Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Ελληνική ιστορία και προϊστορία

Τετάρτη 1 Μαρτίου 2017

Η άγνωστη ιδιωτική και δημόσια ζωη των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, η αγιοποίησή τους και τα παραξενα γεγονότα της ζωής τους

Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν η υπέρτατη πηγή κάθε εξουσίας στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Η ζωή του σχηματικά παρουσιάζει τρεις όψεις: α) οφείλει να υλοποιεί την αυτοκρατορική μεγαλοπρέπεια, πηγή και έκφραση της δύναμης και της αυθεντίας, β) είναι ο στρατιωτικός αρχηγός, ο πολέμαρχος και γ) είναι ο αρχηγός της Εκκλησίας. Έτσι, εντεταλμένος από το Θεό να βασιλεύσει ως «ελέω Θεού» ηγεμόνας, επαγρυπνεί πάνω από τα συμφέροντα του Κράτους υπηρετώντας τη Θεία Πρόνοια. Επιπλέον, οι κρατικές υπηρεσίες, οργανωμένες σε ένα αυστηρά ιεραρχικό σύστημα, ήταν δομημένες πάνω στην έννοια της τάξεως, θεμελιώδη αρχή της αυτοκρατορικής πολιτικής, που αντικατόπτριζε την αρμονία του σύμπαντος. Στα πλαίσια αυτά θα εξετάσουμε σε δύο ενότητες τον αυτοκρατορικό βίο, μέσα από τις βασικότερες τελετές ή εκδηλώσεις που τον χαρακτηρίζουν. Στην πρώτη θα ασχοληθούμε με τις αυτοκρατορικές τελετές δημοσίου χαρακτήρα, ενώ στη δεύτερη με εκείνες που άπτονται του ιδιωτικής του ζωής.
Το τελετουργικό της βυζαντινής αυλής δεν μπορεί παρά να προσαρμόζεται στην ιερή εικόνα του αυτοκράτορα. Πληροφορίες για το τελετουργικό αυτό αντλούμε κυρίως από την Έκθεσιν περί βασιλείου τάξεως, του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου. Η τάξη που επικρατεί στην ουράνια κοινωνία, αποτυπώνεται στην προσπάθεια για την τήρηση της τάξης της ζωής στο παλάτι, η οποία επιτυγχάνεται μέσω μια παγιωμένης εθιμοτυπίας και την ύπαρξη πολλαπλών τελετών για κάθε σημαντική ή μη στιγμή. Η κορωνίδα των βυζαντινών αυτοκρατορικών τελετών ήταν η στέψη του αυτοκράτορα. Με το πέρασμα των αιώνων υπήρξαν αρκετές αλλαγές που αφορούσαν το τελετουργικό της, οι οποίες απηχούσαν το χαρακτήρα που σταδιακά προσλάμβανε το βυζαντινό κράτος. Έτσι, τα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου η στέψη είχε έντονο το στρατιωτικό στοιχείο. Είναι η εποχή όπου ο στρατός λειτουργεί ως το αποκλειστικό εκλεκτορικό σώμα, το οποίο διατηρεί την παράδοση του «στρατιώτη αυτοκράτορα». Κατά τον 5ο αιώνα η αναγόρευση και η στέψη του αυτοκράτορα γίνεται παρουσία της Συγκλήτου και των δήμων, με την ενεργό σύμπραξη του Πατριάρχη, ο οποίος τοποθετεί το διάδημα στο κεφάλι του εκλεγμένου. Κατά τον 6ο αιώνα η τελετή αναγόρευσης και στέψης μεταφέρεται από το «Έβδομον», που ήταν στρατιωτικός καταυλισμός, στο ναό της Αγίας Σοφίας. Έναν αιώνα αργότερα η στέψη αποτελεί ξεχωριστή τελετή, η οποία λαμβάνει χώρα στον άμβωνα της Αγίας Σοφίας, με ουσιαστική συμμετοχή του Πατριάρχη σε αυτήν, προσδιορίζοντας τον θρησκευτικό χαρακτήρα της. Την ίδια εποχή ορίζεται να συμπίπτουν οι στέψεις των συμβασιλέων με τις μεγάλες εορτές της Χριστιανοσύνης (Χριστούγεννα-Πάσχα). Κατά τον 10ο αιώνα η στέψη του αυτοκράτορα περιλαμβάνει επίσημη πομπή προς την εκκλησία της Αγίας Σοφίας, παράδοση των συμβόλων εξουσίας από τον Πατριάρχη και Θεία λειτουργία, την οποία ο μονάρχης παρακολουθούσε κρατώντας σταυρό. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας ο αυτοκράτορας έμπαινε επικεφαλής της πομπής των διακόνων, που κρατούσαν τα Άγια των Αγίων, και κατέληγε στο βήμα του ιερού όπου ο Πατριάρχης τον ευλογούσε, τον όρκιζε να περιφρουρεί το αμετάβλητο της ορθοδοξίας καθώς και τα δικαιώματα της αυτοκρατορίας και του υπενθύμιζε ότι πρέπει να φοβάται τον Θεό και να μην λησμονεί τον θάνατο. Τον 13ο αιώνα οι αυτοκράτορες της Νίκαιας πρόσθεσαν στο παλιό τελετουργικό και το μυστήριο του Χρίσματος, επηρεασμένοι από το δυτικό τελετουργικό τυπικό. Επίσης, κατά την Παλαιολόγεια περίοδο ο αυτοκράτορας κατέθετε έγγραφη ομολογία πίστης στην Ορθοδοξία και η τελετή στέψης αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της Θείας λειτουργίας. Η αυτοκρατορική ακρόαση, τώρα, αφορούσε άλλη μία προκαθορισμένη τελετή, που αποτελούσε την υψίστη τιμή τόσο για τους υπηκόους όσο και για τους κρατικούς αξιωματούχους. Στις περιπτώσεις δε των ξένων απεσταλμένων προσλάμβανε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, με σκοπό τον εντυπωσιασμό τους. Ο αυτοκράτορας, μεγαλοπρεπέστατα ενδεδυμένος, ανυψώνεται με μηχανικά μέσα για να τονιστεί η υπεροχή του έναντι των ξένων ηγεμόνων. Η ακρόαση λάμβανε χώρα από τον 7ο αιώνα και μετά στην αίθουσα της Μαγναύρας. Ξεχωριστή τελετή έχουμε, επίσης, κατά την αναχώρηση του αυτοκράτορα από την πρωτεύουσα για ειρηνικό σκοπό. Συνοδευόταν μεταξύ άλλων από θεία λειτουργία. Κατά την επιστροφή τον προϋπαντούσε μια αντιπροσωπεία κρατώντας θυμιάματα και αναμμένα κεριά και τον οδηγούσε σε μια εκκλησία, κυρίως στην Αγία Σοφία, πριν καταλήξει σε εορταστικό συμπόσιο. Εντυπωσιακές τελετές έχουμε, όμως, μετά την επιστροφή του βυζαντινού ηγεμόνα από νικηφόρες εκστρατείες. Τον υποδέχονταν έξω από την πόλη οι Συγκλητικοί, αντιπροσωπεία της Εκκλησίας και ο Έπαρχος της Κωνσταντινουπόλεως προσφέροντάς του χρυσό στεφάνι. Οι δρόμοι στολίζονταν για να υποδεχτούν εκείνον που κατατρόπωσε τους εχθρούς του κράτους. Πρόκειται για τον «Θρίαμβο», μια ρωμαϊκή συνήθεια που αποτελούσε κατάλοιπο παλαιοτέρων εποχών. Στις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης ο αυτοκράτορας συμμετείχε ενεργά. Παρακολουθούσε τη θεία λειτουργία, ήταν πάντα παρών στις τελετές υποδοχής αγίων λειψάνων, προσκυνούσε τα λείψανα των εορταζόντων αγίων και έπαιρνε μέρος στις εορτές και τις πανηγύρεις που γίνονταν στη μνήμη τους. Κατά τη διάρκεια των εορτών του Πάσχα το τελετουργικό περιελάμβανε επισκέψεις σε πτωχοκομεία και γηροκομεία, λήψη της Θείας κοινωνίας, συμμετοχή σε λειτουργίες, ελεημοσύνες, υποδοχή εκκλησιαστικών παραγόντων και του Πατριάρχη, επίσκεψη σε εικονοστάσια και άναμμα κεριών, καθώς επίσης και αναπαράσταση του τελετουργικού του Νιπτήρος, όπου τη θέση του Ιησού έπαιρνε ο ίδιος ο αυτοκράτορας και τη θέση των μαθητών του δώδεκα πένητες. Περιλάμβανε ακόμη, στρώσιμο της Αγίας Τράπεζας, λιβάνισμα, απαγγελία προσευχών και κατάθεση δωρεών στο ναό της Αγίας Σοφίας. Ενεργή συμμετοχή είχε επίσης σε εορταστικές εκδηλώσεις και λιτανείες, που γίνονταν με αφορμή την γιορτή διαφόρων αγίων. Στο πλαίσιο του μοναρχικού πολιτεύματος, ο αυτοκράτορας είναι η κεφαλή της κεντρικής διοίκησης και από αυτόν επιλέγονται όλοι οι δημόσιοι λειτουργοί και καθορίζεται ο κώδικας της υπαλληλικής δεοντολογίας. Όταν λοιπόν κάθε ενέργεια του βασιλέα χρωματίζεται από μια έντονη θρησκευτική χροιά, είναι λογικό η θρησκευτικότητα αυτή να είναι έκδηλη και στο διοικητικό μηχανισμό. Κάθε δημόσιος λειτουργός, ανώτερος ή κατώτερος, που διοριζόταν από τον αυτοκράτορα με μια απλή προφορική του εντολή, δεσμευόταν από όρκο υπαλληλικής αξιοπιστίας, ο οποίος έμενε κατατεθειμένος στα αρχεία του παλατιού και μεταγραφόταν σε ειδικό μητρώο. Ο όρκος για αξιοπιστία, τιμιότητα, προθυμία και ανιδιοτέλεια δινόταν στο όνομα της Αγίας Τριάδας, της Θεοτόκου, των ιερών κειμένων και των αρχαγγέλων και κατέληγε στην τιμωρία που θα επέφερε οποιαδήποτε παραβίασή του. Τιμωρία που δεν εξαντλούνταν στον επίγειο κόσμο, αλλά επεκτεινόταν και στον επουράνιο. Η παραβίαση του όρκου τιμωρούταν σκληρά, πολλές φορές ακόμη και με θάνατο. Στο πλαίσιο της θρησκευτικότητας του δημοσιοϋπαλληλικού όρκου οι επίσκοποι ορίστηκαν να εποπτεύουν την τήρηση των καθηκόντων των επαρχιακών αρχόντων. Οι αξίαι δια βραβείου, αποτελούσαν τιμητικά αξιώματα που απονέμονταν από τον αυτοκράτορα κατά τη διάρκεια επίσημης τελετής, που συνέπιπτε πάντοτε με τις εορτές της χριστιανοσύνης, την ημέρα της Κυριακής ή τον εορτασμό κάποιου επίσημου και χαρμόσυνου γεγονότος. Η απονομή αυτή συνοδευόταν από συνοπτικό λόγο, μέσω του οποίου επικαλούνταν τον όνομα της Αγίας Τριάδας, χάρη της οποίας γινόταν η εκλογή του προσώπου, στο οποίο δινόταν το αξίωμα. Για το λόγο αυτό, το τιμώμενο πρόσωπο, μετά την τελετή, αφού προσκυνούσε τον αυτοκράτορα σε ένδειξη σεβασμού και ευγνωμοσύνης, πήγαινε στην εκκλησία, όπου άφηνε την τιμητική διάκριση για να λάβει την ευλογία του ιερέα σε ένδειξη επικύρωσης της αυτοκρατορικής απόφασης από τις Θείες δυνάμεις.
Οι κυριότερες τελετές ιδιωτικού χαρακτήρα του αυτοκράτορα ήταν ο γάμος, η γέννηση των παιδιών του, η βάφτιση, τα γενέθλια του και η ταφή του. Ο αυτοκρατορικός γάμος απαιτούσε ιδιαίτερες διαδικασίες. Το βασικότερο μέλημα του αυτοκράτορα και της αυλής του ήταν η εξεύρεση της μέλλουσας συζύγου και αυτοκράτειρας. Για το σκοπό αυτό διοργάνωναν ένα είδος ιδιότυπων καλλιστείων. Οι υποψήφιες απαιτούνταν να έχουν συγκεκριμένα προσόντα όπως: η ευγενική καταγωγή, η παρθενία, καθώς και η φυσική ομορφιά. Η τελευταία επισκίαζε όλα τα άλλα, όπως η περίπτωση της Θεοδώρας, συζύγου του Ιουστινιανού, η οποία, προερχόταν από την κατώτερη κοινωνικά τάξη, έθελξε με το φυσικό της κάλλος τον νεαρό αυτοκράτορα. Όταν η μέλλουσα νύφη έφθανε στην Κωνσταντινούπολη ετύγχανε της υποδοχής στα περίχωρα της πόλεως από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Κατόπιν, συνοδεύονταν στα ανάκτορα όπου πριν το γάμο λάμβανε χώρα η «σπόνζα» που ήταν στην ουσία ο αρραβώνας. Εάν δε, ήταν ετερόθρησκη, μεσολαβούσε το βάπτισμα και η αλλαγή ονόματος. Η γαμήλια τελετή γινόταν στην Αγία Σοφία, δίχως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο τέλεσης του μυστηρίου σε άλλο ναό. Μετά την τελετή οι νεόνυμφοι κατευθύνονταν στα ανάκτορα για να παραθέσουν το γαμήλιο συμπόσιο, με καλεσμένους τους όλους τους ανώτατους αξιωματούχους και τον Πατριάρχη. Ακολουθούσαν τα δώρα που πρόσφερε ο αυτοκράτορας στους υπηκόους του, όπως η φιλοτιμία για να τονίσει την γενναιοδωρία και τη μεγαλοψυχία του. Ορισμένες φορές υπήρξαν γάμοι αυτοκρατόρων, οι οποίοι προσέκρουαν στους εκκλησιαστικούς κανόνες. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτέλεσε η τετραγαμία του Λέοντος του ΣΤ’. Ο Λέοντας, στερούμενος διαδόχου, αποφάσισε να νυμφευθεί για τέταρτη φορά τη Ζωή Καρβουνοψίνα, η οποία του είχε χαρίσει λίγο πριν τον Κωνσταντίνο τον Ζ’ τον Πορφυρογέννητο. Ο τότε Πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός αρνήθηκε να επικυρώσει αυτή τη σχέση και παραιτήθηκε. Ο νέος Πατριάρχης Ευθύμιος δέχτηκε «κατ’οικονομίαν» αυτόν τον γάμο. Οι κόρες του αυτοκράτορα παντρεύονταν κατά κανόνα ευγενείς, ανωτάτους στρατιωτικούς ή αξιωματούχους, στους οποίους δίνονταν διάφοροι βαρύγδουποι τίτλοι. Πολλοί γάμοι, επίσης, των αυτοκρατορικών γόνων με ξένους βασιλιάδες ή πριγκίπισσες, συνδέονταν με την προσπάθεια τόνωσης της εξωτερικής πολιτικής του Βυζαντίου. Αναφερόμαστε στους «επιγαμικούς δεσμούς». Για τη γέννηση, τώρα, των αυτοκρατορικών γόνων υπήρχε ένα ειδικά διαμορφωμένο ανακτορικό διαμέρισμα που ονομάζονταν «πορφύρα». Τα τέκνα των αυτοκρατόρων που είχαν γεννηθεί στο διαμέρισμα ονομάσθηκαν πορφυρογέννητοι. Ειδικά ο ερχομός στη ζωή αρσενικού παιδιού γέμιζε μεγάλη χαρά το αυτοκρατορικό ζεύγος, διότι, αυτό σήμαινε τη συνέχιση της δυναστείας. Η διαδοχή δεν ήταν νομικά κατοχυρωμένη, λόγω του ότι η πεποίθηση για τη Θεϊκή εκλογή του αυτοκράτορα την απέκλειε. Εντούτοις, ο εκάστοτε αυτοκράτορας επιθυμούσε να υποδείξει τον γόνο του ως τον κατάλληλο, ως τον άριστο, βασισμένος στην βυζαντινή αντίληψη για την κληρονομικότητα των καλών ιδιοτήτων. Αμέσως μετά τη γέννηση έστελναν αγγελιαφόρους για να αναγγείλουν σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας το σημαντικό αυτό γεγονός. Κατά την πρώτη ημέρα ο Πατριάρχης έδινε την ευχή του στο νεογέννητο. Την τέταρτη μέρα διοργανώνονταν ιππικοί αγώνες, ενώ την επόμενη συγκεντρώνονταν αντιπρόσωποι από την ανακτορική φρουρά, από τους δήμους και από τους πολίτες για να επευφημήσουν και να γνωρίσουν την ονομασία του νεογέννητου. Την όγδοη ημέρα το πήγαιναν στην εκκλησία για να διαβαστεί και πάλι. Έπειτα, λάμβανε χώρα στα ανάκτορα εθιμοτυπική επίσκεψη των κυριών επί της τιμής με ανταλλαγή δώρων και ευχών. Το ίδιο συνέβαινε και με τους ανώτατους αξιωματούχους, όπως οι συγκλητικοί. Όσο για τη βάπτιση του πορφυρογέννητου δεν υπήρχε συγκεκριμένη ημερομηνία. Την ημέρα της βάπτισης του παιδιού του αυτοκράτορα οι δρόμοι στολίζονταν με άφθονα λουλούδια και γενικά η Κωνσταντινούπολη ήταν ντυμένη για μία ακόμα φορά στα γιορτινά. Το μυστήριο λάμβανε χώρα συνήθως στην Αγία Σοφία, εκεί που βρίσκονταν το μεγάλο βαπτιστήριο. Στον χώρο αυτό επιτρεπόταν να παραβρεθούν μόνο το αυτοκρατορικό ζεύγος και οι ανάδοχοι. Οι τελευταίοι προέρχονταν από τις τάξεις των ανωτάτων κρατικών ή εκκλησιαστικών λειτουργών. Μετά το πέρας του μυστηρίου το βαπτισμένο παιδί επέστρεφε με συνοδεία πομπής στο ανάκτορο μέσα από τη Χαλκή, όπου κατά τη διάρκεια της διαδρομής ο λαός ζητωκραύγαζε. Να αναφερθούμε επίσης στην επέτειο των αυτοκρατορικών γενεθλίων. Το παλάτι φορούσε πάλι τα γιορτινά του. Ο αυτοκράτορας παρέθετε επίσημο δείπνο στη μεγάλη αίθουσα υποδοχής που έχτισε ο Ιουστινιανός, γνωστή ως η Τρίκλινος του Ιουστινιανού. Εκεί, οι διάφοροι υπάλληλοι της αυλής, καθώς και οι υπόλοιποι άρχοντες γύριζαν τρεις φορές το τραπέζι του δείπνου και υμνούσαν τον βυζαντινό ηγεμόνα τραγουδώντας τα «βασιλίκια».Τέλος, το θάνατο ενός αυτοκράτορα ακολουθούσε ένα συγκεκριμένο τυπικό κηδείας και ταφής της σορού του. Η ετοιμασία του νεκρού που περιλάμβανε το πλύσιμο της σορού, το σαβάνωμα και τους πένθιμους θρήνους γινόταν όπως τα συνήθη ταφικά έθιμα. Η υπόλοιπη τελετή, όμως, κυλούσε σύμφωνα με το αυτοκρατορικό εθιμοτυπικό. Ο νεκρός στολίζονταν με πολύτιμα ενδύματα, ενώ το φέρετρο ήταν χρυσό και διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους. Τη στιγμή της εξόδου του φέρετρου ο Πατριάρχης διάβαζε τη νεκρώσιμη ευχή. Η σορός μεταφέρονταν στη Χαλκή για τον τελευταίο ασπασμό από τους συγγενείς και τους ανώτατους άρχοντες. Δεν επιτρεπόταν η είσοδος του απλού κόσμου στο παλάτι. Στη συνέχεια, οι πρωτοσπαθάριοι εναπόθεταν την κλίνη του νεκρού στους ώμους τους και εξέρχονταν του ανακτόρου με προορισμό τον ναό των Αγίων Αποστόλων, ο οποίος ήταν κατά κανόνα ο τόπος ταφής των αυτοκρατόρων μέχρι τον 10ο αιώνα. Ο απλός λαός, εκτός από το να παρακολουθεί τη νεκρώσιμη πομπή, έραινε με άνθη το αυτοκρατορικό φέρετρο. Με την άφιξη της πομπής στο ναό των Αγίων Αποστόλων άρχιζε η νεκρώσιμος ακολουθία. Μετά το πέρας αυτής αφαιρούσαν το στέμμα από το κεφάλι του θανόντος. Σε αντικατάσταση του στέμματος τοποθετούσαν μια πορφυρή μεταξωτή ταινία. Η τελετή ολοκληρώνονταν με την τοποθέτηση της σορού στην ειδική λάρνακα.
Όπως διαπιστώνουμε, βασικός καταλύτης στην ιστορική πορεία του Βυζαντίου υπήρξε ο αυτοκρατορικός θεσμός. Η δημόσια και ιδιωτική ζωή του βυζαντινού αυτοκράτορα χαρακτηρίζονταν από ένα πλήθος τελετών και εκδηλώσεων είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού χαρακτήρα, οι οποίες λάμβαναν χώρα μέσα από μία υποδειγματική τάξη, που είχε σκοπό να υπενθυμίσει την ουράνια τάξη και αρμονία. Η εκλογή του από το στρατό κατά τους πρώτους αιώνες έχει τις καταβολές της στο ρωμαϊκό παρελθόν. Αργότερα, στην εκλογική διαδικασία θα παίξει ενεργό ρόλο η σύγκλητος ή και ο λαός. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η εκλογή εκλαμβάνονταν ως αποτέλεσμα της Θείας επιφοίτησης. Ο ίδιος, βέβαια, επιθυμούσε την κληρονομική διαδοχή στα πλαίσια της δυναστικής σταθερότητας που εξασφάλιζε. Όπως και να έχει, όμως, η ουσία παραμένει η ίδια. Ο αυτοκράτορας αποτελεί την αντανάκλαση της Θεϊκής εξουσίας στη γη. Με την παρουσία της Θείας Χάρης ασκεί την εξουσία του. Λειτουργεί ως ο εκλεκτός του Θεού και αποτελεί τον ύπατο αντιπρόσωπό του σε αυτόν τον κόσμο.
Πολλοί Βυζαντινοί αυτοκράτορες ανακηρύχθηκαν άγιοι από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Μέγας Κωνσταντίνος (306-337): Αιτιολογικό: Με το Διάταγμα των Μεδιολάνων (313), επέβαλε ανεξιθρησκία και τερμάτισε τις διώξεις κατά των χριστιανών. Συγκάλεσε την A’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325), όπου διαμορφώθηκε το χριστιανικό δόγμα και τέθηκε υπό την αιγίδα του κράτους. Έκτισε εκκλησίες, όπως ο -αρχικός- Άγιος Πέτρος της Ρώμης. Συνετέλεσε όσο κανένας άλλος ηγεμόνας στη διάδοση του Χριστιανισμού. Δικαιολογημένα καλείται και «Ισαπόστολος». Αντιρρήσεις: Σε όλη του τη ζωή ήταν οπαδός της λατρείας του θεού Ήλιου. Βαφτίστηκε χριστιανός λίγο πριν πεθάνει. Η μνήμη του εορτάζεται στις: 21 Μαΐου, μαζί με τη μητέρα του Ελένη. Μέγας Θεοδόσιος (379-395): Αιτιολογικό: Συνέχισε τον εκχριστιανισμό της αυτοκρατορίας ακόμα πιο αποφασιστικά. Το Φεβρουάριο του 380, εξέδωσε διάταγμα (από κοινού με τον Γρατιανό) με το οποίο όριζε ότι όλοι οι υπήκοοι θα έπρεπε να είναι χριστιανοί. Συνεκάλεσε τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο. Πήρε μέτρα εναντίον των ειδωλολατρών με καταστροφές ναών και διώξεις των Εθνικών. Επί των ημερών του σταμάτησαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Αντιρρήσεις: Διέπραξε ωμότητες σε βάρος των Εθνικών. Η πολιτική του έγινε αιτία της καταστροφής πολλών μνημείων και θησαυρών του Αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Επίσης, διέταξε τη σφαγή των θεατών στον ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης επειδή είχαν εξεγερθεί εναντίον της Γοτθικής φρουράς, με αποτέλεσμα 7000 νεκρούς. Για το λόγο αυτό είχε αφοριστεί από τον επίσκοπο Μιλάνου Αμβρόσιο. Η μνήμη του εορτάζεται στις: 17 Ιανουαρίου. Θεοδόσιος Β' Μικρός (408-450): Αιτιολογικό: Δεν υπήρξε κάποιος ιδιαίτερος λόγος για να αναγορευτεί Άγιος, εκτός από το ότι συνέχισε τις προσπάθειες του πατέρα του Αρκαδίου και του παππού του (του Μεγάλου Θεοδοσίου) να εξαλείψουν και τα τελευταία ίχνη του αρχαίου ειδωλολατρικού πολιτισμού. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, στην Κωνσταντινούπολη επικρατούσε η αυστηρότητα και η θεοκρατία κάτω από την επιρροή κυρίως της αδελφής του Πουλχερίας(επίσης Αγίας). Αντιρρήσεις: Η αγιοποίησή του ήταν μια συνέχεια της παγανιστικής Ρωμαϊκής πρακτικής της θεοποίησης των αυτοκρατόρων (αποθέωση). Η μνήμη του εορτάζεται στις: 29 Ιουλίου. Μαρκιανος (450-457): Αιτιολογικό: Συνεκάλεσε τη Σύνοδο της Χαλκηδόνος (την «Εν Χαλκηδόνι» Δ’ Οικουμενική, το 451) που θεμελίωσε τη χριστιανική Ορθοδοξία , καταδίκασε τον Νεστόριο και τον Ευτυχή και έγινε το σημείο αναφοράς για τη Χριστολογία. Έκτισε επίσης πολλές εκκλησίες και μοναστήρια, συμπεριλαμβανομένης της εκκλησίας των Βλαχερνών. Επίσης, υποστήριξε τον τίτλο «Οικουμενικό» για το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, προκαλώντας την οργή του Πάπα. Αντιρρήσεις: H πραγματική Αγία ήταν η σύζυγός του Πουλχερία (που είχε πάρει όρκο παρθενίας) η οποία επηρέαζε αποφασιστικά τη θρησκευτική και πολιτική ζωή στο Βυζάντιο, για πάνω από μισό αιώνα. Η μνήμη του εορτάζεται στις: 17 Φεβρουαρίου, μαζί με την Πουλχερία. Ιουστινιανός Α' (527-565): Αιτιολογικό: Ήταν υπερκινητικός στα θρησκευτικά ζητήματα, όπως σε όλα τα άλλα θέματα. Είναι Άγιος επειδή βασικά υπήρξε μεγάλος αυτοκράτορας, υπερασπιστής της Ορθοδοξίας (έκλεισε την Ακαδημία Αθηνών) και επειδή έχτισε την Αγία Σοφία και τη Μονή του Σινά. Συνεκάλεσε την Ε’ Οικουμενική Σύνοδο που καταδίκασε τις διάφορες αιρέσεις και λογόκρινε τη διδασκαλία του Ωριγένη. Επιδίωξε, με αρκετή επιτυχία, τον προσηλυτισμό στο Χριστιανισμό διαφόρων γειτονικών εθνών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, η ειδωλολατρία στο Βυζάντιο εξέλιπε οριστικά. Αντιρρήσεις: Προς το τέλος της ζωής του έκλινε προς την αίρεση του αφθαρτοδοκητισμού. Η μνήμη του εορτάζεται στις: 14 Νοεμβρίου, μαζί με τη σύζυγό του, Θεοδώρα. Κωνσταντίνος Δ' Πωγωνατος (668-685):  Αιτιολογικό: Συνεκάλεσε την ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο (Κωνσταντινουπόλεως) από το Νοέμβριο του 680 μέχρι το Σεπτέμβριο του 681. Στις περισσότερες από τις 18 συνεδριάσεις προήδρευε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Η σύνοδος απεφάνθη πως ο Χριστός είχε θεία και ανθρώπινη θέληση, που αντιστοιχούσαν στις δύο φύσεις του. Αυτό τερμάτισε τη διαμάχη περί του Μονοθελητισμού που συντάρασσε το Βυζάντιο από την εποχή του Ηρακλείου. Αντιρρήσεις: Δεν είναι βέβαιο ότι αυτός ήταν ο έτερος αυτοκράτωρ ονόματι Κωνσταντίνος (μετά τον «Μέγα») που είναι Άγιος. Μερικά συναξάρια Αγίων της Εκκλησίας αναφέρονται στον Κωνσταντίνο Γ’ γιο του Ηρακλείου, που ήταν βασιλιάς για 6 μήνες το 641. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ούτε αυτός να ήταν Άγιος, εκτός από το γεγονός ότι ήταν δημοφιλής (λόγω πατρός) και πέθανε πολύ νέος. Η μνήμη του εορτάζεται στις: 3 Σεπτεμβρίου. Ιουστινιανός Β' Ρινοτμητος (685-711): Αιτιολογικό: Συνεκάλεσε την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο στο παλάτι της Κωνσταντινούπολης ("Εν Τρούλω") που θέσπισε 102 κανόνες από την Ε’ και την ΣΤ’ Σύνοδο που είχαν μείνει ανενεργοί . Ήταν και μια απόπειρα να συμβιβάσει τις διαφορές με του δυτικούς που όμως απέρριψαν στο σύνολό τους τους κανόνες επειδή ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο περίφημος κανών που όριζε την ισότητα της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία. Αντιρρήσεις: Περίεργη επιλογή για Άγιος. Υπήρξε από τους πιο τυραννικούς και βάναυσους αυτοκράτορες, ιδίως κατά τη δεύτερη θητεία του. Η μνήμη του εορτάζεται στις: 2 Αυγούστου. Θεοδώρα (842-855): Αιτιολογικό: Ήταν φανατική υπέρμαχος των εικόνων και μετά το θάνατο του συζύγου της, του εικονομάχου Θεόφιλου, κατάργησε τις εικονοκλαστικές του πολιτικές και αποκατέστησε τη λατρεία των εικόνων, τερματίζοντας έτσι την Εικονομαχία, τη χειρότερη εσωτερική σύγκρουση στην ιστορία του Βυζαντίου. Η μνήμη της εορτάζεται στις: 11 Φεβρουαρίου. Νικηφόρος Β' Φωκας (963-969): Αιτιολογικό: Βασικά είναι Άγιος επειδή βοήθησε το φίλο του Αθανάσιο τον Αθωνίτη να ιδρύσει τη μοναστική κοινότητα στο Άγιο Όρος. Επιπλέον, όταν ήταν ακόμα στρατηγός, το 961, είχε ανακαταλάβει την Κρήτη από τους Σαρακηνούς. Αργότερα απελευθέρωσε την Κύπρο και πολλές περιοχές στη Μικρά Ασία. Όλοι του οι πόλεμοι είχαν έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα. Όταν έγινε αυτοκράτορας, επέμενε να ανακηρυχθούν άγιοι όλοι οι στρατιώτες που έπεσαν στους πολέμους εναντίον των αλλόπιστων, αλλά δεν του πέρασε. Αντιρρήσεις: Ήταν ένας από τους πιο σκληρούς στρατηγούς της Βυζαντινής Ιστορίας. Είχε το προσωνύμιο "ο λευκός θάνατος των Σαρακηνών" εξαιτίας των ωμοτήτων του εναντίον των Μουσουλμάνων αλλά και εναντίον Χριστιανών που δεν είχαν διάθεση να υποταγούν. Η μνήμη του εορτάζεται στις: 11 Δεκεμβρίου. Ιωάννης Γ' Βατατζης (1221-1254): Αιτιολογικό: Ήταν ένας καλόψυχος, ευλαβής, ταπεινός άνθρωπος και πολύ αποτελεσματικός ηγέτης σε μια δύσκολη εποχή για το Βυζάντιο και την Ορθοδοξία. Αντιρρήσεις: Δεν υπάρχει τίποτα συγκλονιστικό στη ζωή και τη βασιλεία του που να δικαιολογεί την ανακήρυξή του ως Αγίου. Φαίνεται ότι ήταν πολύ πιο κοντά στην αγιότητα από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο σε αυτή την κατηγορία των αγίων βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Η μνήμη του εορτάζεται στις: 4 Νοεμβρίου. Ιωάννης Δ' Λασκαρης (1258-1262): Ήταν 11 χρονών όταν εκθρονίστηκε και τυφλώθηκε από τον Μιχαήλ Η’. Πέρασε την υπόλοιπη ζωή του σε μοναστήρι σαν μοναχός. Μετά το θάνατό του το 1305, αναγνωρίστηκε σαν Άγιος και η μνήμη του εορταζόταν στην Κωνσταντινούπολη τον 14ο αιώνα. Οι Βυζαντινοί αισθάνονταν οίκτο και τύψεις για την άδικη μοίρα ενός παιδιού που ήταν ο τελευταίος μιας δυναστείας ικανών ηγετών και καλών ανθρώπων. Σήμερα δεν αναφέρεται σε κανένα συναξάρι Αγίων. Κωνσταντίνος ΙΑ' Δραγατσης Παλαιολόγος (1449-1453): Ο τελευταίος Βυζαντινός Αυτοκράτορας. Σκοτώθηκε από τους Τούρκους υπερασπιζόμενος την Πόλη. Κανονικά, αυτό θα έπρεπε να ήταν αρκετό για να τον καταστήσει Μάρτυρα, αλλά δεν είναι επισήμως Άγιος. Υπάρχουν δύο λόγοι για τη μη αγιοποίησή του: Ο πρώτος είναι ότι κατά την Τουρκοκρατία, οποιαδήποτε απόπειρα να αναγορευθεί Άγιος ο Κωνσταντίνος θα εκλαμβάνετο σαν εχθρική ενέργεια και ανταρσία από τους Τούρκους αφέντες. Ο δεύτερος και εξίσου σοβαρός λόγος είναι ότι ο Κωνσταντίνος ήταν στην πραγματικότητα Καθολικός. Ήδη από τη βασιλεία του του προκατόχου του και αδελφού του Ιωάννη Η’ και από τη Σύνοδο της Φεράρας, η Βυζαντινή Εξουσία είχε κάνει ομολογία πίστεως στον Πάπα προσδοκώντας βοήθεια. Για το λόγο αυτό θεωρείται Άγιος από τους Έλληνες Καθολικούς. Πάντως η ανέγερση ανδριάντα στον περίβολο της Μητροπόλεως Αθηνών με την ευλογία της Εκκλησίας της Ελλάδας αποτελεί μια ημιεπίσημη αναγνώριση του. Άλλωστε υπάρχει και ημέρα εορτασμού της μνήμης του που είναι βέβαια η ημερομηνία της Αλώσεως. Η μνήμη του εορτάζεται στις: 29 Μαΐου (ανεπίσημα). Παράξενες και περίεργες ιστορίες για τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Ο αυτοκράτωρ Γρατιανός ήταν φανατικός χριστιανός και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τελική επικράτηση του Χριστιανισμού. Το 382, με την παρακίνηση του Αγίου Αμβροσίου, απομάκρυνε τονΒωμό της Νίκης από την Αγορά και διέκοψε τη χρηματοδότηση ειδωλολατρικών τελετών. Όταν η Γερουσία διαμαρτυρήθηκε, ο Γρατιανός απέρριψε και το θρησκευτικό αξίωμα του pontifex maximus, που έφερε τιμής ένεκα ο Καίσαρ, καθώς και την αμφίεση που συνόδευε τον τίτλο. Μετά την πρωτοφανή αυτή ενέργεια, ένας από από τους γερουσιαστές προέβλεψε πως αναπόφευκτα θα ερχόταν μια μέρα στη Ρώμη ένας καινούργιος pontifex maximus. Ο φόνος του Γρατιανού από τον σφετεριστή Magnus Maximus μερικά χρόνια μετά, είχε θεωρηθεί σαν επαλήθευση της προφητείας. Tην περίοδο 431-434, όταν ο άγνωστος Ρωμαίος αξιωματικός Μαρκιανός συμμετείχε σε εκστρατεία στην Αφρική, αιχμαλωτίσθηκε από τους Βανδάλους. Οδηγήθηκε στο βασιλιά Γιτζέριχο (428–477), που υποτίθεται πως ήξερε από μια προφητεία ότι ο Μαρκιανός θα γινόταν βασιλιάς. Τον απελευθέρωσε, αφού πρώτα ο Μαρκιανός του ορκίστηκε ότι δεν θα πολεμούσε, όταν θα έπαιρνε την εξουσία, εναντίον των Βανδάλων. Ο Μαρκιανός θα πρέπει να παραξενεύτηκε πολύ, αλλά έγινε αυτοκράτορας 20 χρόνια μετά. Ο Μαρκιανός πάντως είχε την τάση να διαδίδει τέτοιες ιστορίες, όπως μια άλλη που ένας αετός στην ίδια εκστρατεία πετούσε συνέχεια από πάνω του για να του κάνει σκιά! Γενικά, υπήρξε ικανός ηγεμόνας και φαίνεται πως το επικοινωνιακό παιχνίδι ήταν ένα από τα προσόντα του. Σύμφωνα με ισλαμικές πηγές, ο Ηράκλειος είχε δει στο όνειρό του ότι ένα νέο βασίλειο, το βασίλειο του περίτμητου ανθρώπου θα κυριαρχούσε στο μέλλον. Όταν συζήτησε το όνειρο με τους αυλικούς του, εκείνοι, που ακόμα δεν είχαν ιδέα για την άνοδο του Ισλάμ στην Αραβία, τον συμβούλεψαν να διατάξει τον αποκεφαλισμό όλων των Εβραίων στην Βυζαντινή επικράτεια!  Μόνον όταν ένας Βεδουίνος διηγήθηκε στον αυτοκράτορα ιστορίες για κάποιον που ένωνε όλες τις φυλές στην Αραβία κάτω από μια νέα θρησκεία, ο Ηράκλειος και οι Βυζαντινοί συνειδητοποίησαν ότι η νέα απειλή από τον περίτμητο άντρα δεν προερχόταν από τους΄Εβραίους αλλά από τους Άραβες. Πριν από την ήττα-ορόσημο (για την ναυτική επικράτηση των Σαρακηνών στη Μεσόγειο) στη ναυμαχία του Φοίνικος (655), ο αυτοκράτορας Κώνστας Β’ ονειρεύτηκε ότι ήταν στην Θεσσαλονίκη. Οι εντεταλμένοι ονειροκρίτες της Αυλής ερμήνευσαν (μάλλον μετά τη μάχη) ότι το όνειρο προέβλεπε την ήττα από τους Άραβες, επειδή το "Θεσσαλονίκη" διαβάζεται και σαν «θες άλλο νίκη» που σήμαινε ότι θα χρειαστεί μια άλλη νίκη (μια άλλη μάχη) για να νικήσει τους Άραβες. Ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός (886-912), που δεν ήταν και τόσο σοφός, ήταν αυθεντία σε θέματα μαγείας και αστρολογίας. Οι επόμενες γενιές τον θεωρούσαν προφήτη. Μια συλλογή από προφητικούς στίχους, γνωστή σαν Προφητείαι Λέοντος Σοφού, βασισμένη εν μέρει σε προγενέστερες ελληνικές πηγές, κυκλοφορούσε στο Βυζάντιο και στη Δύση τουλάχιστον από το 1200. Οι στίχοι προβλέπουν το μέλλον του κόσμου και τη μοίρα της ελληνικής αυτοκρατορίας για πολλές εκατοντάδες χρόνια. Από αυτούς προήλθαν και οι διάσημες προφητείες του Ψευδο-Ιωακείμ του Φιόρε για τους μελλοντικούς Πάπες (διάσημες επειδή ο τελευταίος Πάπας που αναφέρεται από τον Ιωακείμ, είναι ο τωρινός). Η πιο εντυπωσιακή προφητεία ήταν αυτή που προέβλεπε την πτώση της Πόλης και την απελευθέρωσή της 320 χρόνια μετά. Δηλαδή, το 1773. Δυστυχώς δεν επαληθεύτηκε. Η προφητεία «AIMA» ήταν μια προφητεία που την έπαιρναν πολύ σοβαρά στον καιρό του Μανουήλ Κομνηνού (1143-1180). Σύμφωνα με αυτήν, το αρχικό γράμμα των ονομάτων των αυτοκρατόρων της δυναστείας των Κομνηνών θα σχημάτιζαν τη λέξη «αίμα». Οι αυτοκράτορες με τη σειρά ήταν ο Αλέξιος Α’ , ο Ιωάννης Β’, και ο Μανουήλ Α’ (που η ανάρρησή του ήταν απρόσμενη δεδομένου ότι ήταν ο 4ος γιος του Ιωάννη). Εξαιτίας της πεποίθησής του, λόγω της προφητείας, ότι το όνομα του διαδόχου του θα έπρεπε να αρχίζει με "άλφα", ο Μανουήλ ανάγκασε τον πρώτο μνηστήρα της κόρης του να αλλάξει το όνομά του σε Αλέξιος και βάφτισε με αυτό το όνομα τουλάχιστον έναν από τους εξώγαμους γιους του, και τελικά το νόμιμο γιο από το δεύτερο γάμο του και διάδοχό του. Η βασιλεία του Αλεξίου Β’ κράτησε μόνο τρία χρόνια. Εκτοπίσθηκε και δολοφονήθηκε από τον ξάδελφό του, Ανδρόνικο Α’ Κομνηνό, με τον οποίο, προφανώς, η σειρά της προφητείας του αίματος ξανάρχισε. Σύμφωνα με την προφητεία, τον Ανδρόνικο θα διαδεχόταν κάποιος που το όνομα του θα άρχιζε από ιώτα. Για το λόγο αυτό φοβόταν έναν άλλο ξάδελφο του, τον Ισαάκιο Κομνηνό, Δεσπότη της Κύπρου. Στην πραγματικότητα, ο Ανδρόνικος εκθρονίστηκε βίαια το 1185 και τον διαδέχθηκε ένας άσχετος, ο ο Ισαάκ Άγγελος.
Πηγή: http://www.byzantium.xronikon.com/bigrzare.html
http://www.byzantium.xronikon.com/bitgrsaint.html
http://www.diakonima.gr/2014/12/08/η-δημόσια-και-η-ιδιωτική-ζωή-του-βυζαντ/


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου