Την Ελληνιστική περίοδο (325-50 π.Χ.), ακολούθησε η Ρωμαϊκή περίοδος (50 π.Χ. - 330 μ.Χ.) . Οι Ρωμαίοι κατέλαβαν αναίμακτα και χωρίς στρατιωτικές δυνάμεις μάλιστα, την Κύπρο το 58 π.Χ. Είχαν αναθέσει την επιτυχή αυτή αποστολή στο Μάρκο Πόρκιο Κάτωνα. Ως δικαιολογία για την κατάληψη του νησιού προβλήθηκε το ότι η Κύπρος υπέθαλπε και υποβοηθούσε την πειρατεία. Ο ηγεμόνας της Κύπρου τότε, που ήταν ένας ακόμη Πτολεμαίος, δεν πρόβαλε καμιά απολύτως αντίσταση κατά των Ρωμαίων απεσταλμένων. Όταν δε του πρότειναν να διατηρήσει, από το σημείο εκείνο και στο εξής, το αξίωμα του αρχιερέα - μαζί με τα ωφελήματα που συνεπαγόταν - προτίμησε να αυτοκτονήσει.
Όταν όμως, λίγα χρόνια αργότερα, ο Ιούλιος Καίσαρ βρέθηκε στην Αίγυπτο, σαγηνεύτηκε από τη γοητεία της τελευταίας των Πτολεμαίων, της περίφημης Κλεοπάτρας, στην οποία και χάρισε την Κύπρο. Όμως έτσι κι αλλιώς η παλαιά αίγλη των Πτολεμαίων είχε πια σβήσει όσο και αν προσπάθησε η Κλεοπάτρα να την επαναφέρει. Το πτολεμαϊκό βασίλειο της Αιγύπτου βρισκόταν πια σε παρακμή, ύστερα από τις μακροχρόνιες και συνεχείς φιλονικίες και συνωμοσίες, τα εγκλήματα και την ηθική τους πτώση. Στην πραγματικότητα και η ίδια η Αίγυπτος βρισκόταν ήδη υπό την κηδεμονία των Ρωμαίων.
Την προσφορά της Κύπρου στην Κλεοπάτρα την Ωραία και στα παιδιά της είχε επαναλάβει, μετά τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα, ο Μάρκος Αντώνιος. Ο τελευταίος, αιχμάλωτος της γοητείας της Κλεοπάτρας, κατηγορήθηκε στη Ρώμη ότι φιλοδοξούσε να ιδρύσει δική του αυτοκρατορία στην Ανατολή και ότι ενεργούσε ενάντια στα ρωμαϊκά συμφέροντα. Η σύγκρουσή του με τη Ρώμη έγινε το 31 π.Χ. στο Άκτιο, όπου ο Οκταβιανός τον νίκησε σε ναυμαχία. Ο Μάρκος Αντώνιος διέφυγε, αλλά η ήττα του ήταν πια οριστική. Και ο ίδιος και η Κλεοπάτρα αυτοκτόνησαν το 30 π.Χ. Με το θάνατο της Κλεοπάτρας τερματίστηκε και η δυναστεία των Πτολεμαίων Βασιλιάδων της Αιγύπτου. Η Κύπρος ήταν οριστικά, πια, ρωμαϊκή επαρχία.
Οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Κύπρο ενδιαφερόμενοι βασικά για τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές και τα προϊόντα της. Ήταν εύφορη όσο κανένα άλλο νησί, όπως σημειώνει και ο Στράβωνας που ζούσε αυτήν ακριβώς την εποχή, παρήγε κρασί, λάδι, ήταν αυτάρκης σε σιτηρά, τα δε μεταλλεία του χαλκού εξακολουθούσαν να είναι αρκετά πλούσια. Έτσι, παρά το ότι οι Κύπριοι υποδέχτηκαν ευνοϊκά τον Κάτωνα (γιατί προτίμησαν να γίνουν φίλοι των Ρωμαίων αντί δούλοι τους, όπως γράφει ο Δίων Κάσσιος), ωστόσο στη συνέχεια η ρωμαϊκή διοίκηση αποδείχτηκε αρκετά σκληρή, η δε από τη μεριά των Ρωμαίων εκμετάλλευση του νησιού υπήρξε άγρια. Πρωτεύουσα εξακολούθησε να είναι η Πάφος, που υπήρξε και η έδρα των Ρωμαίων ανθυπάτων. Το νησί διοικούνταν από ανθυπάτους (κυβερνήτες) που διορίζονταν από τη Ρώμη για σύντομη μόνο υπηρεσία ο καθένας, βοηθούμενοι από διάφορους άλλους αξιωματούχους. Η μη προνομιακή μεταχείριση της Κύπρου από τη Ρώμη οφειλόταν και στο ότι οι Ρωμαίοι θεώρησαν το νησί όχι σύμμαχο χώρα αλλά χώρα που είχε κατακτηθεί. Ωστόσο το Κοινόν Κυπρίων εξακολουθούσε να υπάρχει και να παραμένει αρκετά ισχυρό. Η συμβολή του ήταν σημαντική για την επιτέλεση διαφόρων έργων, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και ένα επαρκές οδικό δίκτυο. Η λατρεία των ελληνικών θεοτήτων εξακολουθούσε να ακμάζει, ιδιαίτερα δε της Αφροδίτης. Η κολακεία όμως, την οποία οι Κύπριοι επέδειξαν προς τους Πτολεμαίους τους οποίους και ανακήρυσσαν ως θεούς, επαναλήφθηκε και για μερικούς Ρωμαίους αυτοκράτορες. Λαμπρά οικοδομήματα είχαν ανεγερθεί, όπως οι ρωμαϊκές επαύλεις που αποκαλύπτονται από τις ανασκαφές στην Πάφο. Επίσης, σε χρήση βρισκόταν η ελληνική γλώσσα, που απαντάται και στις πάμπολλες επιγραφές, και στις παραστάσεις των θαυμασίων ψηφιδωτών δαπέδων που κοσμούσαν τις ρωμαϊκές επαύλεις (είναι αξιοσημείωτο ότι και η θεματογραφία των ψηφιδωτών είναι παρμένη βασικά από την ελληνική μυθολογία), ακόμη και στα νομίσματα.
Η κοινωνική ζωή στις κυπριακές πόλεις κυλούσε ομαλά. Οι πόλεις ήταν κοσμημένες με θέατρα, ωδεία, στάδια, ιππόδρόμους, αγορές, γυμνάσια, ναούς και άλλα λαμπρά οικοδομήματα. Στην κυπριακή ύπαιθρο τα πράγματα ήταν χειρότερα και οι κάτοικοι είτε ταλαιπωρούνταν στα μεταλλεία, είτε ιδρωκοπούσαν στα χωράφια. Η Πάφος, παρά τη μεγάλη της αίγλη, σαν πρωτεύουσα, δεν επισκίασε εντελώς την αντίπαλό της Σαλαμίνα που, σε μερικούς τουλάχιστον τομείς (όπως ο πολιτιστικός) φαίνεται ότι εξακολουθούσε να έχει τα πρωτεία, τούτο δε αποδεικνύεται και από τα σημαντικά δημόσια οικοδομήματά της που έχουν αποκαλυφτεί όπως το θέατρό της (χωρητικότητας 15.000 περίπου θεατών) και το γυμνάσιό της, που και τα δύο είναι από τα μεγαλύτερα της Ανατολικής Μεσογείου. Ωστόσο το 77/78 μ.Χ. τόσο η Σαλαμίνα όσο και η Πάφος και άλλα μέρη του νησιού χτυπήθηκαν από καταστρεπτικούς σεισμούς. Η Πάφος ανοικοδομήθηκε και με βοήθεια του αυτοκράτορα Βεσπασιανού και του γιου του Τίτου. Ανοικοδομήθηκε επίσης η Σαλαμίνα με αυτοκρατορική βοήθεια (των αυτοκρατόρων Τραϊανού και Αδριανού) και κοσμήθηκε λαμπρά. Ο ναός του Δία στη Σαλαμίνα εξακολούθησε να διατηρεί την αίγλη του. Η πόλη όμως αυτή πληγώθηκε και πάλι σοβαρά το 116 μ.Χ. εξαιτίας της εξέγερσης των Εβραίων που ζούσαν σε αυτήν. Η εξέγερση ήταν παράλληλη με εβραϊκές εξεγέρσεις σε άλλα μέρη εκτός Κύπρου. Η Σαλαμίνα έπαθε τρομερές καταστροφές. Αναφέρεται μάλιστα σε μια πηγή ότι οι νεκροί από τις ταραχές ανέρχονταν στον εφιαλτικό αριθμό των 240.000.
Οι ταραχές και οι καταστροφές πιθανότατα είχαν επεκταθεί και πέρα από τη Σαλαμίνα, αφού ισχυρές παροικίες Εβραίων ζούσαν και στις λοιπές πόλεις. Αποτέλεσμα της συμφοράς ήταν η έκδοση διατάγματος που απαγόρευε πια την παρουσία Εβραίων στην Κύπρο, οποιοσδήποτε δε Εβραίος έφτανε στο νησί, έστω και ναυαγός, καταδικαζόταν σε θάνατο. Το διάταγμα όμως αυτό ανακλήθηκε αργότερα. Η Σαλαμίνα, που έπαθε τις πιο εκτεταμένες καταστροφές, ανοικοδομήθηκε με τη βοήθεια του αυτοκράτορα Αδριανού. Μεταξύ των άλλων κυπριακών πόλεων σημαντικότερες εξακολουθούσαν να είναι το Κίτιον, η Αμαθούς, το Κούριον, οι Σόλοι και η Λάπηθος, δηλαδή οι παραλιακές πόλεις του νησιού.
Το συγκλονιστικότερο γεγονός που συνέβη κατά την περίοδο της κατοχής της Κύπρου από τους Ρωμαίους, εκείνο που έμελλε να έχει βαθύτατη επίδραση σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής στο νησί και που έμελλε να διαφοροποιήσει ριζικά για μια ακόμη φορά το χαρακτήρα του, ήταν η διάδοση του Χριστιανισμού. Το μήνυμα της νέας θρησκείας είχε εισαχθεί ήδη από νωρίς στο νησί όπου στις διάφορες πόλεις του υπήρχαν ισχυρές παροικίες Εβραίων. Τη νέα θρησκεία καθιέρωσαν, ωστόσο με τις περιοδείες τους στην Κύπρο κατά τα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας, συνοδευόμενοι και από τον ευαγγελιστή Μάρκο. Ιδιαίτερα ο Βαρνάβας θεωρείται και τιμάται ως ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Κύπρου και ως ο πρώτος της αρχιεπίσκοπος. Γι' αυτό και η Κυπριακή Εκκλησία αναφέρεται και ως Εκκλησία του Αποστόλου Βαρνάβα, ο δε αρχιεπισκοπικός θρόνος της αναφέρεται και ως θρόνος του Αποστόλου Βαρνάβα.
Μνήμη Βαρνάβα: Όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος μοναχός (Εγκώμιον εις Βαρνάβαν,4.46), ορίστηκε η ένδοξη μνήμη του τρισμακαρίου αποστόλου και γενναίου μάρτυρος Βαρνάβα να γιορτάζεται κάθε χρόνο: Στις 11 του Ιούνη σύμφωνα με το ημερολόγιο των Ρωμαίων, στις 11 του Μεσωρούς κατά το ημερολόγιο των κατοίκων της Σαλαμίνας - Κωνσταντίας και στις 19 του Ηληθυπάτου, κατά το ημερολόγιο των Παφίων. Η μνήμη του αποστόλου Βαρνάβα γιορτάζεται σήμερα τόσο κατά το ανατολικό όσο και κατά το δυτικό εορτολόγιο, στις 11 του Ιούνη. Ιδιαίτερα τιμάται ο απόστολος Βαρνάβας στην Κύπρο, όπου ένα από τα πιο σημαντικά μοναστήρια είναι αφιερωμένο σε αυτόν και βρίσκεται κτισμένο κοντά στην αρχαία Σαλαμίνα, εκεί όπου ο απόστολος πιστεύεται ότι θάφτηκε. Το μοναστήρι βρίσκεται στην περιοχή της Κύπρου που τελεί από το 1974 κάτω από τουρκική στρατιωτική κατοχή. Παρά το ότι σημειώθηκαν και στην Κύπρο σκληροί διωγμοί Χριστιανών, αρκετοί από τους οποίους μαρτύρησαν, η Εκκλησία της Κύπρου είχε πιο στελεχωθεί με επισκοπές που έδρευαν σε όλες τις πόλεις, και το 325 μ.Χ. εκπροσωπήθηκε με δικούς της ιεράρχες στη σύνοδο της Νίκαιας. Ήδη η καινούρια θρησκεία προχωρεί πια προς το θρίαμβο, που δεν αργεί. Το διάταγμα του Μεδιολάνου (Μιλάνου) σχετικά με την ανεξιθρησκία το 313 μ.Χ. αποτέλεσε τη μεγάλη νίκη του Χριστιανισμού. Ταυτόχρονα, ο διαχωρισμός το 330 μ.Χ. της αχανούς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε Ανατολική (με έδρα την Κωνσταντινούπολη) και σε Δυτική (με έδρα τη Ρώμη) ήταν σημαντικό γεγονός που οδήγησε στον τελικό θρίαμβο του Χριστιανισμού, που οριοθετεί και το τέλος της Αρχαιότητας.
Πηγή: http://www.hellenica.de/Griechenland/Zypern/Ges/GR/KyprosRomaikiEpochi.html
Όταν όμως, λίγα χρόνια αργότερα, ο Ιούλιος Καίσαρ βρέθηκε στην Αίγυπτο, σαγηνεύτηκε από τη γοητεία της τελευταίας των Πτολεμαίων, της περίφημης Κλεοπάτρας, στην οποία και χάρισε την Κύπρο. Όμως έτσι κι αλλιώς η παλαιά αίγλη των Πτολεμαίων είχε πια σβήσει όσο και αν προσπάθησε η Κλεοπάτρα να την επαναφέρει. Το πτολεμαϊκό βασίλειο της Αιγύπτου βρισκόταν πια σε παρακμή, ύστερα από τις μακροχρόνιες και συνεχείς φιλονικίες και συνωμοσίες, τα εγκλήματα και την ηθική τους πτώση. Στην πραγματικότητα και η ίδια η Αίγυπτος βρισκόταν ήδη υπό την κηδεμονία των Ρωμαίων.
Την προσφορά της Κύπρου στην Κλεοπάτρα την Ωραία και στα παιδιά της είχε επαναλάβει, μετά τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα, ο Μάρκος Αντώνιος. Ο τελευταίος, αιχμάλωτος της γοητείας της Κλεοπάτρας, κατηγορήθηκε στη Ρώμη ότι φιλοδοξούσε να ιδρύσει δική του αυτοκρατορία στην Ανατολή και ότι ενεργούσε ενάντια στα ρωμαϊκά συμφέροντα. Η σύγκρουσή του με τη Ρώμη έγινε το 31 π.Χ. στο Άκτιο, όπου ο Οκταβιανός τον νίκησε σε ναυμαχία. Ο Μάρκος Αντώνιος διέφυγε, αλλά η ήττα του ήταν πια οριστική. Και ο ίδιος και η Κλεοπάτρα αυτοκτόνησαν το 30 π.Χ. Με το θάνατο της Κλεοπάτρας τερματίστηκε και η δυναστεία των Πτολεμαίων Βασιλιάδων της Αιγύπτου. Η Κύπρος ήταν οριστικά, πια, ρωμαϊκή επαρχία.
Οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Κύπρο ενδιαφερόμενοι βασικά για τις πλουτοπαραγωγικές της πηγές και τα προϊόντα της. Ήταν εύφορη όσο κανένα άλλο νησί, όπως σημειώνει και ο Στράβωνας που ζούσε αυτήν ακριβώς την εποχή, παρήγε κρασί, λάδι, ήταν αυτάρκης σε σιτηρά, τα δε μεταλλεία του χαλκού εξακολουθούσαν να είναι αρκετά πλούσια. Έτσι, παρά το ότι οι Κύπριοι υποδέχτηκαν ευνοϊκά τον Κάτωνα (γιατί προτίμησαν να γίνουν φίλοι των Ρωμαίων αντί δούλοι τους, όπως γράφει ο Δίων Κάσσιος), ωστόσο στη συνέχεια η ρωμαϊκή διοίκηση αποδείχτηκε αρκετά σκληρή, η δε από τη μεριά των Ρωμαίων εκμετάλλευση του νησιού υπήρξε άγρια. Πρωτεύουσα εξακολούθησε να είναι η Πάφος, που υπήρξε και η έδρα των Ρωμαίων ανθυπάτων. Το νησί διοικούνταν από ανθυπάτους (κυβερνήτες) που διορίζονταν από τη Ρώμη για σύντομη μόνο υπηρεσία ο καθένας, βοηθούμενοι από διάφορους άλλους αξιωματούχους. Η μη προνομιακή μεταχείριση της Κύπρου από τη Ρώμη οφειλόταν και στο ότι οι Ρωμαίοι θεώρησαν το νησί όχι σύμμαχο χώρα αλλά χώρα που είχε κατακτηθεί. Ωστόσο το Κοινόν Κυπρίων εξακολουθούσε να υπάρχει και να παραμένει αρκετά ισχυρό. Η συμβολή του ήταν σημαντική για την επιτέλεση διαφόρων έργων, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και ένα επαρκές οδικό δίκτυο. Η λατρεία των ελληνικών θεοτήτων εξακολουθούσε να ακμάζει, ιδιαίτερα δε της Αφροδίτης. Η κολακεία όμως, την οποία οι Κύπριοι επέδειξαν προς τους Πτολεμαίους τους οποίους και ανακήρυσσαν ως θεούς, επαναλήφθηκε και για μερικούς Ρωμαίους αυτοκράτορες. Λαμπρά οικοδομήματα είχαν ανεγερθεί, όπως οι ρωμαϊκές επαύλεις που αποκαλύπτονται από τις ανασκαφές στην Πάφο. Επίσης, σε χρήση βρισκόταν η ελληνική γλώσσα, που απαντάται και στις πάμπολλες επιγραφές, και στις παραστάσεις των θαυμασίων ψηφιδωτών δαπέδων που κοσμούσαν τις ρωμαϊκές επαύλεις (είναι αξιοσημείωτο ότι και η θεματογραφία των ψηφιδωτών είναι παρμένη βασικά από την ελληνική μυθολογία), ακόμη και στα νομίσματα.
Η κοινωνική ζωή στις κυπριακές πόλεις κυλούσε ομαλά. Οι πόλεις ήταν κοσμημένες με θέατρα, ωδεία, στάδια, ιππόδρόμους, αγορές, γυμνάσια, ναούς και άλλα λαμπρά οικοδομήματα. Στην κυπριακή ύπαιθρο τα πράγματα ήταν χειρότερα και οι κάτοικοι είτε ταλαιπωρούνταν στα μεταλλεία, είτε ιδρωκοπούσαν στα χωράφια. Η Πάφος, παρά τη μεγάλη της αίγλη, σαν πρωτεύουσα, δεν επισκίασε εντελώς την αντίπαλό της Σαλαμίνα που, σε μερικούς τουλάχιστον τομείς (όπως ο πολιτιστικός) φαίνεται ότι εξακολουθούσε να έχει τα πρωτεία, τούτο δε αποδεικνύεται και από τα σημαντικά δημόσια οικοδομήματά της που έχουν αποκαλυφτεί όπως το θέατρό της (χωρητικότητας 15.000 περίπου θεατών) και το γυμνάσιό της, που και τα δύο είναι από τα μεγαλύτερα της Ανατολικής Μεσογείου. Ωστόσο το 77/78 μ.Χ. τόσο η Σαλαμίνα όσο και η Πάφος και άλλα μέρη του νησιού χτυπήθηκαν από καταστρεπτικούς σεισμούς. Η Πάφος ανοικοδομήθηκε και με βοήθεια του αυτοκράτορα Βεσπασιανού και του γιου του Τίτου. Ανοικοδομήθηκε επίσης η Σαλαμίνα με αυτοκρατορική βοήθεια (των αυτοκρατόρων Τραϊανού και Αδριανού) και κοσμήθηκε λαμπρά. Ο ναός του Δία στη Σαλαμίνα εξακολούθησε να διατηρεί την αίγλη του. Η πόλη όμως αυτή πληγώθηκε και πάλι σοβαρά το 116 μ.Χ. εξαιτίας της εξέγερσης των Εβραίων που ζούσαν σε αυτήν. Η εξέγερση ήταν παράλληλη με εβραϊκές εξεγέρσεις σε άλλα μέρη εκτός Κύπρου. Η Σαλαμίνα έπαθε τρομερές καταστροφές. Αναφέρεται μάλιστα σε μια πηγή ότι οι νεκροί από τις ταραχές ανέρχονταν στον εφιαλτικό αριθμό των 240.000.
Οι ταραχές και οι καταστροφές πιθανότατα είχαν επεκταθεί και πέρα από τη Σαλαμίνα, αφού ισχυρές παροικίες Εβραίων ζούσαν και στις λοιπές πόλεις. Αποτέλεσμα της συμφοράς ήταν η έκδοση διατάγματος που απαγόρευε πια την παρουσία Εβραίων στην Κύπρο, οποιοσδήποτε δε Εβραίος έφτανε στο νησί, έστω και ναυαγός, καταδικαζόταν σε θάνατο. Το διάταγμα όμως αυτό ανακλήθηκε αργότερα. Η Σαλαμίνα, που έπαθε τις πιο εκτεταμένες καταστροφές, ανοικοδομήθηκε με τη βοήθεια του αυτοκράτορα Αδριανού. Μεταξύ των άλλων κυπριακών πόλεων σημαντικότερες εξακολουθούσαν να είναι το Κίτιον, η Αμαθούς, το Κούριον, οι Σόλοι και η Λάπηθος, δηλαδή οι παραλιακές πόλεις του νησιού.
Το συγκλονιστικότερο γεγονός που συνέβη κατά την περίοδο της κατοχής της Κύπρου από τους Ρωμαίους, εκείνο που έμελλε να έχει βαθύτατη επίδραση σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής στο νησί και που έμελλε να διαφοροποιήσει ριζικά για μια ακόμη φορά το χαρακτήρα του, ήταν η διάδοση του Χριστιανισμού. Το μήνυμα της νέας θρησκείας είχε εισαχθεί ήδη από νωρίς στο νησί όπου στις διάφορες πόλεις του υπήρχαν ισχυρές παροικίες Εβραίων. Τη νέα θρησκεία καθιέρωσαν, ωστόσο με τις περιοδείες τους στην Κύπρο κατά τα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας, συνοδευόμενοι και από τον ευαγγελιστή Μάρκο. Ιδιαίτερα ο Βαρνάβας θεωρείται και τιμάται ως ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Κύπρου και ως ο πρώτος της αρχιεπίσκοπος. Γι' αυτό και η Κυπριακή Εκκλησία αναφέρεται και ως Εκκλησία του Αποστόλου Βαρνάβα, ο δε αρχιεπισκοπικός θρόνος της αναφέρεται και ως θρόνος του Αποστόλου Βαρνάβα.
Μνήμη Βαρνάβα: Όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος μοναχός (Εγκώμιον εις Βαρνάβαν,4.46), ορίστηκε η ένδοξη μνήμη του τρισμακαρίου αποστόλου και γενναίου μάρτυρος Βαρνάβα να γιορτάζεται κάθε χρόνο: Στις 11 του Ιούνη σύμφωνα με το ημερολόγιο των Ρωμαίων, στις 11 του Μεσωρούς κατά το ημερολόγιο των κατοίκων της Σαλαμίνας - Κωνσταντίας και στις 19 του Ηληθυπάτου, κατά το ημερολόγιο των Παφίων. Η μνήμη του αποστόλου Βαρνάβα γιορτάζεται σήμερα τόσο κατά το ανατολικό όσο και κατά το δυτικό εορτολόγιο, στις 11 του Ιούνη. Ιδιαίτερα τιμάται ο απόστολος Βαρνάβας στην Κύπρο, όπου ένα από τα πιο σημαντικά μοναστήρια είναι αφιερωμένο σε αυτόν και βρίσκεται κτισμένο κοντά στην αρχαία Σαλαμίνα, εκεί όπου ο απόστολος πιστεύεται ότι θάφτηκε. Το μοναστήρι βρίσκεται στην περιοχή της Κύπρου που τελεί από το 1974 κάτω από τουρκική στρατιωτική κατοχή. Παρά το ότι σημειώθηκαν και στην Κύπρο σκληροί διωγμοί Χριστιανών, αρκετοί από τους οποίους μαρτύρησαν, η Εκκλησία της Κύπρου είχε πιο στελεχωθεί με επισκοπές που έδρευαν σε όλες τις πόλεις, και το 325 μ.Χ. εκπροσωπήθηκε με δικούς της ιεράρχες στη σύνοδο της Νίκαιας. Ήδη η καινούρια θρησκεία προχωρεί πια προς το θρίαμβο, που δεν αργεί. Το διάταγμα του Μεδιολάνου (Μιλάνου) σχετικά με την ανεξιθρησκία το 313 μ.Χ. αποτέλεσε τη μεγάλη νίκη του Χριστιανισμού. Ταυτόχρονα, ο διαχωρισμός το 330 μ.Χ. της αχανούς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας σε Ανατολική (με έδρα την Κωνσταντινούπολη) και σε Δυτική (με έδρα τη Ρώμη) ήταν σημαντικό γεγονός που οδήγησε στον τελικό θρίαμβο του Χριστιανισμού, που οριοθετεί και το τέλος της Αρχαιότητας.
Πηγή: http://www.hellenica.de/Griechenland/Zypern/Ges/GR/KyprosRomaikiEpochi.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου