρητορική, φιλοσοφία και μαθηματικά με την πρόθεση να ακολουθήσει δικαστική σταδιοδρομία όπως ο πατέρας του. Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εκεί άρχισε να εργάζεται ως δικηγόρος, αλλά ανακάλυψε ότι προτιμά τη φιλοσοφία και επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, όπου άρχισε να μελετά τον Αριστοτέλη με δάσκαλο τον Ολυμπιόδωρο. Το κύριο μαθηματικό έργο του Πρόκλου είναι τα "Σχόλια στο 1ο Βιβλίο των Στοιχείων του Ευκλείδη". Εκεί, πέραν των εκτεταμένων σχολίων (700 σελίδες), παραθέτει στην εισαγωγή ένα ιστορικό σημείωμα των αρχαίων Ελληνικών μαθηματικών. Ξεκινώντας από την εποχή του Θαλή φτάνει μέχρι την εποχή του Ευκλείδη, διατρέχοντας μια χρονική περίοδο περίπου τριακοσίων ετών, και αναφέρει 24 γεωμέτρες καθώς και τη συμβολή κάθε ενός στη γεωμετρία. Αυτό είναι το πληρέστερο ιστορικό σημείωμα που σώζεται και τα στοιχεία του έχουν αντληθεί από την "Ιστορία της Γεωμετρίας" του Ευδήμου.
2) ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ : Ο Ιάμβλιχος (245 - 325) ήταν Σύρος νεοπλατωνικός φιλόσοφος, αραβικής καταγωγής, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατεύθυνση που ακολούθησε στη συνέχεια η νεοπλατωνική φιλοσοφία, και ακόμη και ο δυτικός παγανισμός. Είναι ευρύτερα γνωστός λόγω του έργου του αναφορικά με την πυθαγόρεια φιλοσοφία. Ο Ιάμβλιχος έζησε σε μια ταραγμένη εποχή, μια περίοδο μεγάλων ζυμώσεων, κατά την οποία ένας πολιτισμικός κύκλος πλησιάζει στο τέλος του κι ένας καινούργιος ανοίγει. Τη μεταβατική αυτή περίοδο εμφανίζεται το φιλοσοφικό ρεύμα των νεοπλατωνικών. Με επίκεντρο αρχικά την Αλεξάνδρεια , οι νεοπλατωνιστές εργάστηκαν με στόχο να συνθέσουν τις διδασκαλίες του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των Μυστηρίων σε ένα ενιαίο σύστημα, αναζωογονώντας την ψυχή του ελληνορωμαϊκού κόσμου που έβλεπαν να βυθίζεται γοργά στην πνευματική και την ηθική παρακμή. Η ανταπόκριση ήταν εντυπωσιακή. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα η διδασκαλία τους διαδόθηκε στη Ρώμη και άλλες ρωμαϊκές μητροπόλεις, διαμορφώνοντας τρεις ιδιαίτερες σχολές: την Αλεξανδρινή, όπου διακρίνονται κυρίως ο Πλωτίνος και ο Πορφύριος, την Αθηναϊκή, με κύριο εκπρόσωπο τον Πρόκλο και τη Συριακή, με κορυφαίο τον Ιάμβλιχο. Η διδασκαλία του Ιάμβλιχου θεμελιώνεται πάνω στην αρχή «τα πάντα είναι μέσα στα πάντα, αλλά σε καθένα σύμφωνα με τη φύση του» και στο ερμητικό αξίωμα «όπως επάνω, έτσι κάτω», δηλαδή στο αντικαθρέφτισμα των πανομοιότυπων δομών του Μακρόκοσμου στον Μικρόκοσμο. Τα «άφατα σύμβολα, που είναι νοητά μόνο στους θεούς» είναι οι αριθμοί, που αποκαλύπτουν και περιέχουν το κλειδί για την κατανόηση του Σύμπαντος. Η αριθμολογία των πυθαγορείων είναι ουσιαστικό μέρος της διδασκαλίας του Ιάμβλιχου, που την επεξεργάστηκε και τη συστηματοποίησε, χαρτογραφώντας με λεπτομέρεια την εκδήλωση του δημιουργημένου κόσμου, μέσα από διαδοχικά επίπεδα, από το Ένα στα Πολλά. Ο ηθικός βίος θεωρείται εξίσου σημαντικός με την καλλιέργεια της ψυχής. Ο Ιάμβλιχος δεν απορρίπτει τον υλικό κόσμο, ούτε το φυσικό σώμα. Για εκείνον το πνεύμα, η ψυχή, το σώμα και η ύλη είναι μια αδιαίρετη αλληλουχία, βαθμιαίες συμπυκνώσεις της εκδήλωσης από την «άρρητον Αρχήν» μέχρι το φυσικό κόσμο. Για αυτό η ηθική στάση και η εσωτερική ποιότητα, η συνειδησιακή κατάσταση, του ατόμου είναι ουσιαστικό να εναρμονίζονται με τους συμπαντικούς νόμους. Ο ίδιος ο Ιάμβλιχος κέρδισε με τον εγκρατή και ισορροπημένο τρόπο ζωής του το προσωνύμιο του δίκαιου, ενώ οι μαθητές του τον αποκαλούσαν «θείο» και του απέδιδαν υπερφυσικές δυνάμεις. Χωρίς να αντιτίθεται ουσιωδώς στο συνεπές μεταφυσικό και σωτηριολογικό σύστημα του Πλωτίνου, ο Ιάμβλιχος απέρριψε τη νοητική φιλοσοφική άσκηση ως οδό έκστασης και έδωσε αντιθέτως έμφαση στη θεουργία ως μέσον λύτρωσης της ψυχής από τα δεσμά της ύλης. Για τον Ιάμβλιχο η θεουργία αποτελεί αναγκαία επιλογή καθώς εξαναγκάζει τους θεούς, κατώτερες, κερματισμένες όψεις του πλωτινικού Ενός, να ανυψώσουν την «καθαρή ψυχή» από τον φυσικό κόσμο προς την πηγή της, τον νοητικό κόσμο των ιδεών, μέσω μίας αδιάσπαστης οντολογικής αλυσίδας υπερφυσικών πλασμάτων: δαίμονες, ήρωες, άγγελοι, αρχάγγελοι και, τελικώς, οι ίδιοι οι θεοί, πάνω από τους οποίους τοποθετείται μόνον το Εν, η «απόλυτη ενότητα» και αυτάρκης αιτία των πάντων κατά τον Πλωτίνο. Ο Ιάμβλιχος ωστόσο έθεσε την «άρρητον Αρχήν» του πάνω ακόμα και από το Εν, ενώ με τη διδασκαλία του περί του λυτρωτικού φιλοσοφικού ρόλου της δημοφιλούς θεουργίας διεύρυνε σημαντικά την επιρροή του νεοπλατωνισμού και το πλήθος των ενδιαφερομένων για αυτόν.
3) ΠΛΩΤΙΝΟΣ : Ο Πλωτίνος (περ. 203 - 270) ήταν σημαντικός φιλόσοφος της ύστερης αρχαιότητας και ιδρυτής της νεοπλατωνικής σχολής της φιλοσοφίας. Βασική πηγή πληροφοριών γύρω από τη ζωή και το έργο του Πλωτίνου αποτελεί το έργο του μαθητή του Πορφύριου. Ο Πλωτίνος γεννήθηκε στην Λυκόπολη της Άνω Αιγύπτου περίπου το 203 μ.Χ. και πέρασε τα νεανικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια . Σε ηλικία 28 ετών ξεκίνησε να ασχολείται με τη φιλοσοφία κοντά στους Αλεξανδρινούς δασκάλους, ωστόσο, ο μόνος που τον ενέπνευσε ήταν ο πλατωνικός φιλόσοφος Αμμώνιος Σακκάς. Κατά την παρακολούθηση μιας ομιλίας του Αμμώνιου, ο Πλωτίνος φέρεται να δήλωσε "αυτός είναι ο άνθρωπος που αναζητούσα". Στο τέλος των σπουδών του ορκίστηκε να διατηρήσει κρυφά όσα διδάχτηκε κοντά στον Αμμώνιο. Περίπου σε ηλικία 38 ετών, ο Πλωτίνος αποφάσισε να αφοσιωθεί στις ανατολικές φιλοσοφίες και κατατάχθηκε στον στρατό του αυτοκράτορα Γορδιανού κατά τη διάρκεια εκστρατείας του στην Περσία. Όταν ο αυτοκρατορικός στρατός νικήθηκε, ο Πλωτίνος κατάφερε να σωθεί και έφθασε τελικά στη Ρώμη όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Στη Ρώμη αποφάσισε επίσης να διδάξει φιλοσοφία. Σύντομα απέκτησε φήμη και έναν ευρύ κύκλο μαθητών, μεταξύ των οποίων ο Πορφύριος αλλά και σημαντικά πρόσωπα της ρωμαϊκής κοινωνίας όπως ο αυτοκράτορας Γαλλιηνός. Τα μαθήματα του ήταν πολύ ζωντανά και οι συζητήσεις διεξάγονταν κυρίως μέσω ερωταποκρίσεων. Η γνωριμία του με τον αυτοκράτορα Γαλλιηνό και ο σεβασμός του τελευταίου προς το πρόσωπο του φιλοσόφου, ώθησε τον Πλωτίνο να προτείνει στον αυτοκράτορα την δημιουργία μίας πόλης στην περιοχή της Καμπανίας, η διοίκηση της οποίας θα ακολουθούσε τα πλατωνικά ιδεώδη. Ωστόσο, το φιλόδοξο αυτό σχέδιο του Πλωτίνου τελικά δεν ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Ο Πλωτίνος καταγράφεται ως προσωπικότητα υψηλού ηθικού αναστήματος στην προσωπική και κοινωνική ζωή. Ο ίδιος ο Πορφύριος εστιάζει στην ικανότητα του Πλωτίνου να αντιλαμβάνεται την ψυχολογική κατάσταση του συνομιλητή του, ενώ αναφέρει χαρακτηριστικά πως τον έσωσε από την αυτοκτονία όταν έχοντας διαγνώσει πως πάσχει από μελαγχολία του πρότεινε να ταξιδέψει. Πέθανε το 270 στην Καμπανία της Ιταλίας. Ο Πλωτίνος -σύμφωνα με τον Πορφύριο- ξεκίνησε να γράφει σε ηλικία 11 ετών και συνέχισε μέχρι το τέλος της ζωής του. Αναφέρεται πως αν και ο Πλωτίνος ήταν ιδιαίτερα προικισμένος στον προφορικό λόγο, δεν διέθετε την ίδια έφεση στη συγγραφή με αποτέλεσμα τα περισσότερα κείμενα του που έχουν διασωθεί να μην έχουν καμιά πνευματική και φιλοσοφική αξία. Η φιλοσοφία του Πλωτίνου πέρα από τον πλατωνικό της χαρακτήρα, λειτουργεί στο ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο της αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης. Έτσι, πέρα απο τον θείο Πλάτωνα, οι Εννεάδες είναι διάσπαρτες από άμεσες και έμμεσες αναφορές του Πλωτίνου σε αρχαιότερους στοχαστές, όπως στον Φερεκύδη, τους Πυθαγόρειους, τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη, τον Αναξαγόρα, τον Εμπεδοκλή, τον Σωκράτη, τους Επικούρειους και τους Στωικούς. Η αρχαιοελληνική παράδοση λειτουργεί σπερματικά στη σκέψη του Νεοπλατωνικού και γονιμοποιεί τον φιλοσοφικό του στοχασμό. Ο Πλωτίνος θεμελιώνει και αναπτύσσει στις Εννεάδες την θεωρία των τριών υποστάσεων. Βασικές αρχές της πλωτινικής θεωρίας είναι οι τρεις οντολογικές βαθμίδες του Όντος, Εν – Νους - Ψυχή. Με βάση αυτό το μεταφυσικό μοντέλο, όλο το πλωτινικό σύστημα δομείται από την οργανική ενότητα αυτών των υποστάσεων και οργανώνεται μέσα από την οντολογική τους ιεράρχηση. Πιο συγκεκριμένα, στον πυρήνα της πλωτινικής οντολογίας εδρεύει το απόλυτα υπερβατό Εν - Αγαθό, αντίστοιχο του πλατωνικού Αγαθού, αιτία προέλευσης, απαρχή και σκοπός όλων των υπολοίπων υποστάσεων και των όντων που μετέχουν σ’ αυτές. Δεύτερος στην τάξη, ύστερος του Ενός και πρώτος άριστος φορέας του, βρίσκεται ο Νους. Ο πλωτινικός Νους, σύνθεση του αριστοτελικού Θεού και του πλατωνικού νοητού κόσμου των Ιδεών, μεταλαμβάνει της απόλυτης πρώτης λάμψης και σοφίας του Ενός, ένας αιώνιος, άφθαρτος, αμετάβλητος και αυτο-προσδιοριζόμενος Νους. Τρίτη και τελευταία στην μεταφυσική ιεραρχία του πλωτινικού συστήματος βρίσκεται η Ψυχή. Η πλωτινική Ψυχή, σε αντίθεση με την αιώνια αμεταβλητότητα τον Νου, είναι μια διαρκώς μεταβαλλόμενη διαμορφωτική δύναμη, ποιητική αιτία του αισθητού κόσμου που κοσμεί και διοικεί όλο το Σύμπαν σύμφωνα με το αιώνιο νοητικό πρότυπο του Νου.
4) ΠΡΙΣΚΟΣ : Ο Πρίσκος (Ήπειρος, περ. 305- Αθήνα, περ. 396) ήταν νεοπλατωνικός φιλόσοφος. Σπούδασε στην νεοπλατωνική σχολή της Περγάμου κοντά στον
Αιδέσιο, δίδαξε εκεί για ένα σύντομο χρονικό διάστημα και γύρω στο 350 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και ανέλαβε τη διεύθυνση της Πλατωνικής Ακαδημίας. Εκεί είχε ανάμεσα στους μαθητές του τον Μέγα Βασίλειο, Ιουλιανό και τον Λιβάνιο. Το 361 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη ως σύμβουλος του Ιουλιανού. Επί των διαδόχων του Ιουλιανού πέρασε από δίκη ως συνεργάτης του αυτοκράτορα στην προσπάθεια του για την επαναφορά της εθνικής θρησκείας, αλλά αθωώθηκε. Επανήλθε στην Αθήνα και συνέχισε το διδακτικό έργο του στην Ακαδημία. Το τέλος του συνδέεται με την επιδρομή των Βισιγότθων στην Ελλάδα και την καταστροφή του εθνικού θρησκευτικού κέντρου της Ελευσίνας το 396. Ο Πρίσκος είχε ασχοληθεί κυρίως με ηθικά και ερμηνευτικά προβλήματα της φιλοσοφίας και είχει εκτιμηθεί ιδιαίτερα για τη σοφία και το ήθος του. Πηγή ειδήσεων για το πρόσωπό του και το έργο του αποτελεί η βιογραφία του από τον Ευνάπιο και ορισμένες επιστολές προς αυτόν του Ιουλιανού και του Λιβάνιου.
5) ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ : Ο Πορφύριος (Τύρος, 234 - 305) ήταν νεοπλατωνικός φιλόσοφος από την Τύρο της Φοινίκης, με σημαντική προσφορά στον τομέα της λογικής. Επιμελήθηκε και εξέδωσε τις Εννεάδες του Πλωτίνου, ο οποίος υπήρξε διδάσκαλός του. Η Εισαγωγή του, έργο το οποίο αποτελεί εισαγωγή στη λογική και τη φιλοσοφία, υπήρξε (σε λατινική μετάφραση) το βασικό σχολικό εγχειρίδιο επί της λογικής κατά το Μεσαίωνα. Επίσης έγραψε σχόλια στον Ευκλείδη, τα οποία χρησιμοποίησε ως πηγή ο Πάππος Αλεξανδρεύς. Έγραψε κείμενα κατά των χριστιανών τα οποία μετά το θάνατό του παραδόθηκαν στην πυρά από την εκχριστιανισμένη αυτοκρατορία. Ο Πορφύριος, ο οποίος θεωρείται πως ήταν πιθανώς αραβικής καταγωγής, έγραψε στα ελληνικά και έζησε στη Ρώμη και τη Σικελία. Το αρχικό όνομά του ήταν Μάλχος (που σημαίνει "βασιλεύς " στις σημιτικές γλώσσες), επικράτησε όμως η ελληνική του ονομασία. Σημαντικό έργο του είναι το Κατά χριστιανών, ένα δεκαπεντάτομο έργο στο οποίο, δεχόμενος πως ο Ιησούς ήταν ευσεβής φιλόσοφος εν ζωή, επιχειρηματολογεί κατά των δογμάτων των χριστιανών, των ανακριβειών στις χριστιανικές γραφές και των χριστιανικών προφητειών. Το έργο παραδόθηκε στη πυρά με την εφαρμογή αυτοκρατορικού διατάγματος του Κωνσταντίνου, και διασώθηκε μόνο ένα κομμάτι του.
6) ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ : Ο Πλούταρχος (περ. 350 - 430 ) ήταν Έλληνας Νεοπλατωνικός φιλόσοφος που δίδαξε στην Αθήνα στις αρχές του 5ου αιώνα. Διετέλεσε σχολάρχης στην Ακαδημία Πλάτωνος και έγραψε σχόλια για τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα. Θεωρείται γενικά το πρόσωπο που απεκατεστάθη η Ακαδημία σε νεοπλατωνική κατεύθυνση. Ανάμεσα στους μαθητές του συγκαταλέγονται ο Συριανός που τον διαδέχθηκε στη διεύθυνση της Ακαδημίας και ο Πρόκλος. Βασική πηγή του Πλουτάρχου ήταν οτι η μελέτη του Αριστοτέλη πρέπει να προηγηθεί για να γίνουν περισσότερο αντιληπτά κάποια ζητήματα. Έγραψε σχόλια για το περί ψυχής για τον Αριστοτέλη και η συνεισφορά του μαζί με εκείνη του Αλεξάνδρου Αφροδισέα στο Αριστοτελικό corpus είναι οι σημαντικότερες.
7) ΔΑΜΑΣΚΙΟΣ : Ο Δαμάσκιος (458-πρώτο ήμισυ του 6ου αι.) ήταν σημαντικός νεοπλατωνικός φιλόσοφος, που ασχολήθηκε με τα βασικά ζητήματα της οντολογικής ιεραρχίας, της σχέσης του όντος με το εν και της θέσης της ψυχής μέσα στην οντολογική αλυσίδα. Ήταν ο τελευταίος σχολάρχης της Νεοπλατωνικής Σχολής των Αθηνών. Γεννήθηκε στη Δαμασκό της Συρίας, από όπου έλαβε και το όνομά του. Το συριακό του όνομα είναι άγνωστο. Φοίτησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ρητορική με τον Θέωνα και φιλοσοφία με τον Ερμεία, τον Αμμώνιο και τον Ηλιόδωρο. Αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου ήταν μαθητής του Μαρίνου, του Ζηνόδωτου και του Ισίδωρου, τον οποίο και διαδέχθηκε στην διεύθυνση της Νεοπλατωνικής Σχολής των Αθηνών το 515 περίπου. Έκλεισε τη Σχολή γιατί εκδιώχθηκε από τον Ιουστινιανό τον Μέγα το 529. Μαζί με τους μαθητές του Σιμπλίκιο , Ευλάμπιο τον Φρύγα, Πρισκιανό τον Λυδό, Ερμεία και Διογένη από τη Φοινίκη και Ισίδωρο τον Γαζαίο, μετανάστευσαν στην Αυλή του Πέρση βασιλιά Χοσρόη. Στη συνέχεια λέγεται ότι μετέβη μαζί με τους έξι προαναφερθέντες μαθητές του στην Αιγυπτιακή όαση Σίβα, όπου λειτουργούσε το ιερό του Άμμωνα Δία, συνεχίζοντας τη φιλοσοφική τους δράση. Το κυρίως σύγγραμμά του ονομάζεται Απορίαι καὶ λύσεις περι των πρώτων αρχων στο οποίο επικεντρώνεται σε οντολογικά μεταφυσικά ερωτήματα και υποστηρίζει ότι το "Εν" (ο Θεός) (έτσι όπως το εννοεί ο Πλωτίνος και ο Πρόκλος) συνδέεται με το "Ον" και τον "Νου", και ότι δεν είναι κάτι απόλυτο σε έναν ανώτερο κόσμο. Σώζεται ακόμα το σύγγραμμα Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδην απορίαι και και λύσεις. Άλλα έργα του Δαμάσκιου είναι κυρίως σχόλια σε έργα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα.
8) ΣΥΜΠΛΙΚΙΟΣ : Ο Σιμπλίκιος ήταν νεοπλατωνικός φιλόσοφος του 6ου αιώνα, μέλος της Πλατωνικής Ακαδημίας στην Αθήνα και σημαντικότατος σχολιαστής έργων του Αριστοτέλη. Προερχόμενος από την Κιλικία, σπούδασε στην Αλεξάνδρεια και στη Αθήνα κοντά στον Αμμώνιο του Ερμείου και τον Δαμάσκιο. Όταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός το 529, απαγόρεψε σε όσους δασκάλους της επικράτειας του δεν είχαν ασπαστεί τον χριστιανισμό «την ανοσίαν Ελλήνων μανίαν διδάσκεσθαι »ο Σιμπλίκιος, πιστός στις αρχές και τις ιδέες του, έμεινε ως το 532 σε αξιοπρεπή απομόνωση ασχολούμενος κυρίως με τη σύνταξη ενός ερμηνευτικού υπομνήματος στο Εγχειρίδιον του Επικτήτου. Το 532 ακολούθησε έξι από τους συνεργάτες του ακαδημαϊκούς στο ταξίδι του τους στην Περσία, ελπίζοντας, όπως και εκείνοι ότι εκεί θα βρισκόταν φιλόξενη στέγη για την ελληνική φιλοσοφία, αλλά ήδη τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στην Αθήνα μαζί τους με γενική την απογοήτευση, την οποία μετρίαζε κάποια εγγύηση προσωπικής ασφάλειας, με τη μεσολάβηση του Πέρση μονάρχη Χοσρόη Α΄ στον Ιουστινιανό. Ο Σιμπλίκιος, εκτός από το «Εγχειρίδιον» του Επικτήτου, συνέγραψε υπομνήματα στα «Στοιχεία» του Ευκλείδη, καθώς και στα έργα του Αριστοτέλη «Φυσικά» , «Κατηγορίες», «Περί ψυχής» και «Περί ουρανού» , όπου επιχειρείται η εναρμόνιση των διδασκαλιών του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη στα κύρια σημεία τους. Μέσα από τα έργα του διασώθηκε ένα μεγάλο πλήθος αποσπασμάτων των Φυσικών ή «Προσωκρατικών» Φιλοσόφων.
9) ΥΠΑΤΙΑ : Η Υπατία (370 -415 ή 416) ήταν Ελληνίδα νεοπλατωνική φιλόσοφος, αστρονόμος και μαθηματικός, διευθύντρια της νεοπλατωνικής σχολής στην Αλεξάνδρεια. Δίδαξε φιλοσοφία και αστρονομία στην Αλεξάνδρεια, όπου και δολοφονήθηκε από όχλο που αποτελούνταν από φανατικούς χριστιανούς. Κόρη του μαθηματικού και αστρονόμου Θέωνα, έλαβε με τις φροντίδες του πατέρα της πολύ καλή εκπαίδευση και ταξίδεψε στην Αθήνα και στην Ιταλία. Στην Αθήνα παρακολούθησε μαθήματα στη νεοπλατωνική σχολή του Πλούταρχου του Νεότερου και της κόρης του Ασκληπιγένειας αλλά μαθήτευσε και κοντά στον Ιεροκλή. Επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια , επικεφαλής της εκεί σχολής των Πλατωνιστών (400 μ.Χ.), δίδαξε φιλοσοφία και μαθηματικά και αποτέλεσε πόλο έλξης για τους διανοούμενους της εποχής ενώ έκανε και εκτενή και ουσιώδη σχόλια στα μαθηματικά έργα του Διόφαντου και του Απολλώνιου. Δυστυχώς παρότι η ίδια η Υπατία υπήρξε πολυγραφότατη κανένα από τα έργα της δεν σώζεται και έχουμε μόνο αναφορές για αυτά. Πολλοί από τους μαθητές της ανήκαν στους ανώτατους κύκλους της αριστοκρατίας της πόλης και έγιναν σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο επίσκοπος Κυρήνης Συνέσιος και ο έπαρχος της Αλεξανδρείας Ορέστης. Η ίδια επηρεάστηκε φιλοσοφικά από τους νεοπλατωνικούς Πλωτίνο και Ιάμβλιχο. Σύμφωνα με πηγές, εκτός από φιλόσοφος, μαθηματικός και αστρονόμος, κατείχε και την προεδρία της Νεοπλατωνικής Σχολής της Αλεξάνδρειας και ήταν ένα άτομο άξιο σεβασμού, που ασκούσε επιρροή στους σημαντικούς άρχοντες της Αλεξάνδρειας αλλά και της Μεσογείου. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ορέστης, ο Ρωμαίος έπαρχος. Συναντιόντουσαν πολύ συχνά και μιλούσαν κυρίως για πολιτικά ζητήματα. Η Υπατία ασκούσε επιρροή όχι μόνο στην Αλεξάνδρεια, αλλά και στη Κωνσταντινούπολη, στη Συρία και στην Κυρήνη. Η Υπατία είναι σημαντική για τον ρητορικό κανόνα, γιατί αποδεικνύει ότι και οι γυναίκες συμμετείχαν στις κοινωνικές και πνευματικές δραστηριότητες του αρχαίου κόσμου. Η Υπατία δίδασκε δημόσια για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, αποδεικνύοντας την εκπαίδευσή της στη φιλοσοφία και στη ρητορική. Υπάρχουν πολλά κείμενα που επικυρώνουν την ενασχόλησή της ως διδάσκουσα εκτός από τα μαθηματικά φιλοσοφία και ρητορεία. Η Υπατία μάλλον έκανε δύο είδη μαθημάτων. Ένα ιδιαίτερο, για την ελίτ των μαθητών της και τα δημόσια κηρύγματα της, στα οποία ασκούσε επιρροή στους Αλεξανδρινούς υπαλλήλους. Ήταν αγαπητή απ’ όλο τον κόσμο και οι διάφοροι επικεφαλής την συμβουλεύονταν πολύ συχνά.
Πηγή: http://www.logiosermis.net/2014/03/blog-post_8406.html#.WN4AZmjl62c
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Πρόκλος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ιάμβλιχος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Πλωτίνος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Πρίσκος_(φιλόσοφος)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Πορφύριος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Πλούταρχος_(Αθηνών)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Δαμάσκιος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σιμπλίκιος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Υπατία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου