Ο Γάιος Βαλέριος Διοκλής (Gaius Valerius Diocles), όπως ονομαζόταν προτού γίνει αυτοκράτορας, γεννήθηκε στα Σάλωνα της Δαλματίας (το σημερινό Σπλιτ της Κροατίας). Καταγόταν από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν πιθανώς απελεύθερος. Ο Διοκλής κατατάχθηκε στο στρατό ως απλός στρατιώτης, αλλά γρήγορα ανέβηκε στην ιεραρχία χάρη στην ανδρεία του και στις στρατηγικές του ικανότητες. Αρχικά έγινε αρχηγός των λεγεώνων και αργότερα Ύπατος. Ο αυτοκράτορας Κάρος τον πήρε υπό την προστασία του δίνοντάς του το όνομα Αυρήλιος (Aurelius) και τον διόρισε διοικητή της ανακτορικής φρουράς. Όταν ο γιος του Κάρου, αυτοκράτορας Νουμεριανός, βρέθηκε δολοφονημένος το 284 στη Νικομήδεια της Βιθυνίας, οι ρωμαϊκές λεγεώνες αναγόρευσαν αυτοκράτορα τον Διοκλή, ο οποίος μετονομάστηκε Διοκλητιανός (Diocletianus). Ο νέος αυτοκράτορας, αφού ορκίστηκε ότι δεν ευθυνόταν ο ίδιος για τον φόνο του Νουμεριανού, κατηγόρησε ως δολοφόνο τον πεθερό του Νουμεριανού, Άπερ, τον οποίο και σκότωσε με το ξίφος του μπροστά στους στρατιώτες του. Στη συνέχεια ο Διοκλητιανός συγκρούστηκε με τον πρωτότοκο γιο του Κάρου, τον Καρίνο, στη συμβολή των ποταμών Μάργου (σημερινού Μοράβα) και Δούναβη. Ο Καρίνος σκοτώθηκε και ο Διοκλητιανός έμεινε κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού. Αφού αναγνωρίστηκε ως αυτοκράτορας και από τη Σύγκλητο, ο Διοκλητιανός ανέλαβε το βαρύ καθήκον να αναμορφώσει τον διαλυμένο κρατικό μηχανισμό και να κάνει την οικονομία να ορθοποδήσει. Ο Διοκλητιανός ανέλαβε την εξουσία την εποχή της μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης και της πολιτικής και στρατιωτικής αναρχίας, όταν το κράτος ήταν έρμαιο στα χέρια του στρατού. Έθεσε ως στόχο του την επίλυση των μεγάλων προβλημάτων της αυτοκρατορίας, όπως ήταν τα ζητήματα της διαδοχής του αυτοκρατορικού θρόνου που είχε εγκαταλειφθεί στη διάθεση των λεγεώνων, της εξασφάλισης των συνόρων, της αναδιοργάνωσης του διοικητικού και οικονομικού συστήματος. Συνειδητοποιώντας ότι δεν μπορούσε μόνος του να διοικήσει την αχανή ρωμαϊκή επικράτεια, επέλεξε, το 286, συναυτοκράτορά του τον φίλο του Μάρκο Αυρήλιο Βαλέριο Μαξιμιανό, τον οποίο αναγόρευσε Αύγουστο, όπως ήταν και ο δικός του τίτλος. Ο Διοκλητιανός διαίρεσε το κράτος σε δύο τμήματα, το Δυτικό (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Βρετανία και Β. Αφρική) και το ανατολικό (Ιλλυρικό, Ελλάδα, Θράκη, Μακεδονία, Μ. Ασία και Αίγυπτος). Ο ίδιος κράτησε για τον εαυτό του το ανατολικότμήμα της αυτοκρατορίας, με έδρα τη Νικομήδεια, καθώς θεώρησε πιο πρόσφορο για την απολυταρχική του πολιτική το έδαφος της Ανατολής από τη Ρώμη, ενώ ο Μαξιμιανός, με έδρα το Μεδιόλανο (το σημερινό Μιλάνο) ανέλαβε την εποπτεία του δυτικού τμήματος. Η αυτοκρατορία όμως μεγάλωσε ακόμα περισσότερο μετά τους νικηφόρους πολέμους εναντίον των Περσών, των Φράγκων, των Σαξόνων και των Σαρματών, οπότε ο Διοκλητιανός το 293 αποφάσισε να διαμοιράσει το βάρος της εξουσίας και σε δύο άλλους βοηθούς των αυτοκρατόρων, που έφεραν τον τίτλο του Καίσαρα. Πρώτους Καίσαρες ανακήρυξε δύο αρχηγούς της σωματοφυλακής του, τον Γαλέριο Μαξιμιανό και τον Κωνστάντιο Χλωρό. Ο Γαλέριος θα βοηθούσε τον Διοκλητιανό στην Ανατολή, ως διοικητής των ιλλυρικών επαρχιών, εδρεύοντας στο Σίρμιο της Πανονίας και ο Κωνστάντιος τον Μαξιμιανό στη Δύση, ως διοικητής της Γαλατίας, της Βρετανίας και της Ισπανίας, εδρεύοντας εναλλακτικά πότε στα Τρέβηρα (σημερινό Τρίερ στη Γερμανία) και πότε στο Εβόρακο (Υόρκη) της Βρετανίας. Έτσι δημιουργήθηκε μια «Τετραρχία», αν και η διαίρεση της Αυτοκρατορίας σε τετραρχίεςστην πραγματικότητα την ύψιστη εξουσία την είχε ο Διοκλητιανός. Αυτός διατήρησε την κατεύθυνση της γενικής εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής όλης της αυτοκρατορίας. Το νέο αυτό σύστημα διοίκησης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προέβλεπε ότι όταν οι δύο Αύγουστοι θα αποχωρούσαν λόγω ηλικίας ή θανάτου, θα τους διαδέχονταν οι δύο Καίσαρες, αφού προηγουμένως θα είχαν επιλέξει άλλους Καίσαρες στη θέση τους. Δεν επρόκειτο για κατάτμηση της Αυτοκρατορίας, αλλά για ενδυνάμωση της διοίκησής της. Επιπλέον οι δεσμοί μεταξύ των τεσσάρων συσφίχτηκαν με γάμους: ο Γαλέριος νυμφεύθηκε την κόρη του Διοκλητιανού Βαλέρια, ο Κωνστάντιος Χλωρός, αφού χώρισε την Ελένη, τη μητέρα του μετέπειτα Μεγάλου Κωνσταντίνου, νυμφεύτηκε την κόρη του Μαξιμιανού Θεοδώρα. Επίσης οι δύο Αύγουστοι υιοθέτησαν τους δύο Καίσαρες έτσι ώστε να είναι και σύμφωνα με τον νόμο διάδοχοί τους. Με τον τρόπο αυτόν ο Διοκλητιανός δημιούργησε ένα νέο ολιγαρχικό σύστημα το οποίο μετεξελίχθηκε σε θεοκρατικό. Πιστεύοντας στην αναζωπύρωση των παλαιών ηθικών και θρησκευτικών παραδόσεων των Ρωμαίων, ο Διοκλητιανός περιέβαλε την εξουσία του με θρησκευτικότητα και διακήρυξε ότι είναι ο εκλεκτός του Δία. Το 287 μάλιστα αυτοαποκλήθηκε Δίιος (Jovius) και στον Μαξιμιανό έδωσε τον τίτλο Ηράκλειος (Herculius). Ο Διοκλητιανός ανακήρυξε επίσης τη λατρεία του Δία αποκλειστική κι υποχρεωτική θρησκεία της Αυτοκρατορίας. Αρχικά δεν προσπάθησε να επιβάλλει τις θρησκευτικές προτιμήσεις του με βίαια μέσα. Ο Γαλέριος όμως επέμεινε ότι ο Χριστιανισμός έπρεπε να εξαλειφθεί από τη ρωμαϊκή επικράτεια και με την προτροπή του ο Διοκλητιανός κήρυξε διωγμό εναντίον των Χριστιανών το 303, που διήρκησε μέχρι το 305. Παρόλο που ο διωγμός του Διοκλητιανού εναντίον των Χριστιανών ήταν από τους πιο βίαιους και αιματηρούς που έγιναν ποτέ στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τα αποτελέσματά του δεν ήταν τα επιθυμητά για τη ρωμαϊκή ηγεσία. Αντίθετα το χριστιανικό κίνημα διογκώθηκε. Καθώς η Ρώμη βρισκόταν σε παρακμή και η άλλοτε κραταιά Σύγκλητος είχε υποβιβαστεί σ’ ένα είδος δημοτικού συμβουλίου, ο Διοκλητιανός έδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την περιφέρεια οργανώνοντας έναν τεράστιο γραφειοκρατικό μηχανισμό ώστε να μπορεί να ελέγχει και τα πιο απομακρυσμένα σημεία της επικράτειας. Η διαίρεση των ρωμαϊκών επαρχιών σε αυτοκρατορικές και συγκλητικές καταργήθηκε και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαιρέθηκε σε τέσσερις «επαρχίες», δώδεκα «διοικήσεις» και περίπου εκατό επαρχίες, αποφεύγοντας έτσι τον κίνδυνο απόκτησης μεγάλης ισχύς από τους υπαλλήλους. Ανώτατοι άρχοντες των επαρχιών ήταν οι δύο Αύγουστοι και οι δύο Καίσαρες, οι οποίοι επέβλεπαν την εύρυθμη λειτουργία της πολύπλοκης κρατικής μηχανής βοηθούμενοι από μια καλά οργανωμένη μυστική αστυνομία. Συγχρόνως εγκαινίασε τον διαχωρισμό της πολιτικής από τη στρατιωτική εξουσία, μέτρο που ολοκλήρωσε αργότερα ο Μεγάλος Κωνσταντίνος. Περιόρισε τους διοικητές στην άσκηση της πολιτικής και δικαστικής εξουσίας τους και απέκλεισε τους συγκλητικούς από την αρχηγία των στρατευμάτων. Επανέφερε την πειθαρχία στο στράτευμα, οχύρωσε συστηματικότερα τα σύνορα και αύξησε τον στρατό για την καλύτερη φύλαξή τους. Η αύξηση του στρατού τον ανάγκασε να αυξήσει και τους φόρους, γεγονός που είχε αντίκτυπο στους αγρότες, η θέση των οποίων επιδεινώθηκε. Τα οικονομικά μέτρα του Διοκλητιανού έφεραν σε απόγνωση τον λαό. Για την αντιμετώπιση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης έλαβε και διάφορα αναγκαστικά μέτρα: Για παράδειγμα, επέβαλε στα παιδιά να ακολουθούν το πατρικό επάγγελμα. Το 296 ο Διοκλητιανός έθεσε σε κυκλοφορία νόμισμα με σταθερή αξία χρυσού και το επέβαλε σε όλη την επικράτεια καταργώντας τα τοπικά νομισματικά συστήματα. Το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο από το αναμενόμενο: αντί να παταχθεί ο πληθωρισμός, οι τιμές των προϊόντων εκτινάχθηκαν στα ύψη και κινδύνευε ο ανεφοδιασμός του στρατού. Έτσι πέντε χρόνια αργότερα ο Διοκλητιανός εξέδωσε διάταγμα στο οποίο αναγράφονταν οι ανώτερες αναγκαστικές τιμές (de pretiis) περίπου χιλίων προϊόντων και για τους παραβάτες προβλέπονταν αυστηρές ποινές. Το μέτρο ωστόσο δεν έριξε τις τιμές. Οι φτωχοί γίνονταν ακόμα φτωχότεροι και οι νέοι φόροι απομυζούσαν τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις, ενώ ο πλούτος συσσωρευόταν στα χέρια των ολίγων. Επιθυμώντας την αποκέντρωση ο Διοκλητιανός επέκτεινε το οδικό δίκτυο, οχύρωσε πόλεις, έχτισε φρούρια στα σύνορα και φρόντισε την κατασκευή δημόσιων κτιρίων τόσο στις επαρχίες όσο και στη Ρώμη. Πάνω από όλα όμως φρόντισε για το ανάκτορό του στη γενέτειρά του, όπου το 305 αποσύρθηκε στα Σάλωνα της Δαλματίας, άρρωστος και καταβεβλημένος, αφού πρώτα παραιτήθηκε από το αξίωμά του, αναγκάζοντας και τον Μαξιμιανό να κάνει το ίδιο. Μετά την παραίτηση των δύο Αυγούστων, ο Διοκλητιανός ανακήρυξε Αυγούστους τον Γαλέριο και τον Κωνστάντιο και Καίσαρες τον Φλάβιο Σεβήρο και τον Μαξιμίνο Δάϊα. Στα 21 χρόνια της παντοδυναμίας του ο Διοκλητιανός πρόσφερε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μια μικρή παράταση ειρηνικής ενότητας, παρόλο που τελικά δεν επιτεύχθηκε η αναστροφή της πορείας της προς την παρακμή. Ο Διοκλητιανός δεν είχε πρόθεση να επιτύχει την ευημερία των λαών της αυτοκρατορίας. Προσπάθησε απλά να ανορθώσει τον παρηκμασμένο κράτος υιοθετώντας αναχρονιστικά μέτρα. Πρότυπό του ήταν το διοικητικό σύστημα των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Ο Διοκλητιανός πέθανε το 313 και έζησε αρκετά για να δει τον Κωνσταντίνο, τον γιο του Κωνστάντιου Χλωρού, να γίνεται το 306 Αύγουστος, τον Χριστιανισμό, με το Έδικτο του Μεδιολάνου το 313, να αναγνωρίζεται ως μια από τις θρησκείες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την περίφημη Τετραρχία του να διαλύεται μαζί με την απάνθρωπη οικονομική του πολιτική. Ωστόσο αρκετά στοιχεία της διοικητικής και στρατιωτικής οργάνωσης που θέσπισε ο Διοκλητιανός διατηρήθηκαν και δημιούργησαν τις βάσεις για το σύστημα που επέβαλε κατά τη μονοκρατορία του ο Μεγάλος Κωνσταντίνος, ο ιδρυτής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Πηγη: http://www.istorikathemata.com/2010/10/245-313.html
Εκπαιδευτικό Ιστολόγιο με στόχο την ενημέρωση για την Μυθολογία, την Προϊστορία, την Ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό greek.history.and.prehistory99@gmail.com
Ελληνική ιστορία και προϊστορία
Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015
Ο Ρωμαιος Αυτοκρατορας Διοκλητιανος και η εχθροτητα σε Ελληνισμο και Χριστιανισμο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου