Στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1922 εκδηλώθηκε κρίση στις αγγλογαλλικές σχέσεις. Η Γαλλία διαχώρισε τη θέση της και υποστήριξε την απαίτηση των Τούρκων για προσάρτηση στην Τουρκία της Ανατολικής Θράκης και των Στενών, που οι Τούρκοι θα ουδετεροποιούσαν.
Τότε, η διάσταση στις γνώμες των Βρετανών ιθυνόντων και απροθυμία της αγγλικής κοινής γνώμης και των αποικιών για πολεμική εμπλοκή με τους Τούρκους, οδήγησαν, μαζί με την αφόρητη πίεση της Γαλλίας, στην απόφαση των Συμμάχων να εκκενωθεί από τους Έλληνες η Ανατολική Θράκη και να παραδοθεί στην Τουρκία ως αμοιβή για την προσέγγισή της στους Συμμάχους. Η θετική διάθεση ορισμένων Άγγλων προς τους Έλληνες, όπως αυτή του Λόυδ Τζωρτζ και του λόρδου Κώρζον, δεν ενισχύθηκε από τη μαχητικότητα, την τόλμη και την αποφασιστικότητα των Ελλήνων που, δυστυχώς, δεν υπήρξαν.
Η απόφαση για την εκκένωση της Θράκης επικυρώθηκε από τους Συμμάχους στις 9.9.1922 μετά από θυελλώδεις συσκέψεις τριών ημερών στο Παρίσι, μεταξύ του Γάλλου πρωθυπουργού Πουανκαρέ και του Άγγλου υπουργού εξωτερικών Λόρδου Κώρζον. Οι παρακλήσεις του Βενιζέλου αντιμετωπίστηκαν την επαύριο παγερά από τον Πουανκαρέ.
Στο εύλογο ερώτημα του Λόρδου Κώρζον: “Ποιός θα υποχρεώσει τους Έλληνες να εγκαταλείψουν την Ανατολική Θράκη;”, απάντησαν οι ίδιοι οι Έλληνες. Η Ανατολική Θράκη εγκαταλείφθηκε εθελόδουλα, ώστε να μην βρεθεί η Μεγάλη Βρετανία στη δυσάρεστη θέση να συγκρουσθεί με την Τουρκία.
Παραμένει το γεγονός ότι ο τουρκικός στρατός δεν ήταν σε θέση να διαπλεύσει την Προποντίδα και να επιτύχει την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης. Οι Τούρκοι δεν διέθεταν ναυτική δύναμη και η δύναμη πυρός των ελληνικών θωρηκτών ήταν σημαντική με τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Υπήρχε επίσης και μία στρατηγική συνιστώσα στο να αρνηθούν οι Έλληνες να εκκενώσουν την Ανατολική Θράκη. Μία τέτοια κατάσταση έφερνε αμέσως σε ευθεία αντιπαράθεση τους Συμμάχους με την Τουρκία κα το λιγότερο που θα κέρδιζαν οι Έλληνες ήταν πολύτιμος χρόνος. Η διάβαση των Τούρκων από τον Βόσπορο η τον Ελλήσποντο, που κατείχαν με ασθενείς δυνάμεις οι Άγγλοι, σήμαινε Αγγλο-Τουρκική σύγκρουση, κάτι που εξυπηρετούσε τα στρατηγικά συμφέροντα της Ελλάδας. Βρισκόταν δηλαδή η νικημένη Ελλάδα σε θέση που της έδινε τη δυνατότητα να δημιουργήσει μία αγγλική ασπίδα και να αποφύγει νέα σύγκρουση με τους Τούρκους. Βέβαια, η ηττημένη χώρα δεν φαινόταν να έχει τις οικονομικές δυνατότητες για να συνεχίσει τον πόλεμο. Ωστόσο, η ιστορική εμπειρία μας διδάσκει ότι λαοί που είναι αποφασισμένοι και θέλουν να επιβιώσουν βρίσκουν τα μέσα για να αντισταθούν.
Στη διάσκεψη των Μουδανιών, που οργανώθηκε από τους Συμμάχους για τη σύναψη της ανακωχής, (20 έως 28.9.22), η Ελλάδα έπαιξε τον ρόλο βωβού παρατηρητή στον οποίο ανακοινώθηκαν οι εις βάρος του όροι, ωσάν οι Σύμμαχοι να ήσαν πραγματικά οι εμπόλεμοι με την Τουρκία. Ο σκοπός της διάσκεψης ανακωχής των Μουδανιών ήταν: οι Έλληνες θα έπρεπε να αποσυρθούν από την Ανατολική Θράκη. Το αντάλλαγμα εκ μέρους των Τούρκων ήταν ο σεβασμός της ουδέτερης συμμαχικής ζώνης και των Στενών μέχρι την τελική Διάσκεψη Ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων και των Τούρκων. Οι Έλληνες εκλήθησαν στα Μουδανιά για να αποδεχθούν τα σε βάρος τους τετελεσμένα γεγονότα. Έγινε δηλαδή εκεί, μία διευθέτηση των συμμαχικών σχέσεων με την Τουρκία, εξόδοις της Ελλάδας.
Η διάσκεψη άρχισε χωρίς τους Έλληνες, που δεν είχαν ακόμη φθάσει, με κύρια συζήτηση τη γραμμή που θα αποσύρονταν οι Έλληνες. Κατά την αφήγηση του Ισμέτ Ινονού στον Σπύρο Μαρκεζίνη το 1972, δέχθηκαν όλοι την προτροπή του: ” Ας φθάσουμε σε ένα αποτέλεσμα και οι Έλληνες θα υποχρεωθούν να το δεχθούν”. Οι Έλληνες, απλώς προσήλθαν την επαύριο για να τους ζητηθεί να προσυπογράψουν ο,τι οι άλλοι αποφάσισαν εις βάρος τους. Η άλλη θλιβερή διαπίστωση είναι ότι οι Γάλλοι και οι Ιταλοί φέρονταν ως σύμμαχοι της Τουρκίας, με μόνον τους απαυδημένους Άγγλους να διαπραγματεύονται, παρεμπιπτόντως τα συμφέροντα της Ελλάδας. Κατά τον Σπύρο Μαρκεζίνη “οι Έλληνες παρέμειναν βωβοί θεατές και οι Τούρκοι ήγειρον συνεχώς και νέας αξιώσεις”. Ο στρατηγός Σαρπύ με την καθοδήγηση του Φρακλίν Μπουγιόν, δέχθηκε όλα τα αιτήματα των Τούρκων. Ακολούθησαν οι Ιταλοί και μετά οι διστακτικοί Άγγλοι. ” Η Θράκη μας παραδόθηκε χωρίς να ριφθεί ούτε ένας πυροβολισμός”, δήλωσε μετά από πενήντα χρόνια ο Ισμέτ Ινονού.
Στις 25.9.1922 ο Βενιζέλος τηλεγράφησε από το Παρίσι : “Ανατολική Θράκη απωλέσθη ατυχώς δι’ Ελλάδα”, και :“ανάγκη Θράκες να εγκαταλείψωσι την γην, ην από τόσων αιώνων κατοικούσιν, αυτοί και πρόγονοί των”. Ήταν ακόμη μία από τις εθνικές εκκαθαρίσεις του 20ου αιώνα, παρ’ όλο που το πρωτόκολλο της Ανακωχής των Μουδανιών αφορούσε μόνο την εκκένωση της Ανατολικής Θράκης από τον Ελληνικό Στρατό και όχι από τον ελληνικό πληθυσμό. Η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης σήμαινε τη μετακίνηση των 260.000 Θρακών προσφύγων με την οικοσκευή τους και μέρος της σοδειάς τους, όπως και την αποχώρηση δεκάδων χιλιάδων προσφύγων από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι τον προηγούμενο μήνα, με την κατάρρευση του μετώπου της Μικράς Ασίας, είχαν καταφύγει στη Θράκη. Μετακινήθηκαν επίσης Αρμένιοι, Κιρκάσιοι και Τούρκοι αντικεμαλικοί των οποίων ο αριθμός δεν είναι γνωστός. Τη μετακίνηση συμπλήρωσε η αποχώρηση 70.000 περίπου στρατιωτών της Στρατιάς Θράκης, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν δυτικά του Έβρου. Μαζί και τελευταίοι αποχώρησαν οι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι και η ελληνική χωροφυλακή. Κατά τις είκοσι ημέρες της εκκένωσης της Θράκης δηλαδή, μετακινήθηκαν προς δυτικά πάνω από 400.000 άτομα. Οι μετακινήσεις έγιναν με τραίνα, με πλοία και οδικώς με κάρα, τα οποία ήταν τότε διαθέσιμα στη Θράκη. Η εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης είχε ολοκληρωθεί το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου του 1922.
Πηγη:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου